Λαθρομετανάστευση και μεταναστευτική πολιτική

Η διαβεβαίωση αυτή είναι αφενός καθησυχαστική. Δίνει την ελπίδα ότι και πολιτικές δυνάμεις που υπεστήριζαν στο παρελθόν ακραίες θέσεις για ένα θέμα που είναι πραγματική βόμβα για την Ελλάδα, ίσως να αρχίζουν τώρα να συνειδητοποιούν το μέγεθος του προβλήματος, τις πολλές παραμέτρους που έχει και τους κινδύνους που αντιπροσωπεύει για τη χώρα. Αφετέρου, όμως, το γεγονός ότι δόθηκε εντολή από κάποια σύμβουλο αρμόδιας υπουργού για τη σύνταξη ενός τέτοιου απαράδεκτου εγγράφου, δείχνει σαφώς ότι οι ζηλωτές των ανοικτών συνόρων στη λαθρομετανάστευση, με το πρόσχημα του πολιτικού ασύλου, βρίσκονται κοντά στα κέντρα αποφάσεων και επηρεάζουν τη διαμόρφωση της επίσημης πολιτικής.

Το θέμα δεν είναι κομματικό και δεν πρέπει να εμπλέκεται σε εσωτερικούς κομματικούς και πολιτικούς ανταγωνισμούς. Το θέμα είναι καίρια εθνικό, γιατί από τη διαχείρισή του μπορούν να προληφθούν δεινά και περιπέτειες στο μέλλον, που θα επέλθουν αναπόφευκτα, εάν δεν επιδειχθεί σήμερα η δέουσα προσοχή, σύνεση και στοιχειώδης δραστηριότητα.

Για να αντιμετωπισθεί σωστά ένα πρόβλημα, πρέπει προηγουμένως να διαγνωσθεί σωστά ο χαρακτήρας του. Ποιος είναι ο χαρακτήρας του σημερινού ανεξέλεγκτου κύματος λαθρομεταναστεύσεως; Πρόκειται απλώς περί ενός ανθρωπιστικού προβλήματος προσφύγων, πολιτικά ή θρησκευτικά καταδιωκομένων και θυμάτων διεξαγομένων πολέμων και συγκρούσεων;

Η απάντηση είναι ναι σ’ ένα μέτρο, αλλά και όχι σ’ ένα άλλο μέτρο. Η σημερινή μαζική λαθρομετανάστευση δεν έχει να κάνει μόνο με τους πρόσφυγες. Έχει να κάνει παραλλήλως με τη φτώχεια και τη δυστυχία στον κόσμο και τις τεράστιες διαφορές που υπάρχουν μεταξύ αναπτυγμένων και -κατ’ ευφημισμό- αναπτυσσόμενων χωρών.

Έχει επίσης να κάνει με την πολιτική του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και με την παγκοσμιοποίηση. Η τελευταία θέτει υπεράνω όλων την αγορά και τον διεθνή ανταγωνισμό και επιδιώκει τη σταδιακή διαμόρφωση μιας ενιαίας παγκόσμιας αγοράς. Σε τι συνίσταται μια ενιαία παγκόσμια αγορά; Βασίζεται, προφανώς, στα κύρια στοιχεία που συνιστούν μια αγορά, δηλαδή στο κεφάλαιο, στα προϊόντα και στο εργατικό δυναμικό. Με δεδομένη, ήδη στο Ευρωπαϊκό επίπεδο, την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου και προϊόντων, απομένει, για την ολοκλήρωση της ενιαίας παγκόσμιας αγοράς, η ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων. Η τελευταία δεν είναι εύκολη και δεν μπορεί να προωθηθεί άμεσα. Προωθείται όμως σταδιακά μέσα από την πολιτική των λεγομένων «soft frontiers» («ευέλικτων, εύκαμπτων συνόρων».

Είναι λοιπόν προφανές ότι το σημερινό κύμα της ανεξέλεγκτης λαθρομεταναστεύσεως δεν είναι άσχετο με την παγκοσμιοποίηση και την ταύτιση της Ευρώπης με την πολιτική αυτή. Αυτό εξηγεί και το παράδοξο ότι η Ελλάδα, που ήταν μέχρι προσφάτως χώρα εκπομπής (νομίμων) μεταναστών, έγινε ξαφνικά, μετά το 1990, μετά δηλαδή την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως και την επίσημη υιοθέτηση ως πολιτικής της παγκοσμιοποίησης, χώρα εισβολής λαθρομεταναστών.

