Χταποδάκι, ταραμοσαλάτα και τουρσιά
Ανεξαρτήτως, πάντως, ποιους εξαγνιστικούς συμβολισμούς σηματοδοτεί η «καθαρή» αυτή ημέρα, δεν παύει να είναι μια πανελλήνια γιορτή που τελείται κάθε χρόνο μόλις πέσει η αυλαία της Αποκριάς και κρεμαστούνε ξανά στην ντουλάπα με τις ναφθαλίνες τα σχετικά «ντόμινα και κολομπίνες». Ξεχύνεται τότε ο λαός κι ο λαουτζίκος στην ύπαιθρο, φορτωμένος με «τσουμπλέκια» γεμάτα νηστίσιμα, για να γιορτάσει τα Κούλουμα. Πολλοί γλωσσολόγοι και φιλόλογοι προσπάθησαν να ανακαλύψουν πούθε προέρχεται η ετυμολογία της λέξεως «κούλουμα», όμως κάθε ερμηνεία που δινόταν ήταν τόσο μαλλιοτραβηγμένη που δεν άντεχε πέραν μιας εφήμερης αποδοχής. Μόνον ο γνωστός λογοτέχνης και αθηναιολάτρης Δημήτριος Καμπούρογλους ισχυρίζετο ότι προήρχετο από παραφθορά της λατινικής λέξεως «Columna», που σημαίνει «κολώνα». Διότι εκεί στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, τους αποκαλούμενους γενικώς από τον λαό «κολώνες», μαζεύονταν από παλιά την Καθαρά Δευτέρα η εύανδρος συντεχνία των γαλατάδων της Αθήνας, όπου τρώγοντας, πίνοντας και ρίχνοντας γυροβολιές υπό τους ήχους κλαρίνου και ζουρνά, εόρταζε την… αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Έτσι, μας προέκυψε η λέξη «κούλουμα». Δεν μπορώ φυσικά να γνωρίζω εάν εξακολουθεί και επί των ημερών μας να χρησιμοποιείται ο χώρος για τον εορτασμό του στομαχικού μας εξαγνισμού από τους γραφικούς φουστανελοφόρους επαγγελματίες του γάλακτος ή εάν η «τύρβη» της πολυθόρυβης εκείνης περιοχής τους ανάγκασε να… μεταναστεύσουν. Ενδεχομένως και κάποιοι στενοκέφαλοι του ΕΟΤ να τους εξωπετάξανε από το «άντρον του Διός», πλην όμως πριν από λίγα χρόνια τους είδα συγκεντρωμένους κάτω από τους στύλους να ακολουθούν τη μακροχρόνια παράδοση.
Ανεξαρτήτως όμως από την ετυμολογία της λέξεως, τα Κούλουμα είναι μια ιδιαίτερα αγαπητή στους Έλληνες γιορτή, που εορτάζεται υπαιθρίως, ασχέτως «τι καιρό θα κάνει». Μπορεί ο Μάρτιος, που ποτέ δεν λείπει από τη Σαρακοστή, να θεωρείται ανοιξιάτικος μήνας, εντούτοις συχνότατα είναι «γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης», αλλά ο κοσμάκης αγνοεί το ξεροβόρι και μόνο μια χοντρή νεροποντή μπορεί να τον υποχρεώσει να μείνει και να φάει τα… ντολμαδάκια μέσα στη θαλπωρή του σπιτιού του.
