Μες την υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές, (απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα), όλη η παρέα πίναμε εψές… (Κ. Βάρναλης)
Είχε προσωπικότητα, δεν ήταν ένας ψυχρός και αδιάφορος χώρος που πάει ο άλλος να μπεκρουλιάσει. Ήταν ένας χώρος ιερός, γεμάτος με μια παράξενη μυσταγωγία, όπου ξεγυμνωνόταν η ψυχή του εισερχόμενου Κι αντάμα με το ταβερνάκι μας που στείλαμε στον αγύριστο, εξοβελίσαμε και τη ρετσίνα μας, τη ρετσινούλα μας, η οποία αφού έχασε τον «Ναό» της δεν είχε λόγο υπάρξεως πια. Αποστρατεύτηκε κι «ο κάπελας», ο ταβερνιάρης που συγχρόνως ήταν «σεφ», ένας μάγειρας που έβαζε όλο του το μεράκι στο φτιάξιμο των λαχταριστών μεζέδων που όσοι τρώγανε, γλύφανε τα δάχτυλά τους. Μεζέδες βγαλμένοι από τις ρετσέτες της συχωρεμένης της «νενές» της Ουρανίας, που τις κουβάλησε μες στο μυαλό της σαν παρθενικό της κεντητό, όταν πήρε τον δρόμο της προσφυγιάς από τον Κουκλουτζά της Σμύρνης. Δεν ήταν όμως ο μεζές ο κράχτης για τον πελάτη. Το πικάντικο μεζεδάκι ήταν ο… «καβαλιέρος» της ρετσίνας της κεχριμπαρένιας, που για χάρη της δρασκέλιζαν την πόρτα του καπηλειού οι περισσότεροι. Υπήρχαν όμως κι οι άλλοι, που εκεί μέσα έβρισκαν ένα καταφύγιο γαλήνης από τη συναισθηματική τρικυμία που τους ταλάνιζε την καρδιά. Ίσως πρέπει η στήλη να αποσαφηνίσει πως με τον όρο «ταβέρνα» δεν εννοεί φυσικά την κοσμική, που «ζει και βασιλεύει», με τον μαυροντυμένο μετρ που σου πασάρει τον κατάλογο με τα γκουρμέ και τις σπεσιαλιτέ του, που αν δεν είσαι πολύγλωσσος χάνεσαι στις ακαταλαβίστικες αηδίες του μενού και δεν ξέρεις τι θα σε ταΐσουνε στο τέλος να φας. Αλλά ούτε και στις ψευδεπίγραφες, τις λαϊκότερες, τις μεταλλαγμένες από εστιατόριο για… εργένηδες αναφέρεται η στήλη. Απλά θυμάται και κλαίει για τον χαμό της αλλοτινής, της κλασικής, της λιτής κι απέριττης ταβερνούλας της γειτονιάς, με κύριο γνώρισμα της «ταυτότητάς» της τα ογκώδη ξύλινα βαρέλια στη σειρά πάνω σ’ ένα ικρίωμα από χοντρά δοκάρια. Τα βαρέλια, που με ευλάβεια ιερουργού ετοίμασε ο ταβερνιάρης το φθινόπωρο, πλένοντας και ξύνοντας τα εσώτερά τους από τα κατακάθια, για να δεχτούν τον φρέσκο μούστο που έβραζε. Θυμάται η στήλη τους γυμνούς ξεθωριασμένους και ξεφτισμένους ενίοτε τοίχους, που τους στόλιζε το πορτρέτο μιας ξανθιάς καλλονής, κομμένο από το εξώφυλλο περιοδικού ποικίλης ύλης και πάνω από τον μπεζαχτά ο μαυροπίνακας με τον τιμοκατάλογο των εδεσμάτων που προσφέρει το κατάστημα γραμμένος με τεμπεσίρι. Θυμάται ακόμη η στήλη και δεν μπορεί να κρύψει τη νοσταλγία της για την κρεμασμένη στον τοίχο κιθάρα, που κάποιος πεινασμένος «μουζικάντης» την παραχώρησε αντί… πινακίου φακής στον ταβερνιάρη. Πόσους καημούς, πόσα μεράκια και πόσους αναστεναγμούς δεν σιγοντάρισε η κακομοίρα την ώρα που οι ψυχές ξεχείλιζαν αισθήματα και πόνο. Και άλλοτε πάλι, όταν σε κάποια παρέα ξυπνούσαν οι αναπολήσεις, πόσες φορές η ίδια αυτή κιθάρα δεν εξύμνησε της Πλάκας τις ανηφοριές, και άλλοτε πάλι, σε ώρες κεφιού, δεν έβγαλε ετυμηγορία πως «τους μπεκρήδες κι αν δικάσουνε, άδικα θα με κρεμάσουνε…» Τα τραπεζοκαθίσματα ούτε η υπογραφή ενός Βαράγκη τα συνόδευε ούτε ότι «Δαμίγος εποίει» κοκορευότανε. Οι καρέκλες ψάθινες, συνήθως πλεγμένες από περιφερόμενους γύφτους, ήσαν και στέρεες και αναπαυτικές, να μην πιάνεται ο αποτέτοιος σου τις ατέλειωτες ώρες που τις άραζες και φούντωνε το λακριντί. Τα τραπέζια πάλι ήσαν της συμφοράς. Επάξια μπορούσαν να χαρακτηριστούν «ανεμομαζώματα- διαβολοσκορπίσματα», αφού ο ταβερνιάρης άλλα κουβάλησε από το σπίτι της πεθεράς του, άλλα αγόρασε από έναν κλεπταποδόχο και άλλα ήσαν κατασχεμένα από ένα καφενείο που φαλίρισε. Τα σκέπαζε επιμελώς μ’ ένα καρό τραπεζομάντιλο, που όταν λέρωνε το γύριζε από την ανάποδη και πάνω τους είχε πάντοτε μια αλατιέρα με πετρωμένο αλάτι και ένα τσίγκινο τασάκι, διαφήμιση από τσιγάρα Έθνος. Τα τραπεζοκαθίσματα αυτά κάθε βράδυ συγκέντρωναν τους πιστούς της περιοχής. Όλοι, λίγο-πολύ, γνωρίζονταν μεταξύ τους. Και ο κάπελας, που ήξερε τα χούγια καθενός, φρόντιζε να τους περιποιείται όσο καλύτερα μπορούσε. Όλοι τους, με πρώτο και καλύτερο τον ταβερνιάρη, ήξεραν άπαντα τα «προσωπικά δεδομένα» των τακτικών θαμώνων μαζί με τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν σε βάρος τους, τη λάσπη ή τις συκοφαντίες με τις οποίες τους στόλιζαν, με κορυφαίες τις συζυγικές ατασθαλίες και τα οικονομικά τους νιτερέσα. «Τράπεζες πληροφοριών» ήταν ο καθένας τους με τεράστιο πλούτο «data». Ούτε τα σχολίαζαν όμως ούτε τα κυκλοφορούσαν παραπέρα. Τάφοι επτασφράγιστοι ήσαν όλοι τους. Και καθώς μες στους καπνούς και στη βουή πάει κι έρχεται ο ταβερνιάρης, κουβαλώντας πιάτα και «μισές», πλανώνται, θαρρείς, μες στην ατμόσφαιρα οι στίχοι του Βάρναλη: «Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε κατά γης, ώ, πόσο βάσανο μεγάλο, το βάσανο είναι της ζωής!».