Συρρίκνωση στην εγχώρια αγορά φυσικού αερίου

Αναζητώντας τις ρίζες του προβλήματος, πάμε πίσω στις αρχές του 2000, στον σχεδιασμό της πανευρωπαϊκής ενεργειακής στρατηγικής με σκοπό τη μείωση εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου, ως συνέπεια της εφαρμογής του πρωτοκόλλου του Κιότο. Μάλιστα, προς τον σκοπό αυτό η μεταγενέστερη οδηγία 2009/28/ΕΚ προβλέπει 20% μείωση των αερίων θερμοκηπίου, επιπλέον αύξηση του ποσοστού ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο 20% μέχρι το 2020 και 20% αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Έτσι, το γεγονός ότι η καύση του αερίου είναι πολύ πιο καθαρή από την καύση του άνθρακα και οι μονάδες αερίου λειτουργούν πολύ καλά ως συμπληρωματικές στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, παράγοντας ηλεκτρική ενέργεια όταν αυτές δεν είναι διαθέσιμες, ευνόησε την εξάπλωση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο, δεκαπέντε χρόνια πριν, παρά το υψηλότερο κόστος της.

Έτσι, κάθε χώρα, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, εισήγαγε στο ενεργειακό της μείγμα μονάδες φυσικού αερίου. Όμως, με την έναρξη της κρίσης η ζήτηση ηλεκτρικού έπεσε πανευρωπαϊκά καθιστώντας τις μονάδες αερίου περιττές. Με άλλα λόγια, επαρκούν οι φθηνότερες μονάδες (λιγνιτικές, πυρηνικές) για να καλύψουν τη ζήτηση. Συγχρόνως, η υπερβολικά μεγάλη δυναμικότητα των ΑΠΕ εξοβέλισε τις μονάδες αερίου από την ημερήσια αγορά (περίπτωση Ισπανίας – Ιταλίας πρόσφατα). Σήμερα, πανευρωπαϊκά, οι μονάδες αερίου μπαίνουν ελάχιστα στην ημερήσια αγορά και μόνο για να καλύψουν κυρίως αιχμές ζήτησης.

Η ελληνική πραγματικότητα δεν αποτελεί εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα. Τουναντίον, από το 2004 και μετά ξεκίνησαν να κατασκευάζονται ιδιωτικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, όπως αυτές της Elpedison, του ομίλου Μυτιληναίου, της Motor Oil και της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, μονάδες που συμπλήρωσαν τις αντίστοιχες της ΔΕΗ που προϋπήρχαν. Το αποτέλεσμα ήταν να μπει στο ελληνικό ενεργειακό μείγμα ένα εισαγόμενο καύσιμο το οποίο πληρώνεται σε συνάλλαγμα αντί του σημαντικά φθηνότερου, αλλά, ταυτόχρονα, πιο ρυπογόνου εγχώριου λιγνίτη.

Στα μέσα του 2013, σε μια προσπάθεια άρσης των στρεβλώσεων που συνεισφέρουν στη συσσώρευση ελλειμμάτων στην ημερήσια αγορά ηλεκτρικού, καταργήθηκαν ο Μηχανισμός Ανάκτησης Κόστους και ο μηχανισμός του 30% που πριμοδοτούσαν τις μονάδες αερίου έναντι των άλλων. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθούν κατά πολύ τόσο η συμμετοχή της λιγνιτικής παραγωγής στην ημερήσια αγορά όσο και οι εισαγωγές ηλεκτρικού από τις γειτονικές χώρες και κυρίως από την Ιταλία. Μάλιστα το ισοζύγιο εισαγωγών – εξαγωγών του δεύτερου εξαμήνου 2014, σε σχέση με το δεύτερο εξάμηνο 2013, αυξήθηκε 3,8 φορές, από 1,1 εκ. MWh σε 5,4 εκ. MWh. Έτσι, από το 2012, που ήταν σε ισχύ ο Μηχανισμός Ανάκτησης Κόστους και ο μηχανισμός του 30%, η ζήτηση του κύριου καταναλωτή αερίου έπεσε το 2014 κατά 42%, δηλαδή κατά 1,2 δισ. κυβικά μέτρα.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ηλεκτρισμός με καύση αερίου δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τη χαμηλότερου κόστους λιγνιτική παραγωγή, η προσπάθεια επικεντρώνεται στην εξασφάλιση τιμών προμήθειας αερίου σε τέτοια τιμή ώστε να καταστήσει τις μονάδες ικανές να ανταγωνιστούν τις εισαγωγές ηλεκτρικού. Η προοπτική που δημιούργησε η πρόσφατη υποτίμηση των ενεργειακών προϊόντων παγκοσμίως παρέχει δύο επιλογές:

* Η πρώτη αφορά την τροφοδοσία από τις μακροχρόνιες συμβάσεις που προμηθεύουν τη χώρα, η τιμή των οποίων είναι συνδεδεμένη με την τιμή του πετρελαίου. Οι τιμή του αργού Brent μειώθηκε από τον Ιούλιο του περασμένου έτους κατά 42%, δηλαδή από 105 δολάρια / βαρέλι στα 60 δολάρια / βαρέλι. Η μείωση αυτή αναμένεται να γίνει αισθητή στην τιμή του αερίου στις αρχές του Απριλίου.

* Η δεύτερη αφορά την τροφοδοσία με φορτία υγροποιημένου φυσικού αερίου από την ευκαιριακή αγορά, οι τιμές της οποίας ξεκίνησαν να μειώνονται σημαντικά από τον περασμένο Μάρτιο, λόγω του ήπιου χειμώνα πέρυσι στην Άπω Ανατολή.

Ο Μάρτιος 2014 βρήκε τους εκεί προμηθευτές να έχουν δεσμεύσει περισσότερες ποσότητες από όσες είχαν πραγματικά ανάγκη. Έτσι, υπήρξε μεγάλη διαθεσιμότητα σε ευκαιριακά φορτία με αποτέλεσμα οι τιμές ευκαιριακών φορτίων στην περιοχή μας να πέσουν στα μισά σε σχέση με τον Ιανουάριο 2014. Την ευκαιρία αυτή έχουν ήδη εκμεταλλευτεί κάποιοι μεγάλοι ηλεκτροπαραγωγοί που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά το τελευταίο διάστημα.

Σημειώνεται ότι τα ευεργετήματα από την ύφεση στις τιμές των υδρογονανθράκων παγκοσμίως θα μετριαστούν για την Ευρώπη από τη διολίσθηση του ευρώ έναντι του δολαρίου κατά 10% περίπου, καθώς οι συναλλαγές του αερίου γίνονται σε δολάρια.

Σε κάθε περίπτωση, οι μειώσεις στο κόστος τροφοδοσίας, είτε ποσοτήτων από μακροχρόνιες συμβάσεις είτε από ευκαιριακά φορτία, οφείλουν να δώσουν προοπτική στην ελληνική αγορά τόσο στη χρήση για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας όσο και για βιομηχανική χρήση.


Σχολιάστε εδώ