Το σταγονόμετρο του κ. Ντράγκι, η ρευστότητα των τραπεζών και το μείγμα των μεταρρυθμίσεων

Αυτό αποτελεί, κατά τη γνώμη του, μία από τις δύο βασικές απαιτήσεις για να εξασφαλισθεί επαρκής ρευστότητα στην εσωτερική αγορά, προκειμένου να διασφαλισθεί η ομαλή πορεία της χώρας τουλάχιστον το επόμενο μεταβατικό τετράμηνο.

Είναι βέβαια γνωστό ότι η ΕΚΤ, παρά το γεγονός ότι η χώρα ήταν σε «πρόγραμμα» μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου, αποφάσισε, «λόγω αμφιβολιών», να διακόψει την αποδοχή ελληνικών ομολόγων έναντι ρευστότητας. Η κίνηση αυτή βάσιμα ερμηνεύθηκε ως ένας «βελούδινος» εκβιασμός για να πεισθεί η ελληνική κυβέρνηση να υπογράψει το «τρέχον Μνημόνιο» χωρίς αλλαγές, υπό το φάσμα ενός επερχόμενου πιστωτικού στραγγαλισμού. Μια παρόμοια ενέργεια είχε χρησιμοποιηθεί από την ΕΚΤ στην περίπτωση της Ιρλανδίας προκειμένου να αποδεχθεί την ένταξή της σε Μνημόνιο.

Η στάση αυτή αφήνει να διαφανεί ο πολιτικός χαρακτήρας των αποφάσεων της περασμένης Πέμπτης, παρά τη δήλωση Ντράγκι ότι «η ΕΚΤ δεν είναι πολιτικό ίδρυμα αλλά λειτουργεί με κανόνες». Διότι είναι διαφορετικό πράγμα η απαίτηση εφαρμογής τεχνικών ρυθμίσεων από τις ευρωπαϊκές τράπεζες και τελείως άλλο η υφέρπουσα απειλή πιστωτικής ασφυξίας μιας χώρας – μέλους, που έχει τετράμηνη προθεσμία να διαπραγματευθεί ένα νέο συμβόλαιο με τους εταίρους της.

Η απόφαση της ΕΚΤ στην Κύπρο, τέσσερις ημέρες πριν από τη συνάντηση του Eurogroup της Δευτέρας, όπου θα συζητηθεί η λίστα των μεταρρυθμίσεων που αποφασίστηκαν στη συνεδρίαση της 20ής Φεβρουαρίου, περιλαμβάνει τέσσερα θέματα που αφορούν αποκλειστικά την Ελλάδα.

1. Άρνηση αποδοχής αύξησης του ορίου έκδοσης εντόκων γραμματίων του Δημοσίου, που είχε εξαντλήσει η προηγούμενη κυβέρνηση.

2. Άρνηση αποδοχής κρατικών ομολόγων για παροχή ρευστότητας, μέχρις ότου επιτευχθεί συμφωνία στο Eurogroup επί των μεταρρυθμίσεων.

3. Χορήγηση με το σταγονόμετρο μιας συμβολικής αύξησης του ELA, τόσης όση αντιστοιχεί στην άντληση ρευστότητας από την κυβέρνηση για αποπληρωμή της πρώτης δόσης προς το ΔΝΤ.

4. Η συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, που αρχίζει τη Δευτέρα, μετατίθεται για τον Αύγουστο, δηλαδή μετά την αποπληρωμή της δανειακής δόσης προς την ΕΚΤ.

Η απόφαση αυτή εμφανώς ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αυτών που επιζητούν την άσκηση πίεσης στην Ελλάδα προκειμένου να κλείσει γρήγορα τη διαπραγμάτευση για τη νέα λίστα μεταρρυθμίσεων που θα συζητηθεί αύριο στις Βρυξέλλες… Τη δυσφορία της κυβέρνησης για τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εξέφρασε ο κ. Γ. Δραγασάκης. Σε συνέντευξή του, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, αφού υποστήριξε ότι η συμφωνία του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου επετεύχθη με δυσκολία, δεν έκρυψε την ενόχληση της Αθήνας για το γεγονός ότι αυτή η απόφαση «δεν αντανακλάται πλήρως στις αποφάσεις της ΕΚΤ», όπως και ότι η εικόνα που έχει η κυβέρνηση είναι ότι η ΕΚΤ «ήθελε να υπάρξει μια συμφωνία».

