Τρίβολοι και παγίδες
Υπάρχουν παγιωμένες θέσεις στην Ευρώπη που στηρίζονται στις ίδιες τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες, που ταυτίσθηκαν με την ιδεολογία του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και την παγκοσμιοποίηση. Η ταύτιση της ιδεολογίας αυτής με τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες, κατέστησε αδιαχώριστη την «οικοδόμηση της Ευρώπης» από την ιδεολογία αυτή. Πάνω σ’ αυτή τη βάση, έγινε και η μετάλλαξη των συντηρητικών κομμάτων της Ευρώπης, όπως, π.χ., της Νέας Δημοκρατίας, από κόμματα της λαϊκής δεξιάς και της μεικτής οικονομίας σε κόμματα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Πάνω στην ίδια βάση έγινε και η μετάλλαξη των Σοσιαλιστικών και Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης, περιλαμβανομένου του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, και η ώσμωση με τα Συντηρητικά κόμματα κάτω από τη σημαία και το πρόσχημα της Ευρωπαϊκής ιδέας.
Το πού οδήγησε και πού οδηγεί την Ευρώπη η ιδεολογία αυτή, είναι φανερό. Η κατάσταση αυτή δίνει το πλεονέκτημα στις πιο ισχυρές και ανταγωνιστικές χώρες, όπως κατ’ εξοχήν είναι η Γερμανία. Υποσκάπτει όμως την προοπτική της πολιτικής ενοποιήσεως, παρά τη ρητορική περί του αντιθέτου, και θέτει σε δεινή θέση τις πιο αδύναμες και λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες – μέλη γιατί τις εκθέτει σε έναν άνισο διεθνή ανταγωνισμό, χωρίς καμιά Ευρωπαϊκή προστασία. Οι δυσκολίες αυτές επιτείνονται από το ενιαίο νόμισμα που καλύπτει οικονομίες με διαφορετική δομή, ανάγκες και ανταγωνιστικότητα. Για τους ισχυρούς της Ευρωζώνης προτεραιότητα έχουν οι δημοσιονομικές ισορροπίες, γιατί αυτές επηρεάζουν το ενιαίο νόμισμα. Η λιτότητα παρουσιάζεται επομένως ως μια ανάγκη εκ των ων ουκ άνευ. Η κοινή ανάπτυξη δεν τίθεται ως προτεραιότητα, γιατί δεν επιβάλλεται από την πολιτική Ένωση, που είναι μετέωρη και με αμφίβολη πλέον προοπτική.
Ο Κεϋνσιανισμός ενταφιάσθηκε από την επιβολή του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού. Δεν μπορούν να υπάρξουν πολιτικές Κεϋνσιανισμού χωρίς συγκεκριμένα όρια. Τα όρια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως συγχέονται με τα όρια της διεθνούς αγοράς, με την πολιτική της παγκοσμιοποίησης. Οι αδύνατες και λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες «νουθετούνται» από τους ισχυρούς εταίρους να γίνουν διεθνώς ανταγωνιστικές, με υποτίμηση του επιπέδου ζωής, αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, που «επιβαρύνει» την ανταγωνιστικότητα και κατεδάφιση των δομών της εθνικής οικονομίας, που θα επιτρέψει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο με κινητήρα τις ξένες πολυεθνικές και τον ξένο οικονομικό έλεγχο.
Τις συνέπειες της πολιτικής αυτής τις είδαμε στην Ελλάδα. Είναι φανερές όμως και σε άλλες χώρες – μέλη, που έχουν εγκλωβισθεί σε στάσιμους ρυθμούς αναπτύξεως και σε υπερδανεισμό, όπως κατά πρώτο λόγο η Ιταλία, αλλά κατά δεύτερο λόγο και η Γαλλία, χώρα με καθοριστική σημασία στην Ευρωπαϊκή οικοδόμηση. Το Ελληνικό πρόβλημα έρχεται να καταδείξει, με την οξύτητά του, την ανάγκη για επανεξέταση των πραγμάτων και για μια νέα πορεία στην Ευρώπη. Η σημερινή, πλεονεκτική για τη Γερμανία, κατάσταση πραγμάτων, δίνει την ψευδαίσθηση στη Γερμανία μιας ηγεμονικής παλινορθώσεως και μιας διαρκούς Γερμανικής ηγεμονικής νέας τάξεως στην Ευρώπη, με όχημα την Ευρωπαϊκή ιδέα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια ιδέα συντηρείται και προχωρεί όταν διατηρεί την πίστη και την ελπίδα ότι υπηρετεί το γενικότερο Ευρωπαϊκό συμφέρον. Εάν κλονισθεί αυτή η πίστη και διαψευσθεί αυτή η ελπίδα, θα αρχίσει αναπόφευκτα μια αντίστροφη μέτρηση για την Ευρωπαϊκή ιδέα, όπως ενσαρκώνεται συγκεκριμένα σήμερα από την υποτιθέμενη Ευρωπαϊκή Ένωση, που εκφυλίζεται σε απλά κοινή αγορά, μέσα σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο μάλιστα πλαίσιο.