Με τα δεδομένα αυτά, πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα της λαθρομεταναστεύσεως; Η απάντηση στο ερώτημα δεν είναι εύκολη γιατί η διαμόρφωση των συγκεκριμένων πολιτικών για την αντιμετώπισή της συγχέεται με τα ιδεολογήματα της παγκοσμιοποίησης, που συγκαλύπτουν τους πραγματικούς στόχους της με την προπαγάνδα για δήθεν κοσμοπολίτικο διεθνισμό, οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα και διεθνιστική, ανθρωπιστική αλληλεγγύη!

Κλασικό παράδειγμα της διφορούμενης αυτής πολιτικής είναι η Ευρωπαϊκή Οδηγία για το Άσυλο, που επιβάλλει κυριολεκτικά πολιτική ανοικτών συνόρων και καθιστά εκ των πραγμάτων εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι ανέφικτο, τον έλεγχο της λαθρομεταναστεύσεως.

Η εφαρμογή, λοιπόν, της Οδηγίας αυτής είναι ολέθρια για τις χώρες, ιδίως, που λειτουργούν ως πύλες εισόδου. Αυτό φαίνεται στην Ελλάδα στην ανάσχεση της λαθρομεταναστεύσεως μετά την ανέγερση του φράχτη στον Έβρο, αλλά και στην έξαρσή της από τα θαλάσσια σύνορα με επίκληση της Οδηγίας για το άσυλο. Όσοι, λοιπόν, νομίζουν ότι θα λύσουν το πρόβλημα παρέχοντας έγγραφα στους λαθρομετανάστες για να μεταβούν σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, παραβλέπουν τον σκοπό και τις πρόνοιες του Κανονισμού του Δουβλίνου ΙΙ και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επεβλήθη στην Ελλάδα.

Με βάση τον Κανονισμό αυτό, οι άλλες χώρες έχουν το δικαίωμα να στείλουν πίσω στην Ελλάδα όσους πάνε σ’ αυτές και δεν τους θέλουν. Εάν τους έχει νομιμοποιήσει η Ελλάδα, θα έχει επίσης μεγαλύτερη δυσκολία να τους επαναπροωθήσει στην πατρίδα τους. Θα πρέπει επίσης να υπομνησθεί στο σημείο αυτό ότι ο επαίσχυντος Κανονισμός του Δουβλίνου ΙΙ επεβλήθη στην Ελλάδα με το πρόσχημα ότι δεν ελέγχει τα σύνορά της, θα ήταν επομένως πολύ ανεδαφικό να πιστεύει κανείς ότι θα μπορούσε παράλληλα να υποστηρίζει πολιτική ανοικτών συνόρων και να ζητά από την άλλη κατάργηση του Δουβλίνου ΙΙ. Αντιθέτως, η Ελλάδα πρέπει να θέσει την άλλη Ευρώπη ενώπιον των αντιφάσεών της. Δεν μπορεί δηλαδή η άλλη Ευρώπη να εμμένει αφενός στον Κανονισμό του Δουβλίνου ΙΙ και να υποστηρίζει αφετέρου την καταχρηστική και ανεδαφική Οδηγία για το Άσυλο, που εμποδίζει ουσιαστικά την Ελλάδα να ασκεί την κυριαρχία της και να ελέγχει τα σύνορά της.

Η Ελλάδα δεν πρέπει να διστάσει να αναστείλει επ’ αόριστον την εφαρμογή της παράλογης αυτής Οδηγίας, επικαλούμενη λόγους εκτάκτων συνθηκών και εθνικής ασφάλειας, και να ζητήσει την έναρξη νέων συνομιλιών για την επανεξέτασή της. Το ίδιο μπορεί να ζητήσει για το Δουβλίνο ΙΙ.

Το πρόβλημα της ανεξέλεγκτης λαθρομεταναστεύσεως είναι μέγα εθνικό θέμα για την Ελλάδα και πρέπει όλοι να το συνειδητοποιήσουν και να ενεργήσουν αναλόγως. Δεν προσφέρεται ούτε για ιδεολογίστικους υπερακοντισμούς ούτε για μυωπικές πολιτικές που δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τον γεωπολιτικό χαρακτήρα του προβλήματος και τους κινδύνους που εγκυμονεί, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία του ακραίου Ισλαμισμού και των επιβουλών της Άγκυρας κατά του Ελληνικού εθνικού χώρου.


Σχολιάστε εδώ