Προκειμένου να αποκωδικοποιηθούν τα παραπάνω, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι στο Eurogroup η ελληνική πλευρά επιδιώκει «οι πολίτες να μπορούν πλέον να ζουν χωρίς τον φόβο των ομαδικών απολύσεων, των συνεχών περικοπών σε μισθούς και συντάξεις, της παράλογης, καταχρηστικής και άδικης υπερφορολόγησης πάνω σε ανύπαρκτα εισοδήματα ή απαξιωμένα περιουσιακά στοιχεία». Οι δανειστές, αντίθετα, επιδιώκουν την εφαρμογή μεγάλου μέρους των μεταρρυθμίσεων της «λίστας Χαρδούβελη», που προβλέπει νέα μέτρα συρρίκνωσης του διαθέσιμου εισοδήματος και του κοινωνικού κράτους… Η διαπραγμάτευση, με άλλα λόγια, αφορά το μείγμα των μεταρρυθμίσεων.

Η φρασεολογία των ανακοινώσεων της ΕΚΤ μπορεί να αποπνέει τεχνοκρατικό χαρακτήρα, με τεκμηρίωση στην «επίκληση των κανόνων», όμως δεν κρύβεται το γεγονός ότι επισημαίνει την ανάγκη συμφωνίας στους όρους του προγράμματος με ΔΝΤ και ΕΕ. Υπενθυμίζεται ότι το ίδιο επιχείρημα είχε χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση της Κύπρου τον Μάιο του 2013.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αποφάσεις της ΕΚΤ σχετικά με τους περιορισμούς στην έκδοση εντόκων γραμματίων, την αποδοχή κρατικών ομολόγων χαμηλής διαβάθμισης και τους κανόνες χορήγησης έκτακτης ρευστότητας, υπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του Διευθυντικού Συμβουλίου της, στο πλαίσιο των γενικών κατευθύνσεων των πολιτικών οργάνων της Ένωσης (Συμβούλιο Υπουργών) και του Καταστατικού της.

Η στάση, επομένως, της ΕΚΤ στη συγκεκριμένη συγκυρία, αντί να προωθεί τη σταθερότητα της ελληνικής οικονομίας, ευνοεί συνθήκες αποσταθεροποίησης, καθώς θεωρείται πως δυνητικά ενισχύει τις τάσεις αποδυνάμωσης του τραπεζικού συστήματος. Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ, οριακά και προσωρινά, αφήνει πεδίο ελεύθερο για εξελίξεις σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που επιβάλλει ο θεσμικός της ρόλος. Μια προφανής ερμηνεία της στάσης Ντράγκι είναι ότι η συνεπαγόμενη διακύμανση στις χρηματοπιστωτικές αγορές (τραπεζικό χώρο) δεν ευνοεί τις προσπάθειες που καταβάλει η ελληνική πλευρά για σταθεροποίηση, στη διάρκεια της περιόδου – γέφυρας, ώστε να διαπραγματευθεί σε συνθήκες νηφαλιότητας και ηρεμίας. Ωστόσο έχει ήδη αποδειχθεί πόσο αποτελεσματικό εργαλείο είναι η άσκηση πίεσης στις κυβερνήσεις, μέσω του τραπεζικού συστήματος, για «υποταγή στα κελεύσματα».

Το αποτέλεσμα είναι ότι πολλοί μπορούν να συμπεράνουν πως η ΕΚΤ, άθελά της ίσως, υπονομεύει την εμπιστοσύνη στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, που η ίδια εποπτεύει από το τέλος του περασμένου χρόνου!

Μεγάλος αριθμός ευρωπαίων αναλυτών, με κριτική διάθεση, θεωρεί ότι η ΕΚΤ στη σημερινή συγκυρία υπερβαίνει «συστηματικά» τον θεσμικό της ρόλο, αυτόν δηλαδή της διατήρησης της σταθερότητας προκειμένου να εξασφαλιστεί η «τήρηση των κανόνων», εξ αντικειμένου αναμειγνυόμενη στα εσωτερικά ζητήματα των κρατών – μελών που βρίσκονται σε «προγράμματα». Αυτά τα εσωτερικά ζητήματα συνήθως αφορούν δημοκρατικά ειλημμένες αποφάσεις, όπως το «τέλος της λιτότητας». Είναι αλήθεια ότι δεν βρίσκει κανείς εύκολα επιχειρήματα για να αντικρούσει τέτοιους ισχυρισμούς.

Αύριο, Δευτέρα, στο Eurogroup θα διαπιστώσουμε ποια συνέχεια θα έχει η «ελλιπής αντανάκλαση» των αποφάσεων που διαπίστωσε η ελληνική πλευρά.


Σχολιάστε εδώ