Σύμφωνα με ένα παλιό, που εξακολουθεί να τηρείται, την Καθαρά Δευτέρα μόνο τα κλασικά μπακάλικα επιτρέπεται να είναι ανοικτά. Όλα τα άλλα μαγαζιά είναι κλειστά, χωρίς να εξαιρούνται ούτε τα σούπερ μάρκετ. Ειδικά τα καταστήματα τροφίμων στην κεντρική αγορά της Αθήνας, όπως έχει καθιερωθεί, ανοίγουν από τα μεσάνυχτα της Κυριακής προς τη Δευτέρα, όταν έχει «τελευτήσει», ως η Ζαν ντ’ Αρκ επί της πυράς, ο βασιλεύς καρνάβαλος. Συμπαραστάτης στο ξενύχτι του μπακάλη είναι ο φούρναρης, που από το απόγευμα της Κυριακής πασχίζει να ετοιμάσει τις νοστιμότατες ευωδιαστές λαγάνες, που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Καθαράς Δευτέρας. Τα χρόνια τα παλιά η λαγάνα έπρεπε να είναι «άζυμη», αλλά ο εκλεπτυσμένος και «μη μου άπτου» καταπιόνας μας τη θέλει φουσκωτή και αφράτη, πασπαλισμένη με μπόλικο σουσάμι και κυρίως ζεστή, να καίει. Αλλιώς -»ισχυρίζεται»- δεν μπορεί να τη φάει…
Εκείνη την καλή εποχή, που «άνθιζε» ο θεσμός της οικογένειας, τότε που δεν είχε εισβάλλει ακόμη ο «ντελιβεράς» στα σπίτια μας, η προετοιμασία των σχετικών νηστίσιμων ήταν σκέτη ιεροτελεστία. Αρκετές ημέρες πρωτύτερα, οι νοικοκυρές ανασκουμπώνονταν επιστρατεύοντας τέχνη και φαντασία για να καταρτίσουν το πιο νόστιμο και εντυπωσιακό μενού… Καθώς στο ιδιότυπο πικ νικ, που ουσιαστικά είναι τα Κούλουμα, συμμετείχε ένα μεγάλο μέρος από το σόι, υπήρχε πάντοτε ένας υφέρπων ανταγωνισμός ανάμεσα στις συννυφάδες. Ειδικά οι νιόπαντρες έδιναν εξετάσεις στη… συνομοσπονδία των πεθερικών για τον ευρύ πλούτο του εδεσματολογίου τους. Ο ευκολοφόρετος τίτλος της «ακαμάτρας» κρεμόντανε ως «σπάθη του Δαμοκλέους» επί της κεφαλής της νύφης.
Με εργοστάσιο παρασκευής πολεμικού υλικού σε ώρες ολοκληρωτικού πολέμου έμοιαζε η κουζίνα και του πλέον φτωχικού σπιτιού την παραμονή και την προπαραμονή της Καθαράς Δευτέρας. Χρειαζόταν τέχνη να χτυπηθεί η ταραμοσαλάτα. Να τυλιχτούνε με προσοχή, σφιχτά σφιχτά, τα ντολμαδάκια, μην ανοίξουνε και γίνουμε ρεζίλι στους συμπεθέρους. Να βράσει το χταποδάκι το ξιδάτο, η σπεσιαλιτέ της θείας Ρούλας, που όλοι της ζητάγανε τη συνταγή και μπόλικα άλλα γαστριμαργικά τερψιλαρύγγια, που λόγω της ημέρας όφειλαν να είναι μακράν της κοιλιακής… αμαρτίας. Να μπούνε, τέλος, στα τάπερ οι ελιές καθώς και τα διάφορα θαλασσινά και κοντά τους ο απαραίτητος «ταχινένιος χαλβάς», το «εκ των ων ουκ άνευ» νηστίσιμο έδεσμα. Ύστερα θα συσκευαστούνε όλα σε μια καλαθούνα, θα επιστρατευθεί και μια παλιά κουβέρτα για να χρησιμοποιηθεί ως χαλί πάνω στο γρασίδι και η φαμίλια, κρατώντας τον χαρταετό που θα αμολήσουν, και το μικρό τους το παιδί, θα ξεκινήσουν διά τας εξοχάς.
Το πιο χρήσιμο πράμα που σέρνουνε μαζί τους είναι το παιδί. Αποτελεί ακλόνητο άλλοθι των μεγάλων για τον χαρταετό που αγόρασαν και θα αμολήσουν, βοηθώντας, τάχατες, το παιδί…