Όταν η υποτίμηση του επιπέδου ζωής, η γενικευμένη φτωχοποίηση, η παλινδρόμηση στο παρελθόν σε ό,τι αφορά τα εργατικά δικαιώματα, προχωρούν και διαφαίνονται ως αναπόφευκτη και αναγκαία δήθεν εξέλιξη, η απειλή για έξωση από το ευρώ δεν έχει την ίδια επίδραση που είχε πριν γιατί δεν ταυτίζεται πλέον με την αποκοπή από την προοπτική της αναπτύξεως και της ευημερίας. Αντιθέτως, ταυτίζεται με τη διαιώνιση μιας καταστάσεως συνεχούς λιτότητας χωρίς ελπίδα και προοπτική αναπτύξεως.
Οι προβληματισμοί αυτοί δεν είναι μάταιος λόγος. Αντικατοπτρίζουν μια επείγουσα ανάγκη τα ισχυρά Ευρωπαϊκά κράτη, με πρώτη τη Γερμανία, να αναλογισθούν, με αίσθημα ευρύτερης Ευρωπαϊκής ευθύνης, τα γενικότερα Ευρωπαϊκά συμφέροντα, εάν πράγματι θέλουν να προχωρήσει και να στερεωθεί η σημερινή ελλειμματική Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ευρώπη δεν μπορεί να προχωρήσει με τη σημερινή πολιτική λιτότητας που αποσκοπεί στη διατήρηση μιας δημοσιονομικής ισορροπίας, που καθίσταται ολοένα πιο προβληματική από τη διάβρωση και περαιτέρω συρρίκνωση της παραγωγικής βάσεως και του υπερδανεισμού πολλών χωρών – μελών. Η υγιής δημοσιονομική ισορροπία πρέπει να στηρίζεται πάνω σε έναν σταθερό και επαρκή ρυθμό παραγωγικής αναπτύξεως.
Πώς θα επιτευχθεί αυτή η ανάπτυξη; Είναι συμβιβάσιμη μια τέτοια πολιτική με τη σημερινή πολιτική του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, που αναιρεί ουσιαστικά τα Ευρωπαϊκά όρια και καθιστά προβληματική κάθε ιδέα μιας ολοκληρωμένης Ευρωπαϊκής αναπτυξιακής πολιτικής; Μήπως πρέπει, ως πρώτο βήμα, να εξετασθεί η επιστροφή στην Αρχή της Κοινοτικής Προτιμήσεως, που στηρίζει, σ’ ένα ελάχιστο επίπεδο, την Ευρωπαϊκή και την εθνική παραγωγή; Αυτό όμως θα προϋπόθετε αλλαγές και στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες, που εμπνέονται πλήρως από την ιδεολογία του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Μήπως πρέπει να υπάρξει, ως υποκατάστατο, μεγαλύτερη ανοχή και αρωγή από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε εθνικές αναπτυξιακές πολιτικές και στρατηγικές; Η προοπτική αυτή αντιμετωπίζεται με αποτροπιασμό από τους ιεράρχες της επίσημης Ευρωπαϊκής ιδεολογίας γιατί παρουσιάζεται ως οπισθοδρόμηση στο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής οικοδομήσεως και ως εν δυνάμει αποδομητικό στοιχείο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Η κλεψύδρα όμως του χρόνου προχωρεί και είναι πολύ πιθανόν και εύλογο οι αποφάσεις να παρθούν μονομερώς, εάν δεν υπάρξει γρήγορα μια κοινή και λογική λύση.