Τα παλαίφατα Πατριαρχεία
Η στυγερή πριν από λίγες ημέρες δολοφονία στη Λιβύη των 21 αιγυπτίων χριστιανών από ακραία ισλαμική οργάνωση, που συνδέεται με την οργάνωση Ισλαμικό Κράτος, άφησε για μία ακόμη φορά εμβρόντητη τη διεθνή κοινή γνώμη.
Οι χριστιανοί της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής υφίστανται τις συνέπειες μιας ασκούμενης εις βάρος τους τρομοκρατίας λόγω ενός παραλογισμού και μιας θρησκευτικής μισαλλοδοξίας που ασκείται εξοντωτικά εναντίον τους.
Για τον λόγο αυτόν, το έργο των πρεσβυγενών Πατριαρχείων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, όπου εδρεύουν τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, καθώς και η Μονή Σινά, είναι
ιδιαίτερα βαρύ κατά την παρούσα κρίση.
Τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία αποτελούν το προπύργιο της Ορθοδοξίας στην περιοχή αυτή, όπου περνούν σκληρές δοκιμασίες οι χριστιανοί της περιοχής.
Τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία είναι, σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, το Πατριαρχείο Αντιοχείας και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Κατ’ αντίστιξη, νεοπαγή είναι τα Πατριαρχεία Μόσχας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας.
Από τα τέσσερα πρεσβυγενή τα τρία είναι ελληνογενή και ελληνόφωνα. Το Πατριαρχείο Αντιοχείας ήταν κι αυτό ελληνογενές και ελληνόφωνο μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Από το 1898, όμως, επήλθε ο εξαραβισμός του με τη συμβολή της Ρωσίας και έκτοτε οι κάτοχοι του Θρόνου της «Μεγάλης Θεουπόλεως Αντιοχείας, Συρίας, Αραβίας, Κιλικίας, Ιβηρίας τε και πάσης Ανατολής» είναι αραβόφωνες.
Πάντως, και το Πατριαρχείο Αντιοχείας, όπως και τα λοιπά πρεσβυγενή, είναι ελληνορθόδοξο, οι δε πιστοί του δεν είναι Έλληνες αλλά γηγενείς Άραβες. Είναι οι λεγόμενοι Ρουμ Ορτοντόξ (Rum Ortodox), που αν και αραβόφωνοι αυτοπροσδιορίζονται ως «Ρωμιοί» και θέλουν να εμφανίζονται ότι συνεχίζουν μέχρι σήμερα την ελληνική παρουσία στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου.
Όσον αφορά τώρα τα πρεσβυγενή, ή για να χρησιμοποιήσουμε την εκκλησιαστική ορολογία, τα παλαίφατα Πατριαρχεία, θα πρέπει να αναφερθούμε ιδιαίτερα στο πρώτο τη τάξει μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών, το Οικουμενικό δηλαδή Πατριαρχείο.
Η σχέση μεταξύ των προκαθημένων των Αυτοκέφαλων Ορθόδοξων Εκκλησιών προσδιορίζεται με την αρχή ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης θεωρείται «πρώτος μεταξύ ίσων».
Ιδρυτής της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας τον 1ο αιώνα ήταν ο Απόστολος Ανδρέας, ο οποίος χειροτόνησε τον Απόστολο Στάχυ ως τον πρώτο Επίσκοπο Βυζαντίου (38-54).
Ο πλήρης τίτλος του Οικουμενικού Πατριάρχη είναι «Η Αυτού Θειοτάτη Παναγιότης, ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης», ανέκαθεν δε η ανά τους αιώνες προσφώνησή του είναι «Παναγιώτατος». Σημερινός κάτοχος του πατριαρχικού θρόνου είναι από το 1991 ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο οποίος είναι και ο 270ός στη σειρά διαδοχής των Οικουμενικών Πατριαρχών.
Το Πατριαρχείο διοικείται από τη δωδεκαμελή Ενδημούσα Ιερά Πατριαρχική Σύνοδο, υπό την προεδρία του Πατριάρχη.
Ο τίτλος του Οικουμενικού Πατριάρχη απονέμεται στον εκάστοτε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ο Πατριάρχης είχε την έδρα του στην έδρα των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, οι οποίοι αποκαλούνταν «Δεσπότες της Οικουμένης». Έτσι, ο Πατριάρχης της έδρας των αυτοκρατόρων, κατ’ απομίμηση του αυτοκρατορικού τίτλου, έλαβε τον τίτλο του «Οικουμενικού». Με βάση το προνόμιο που διαθέτει, το Οικουμενικό Πατριαρχείο μπορεί να αποδίδει «αυτοκεφαλία», δηλαδή αυτοδιοίκηση, στις εκκλησιαστικές εκείνες διοικήσεις που πληρούν τα σχετικά κριτήρια.
Είναι γνωστό ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την οικουμενικότητα του Πατριαρχικού Θρόνου, εξακολουθεί δε να αναγνωρίζει την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του μόνον εντός της τουρκικής επικράτειας. Για προφανείς ιστορικούς και θρησκευτικούς λόγους, η πρωτοφανής αυτή ενέργεια των Τούρκων έρχεται σε καταφανή αντίθεση με το καθιερωμένο διεθνές τυπικό που αναγνωρίζει τον Πατριάρχη ως Οικουμενικό, αποδίδοντάς του τον οφειλόμενο σεβασμό, τόσο στο πρόσωπό του όσο και στον θεσμό. Υπενθυμίζουμε ότι ο όρος «Οικουμενικός» που χρησιμοποιείται από τον 6ο αιώνα μ.Χ. αναγνωρίζεται διεθνώς και έχει καθαρά εκκλησιαστικό και πνευματικό περιεχόμενο. Τη διεθνή δε αναγνώριση της οικουμενικότητας πιστοποιούν οι επισκέψεις που πραγματοποιούνται στο Φανάρι όχι μόνο από αρχηγούς κρατών αλλά και από τους εκάστοτε προκαθήμενους της Καθολικής Εκκλησίας, τους Πάπες της Ρώμης.
Τέλος, μια ιστορική λεπτομέρεια που είναι βαθιά χαραγμένη στη συλλογική μνήμη του έθνους: Η κεντρική πύλη του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Φανάρι παραμένει κλειστή και σφραγισμένη αδιάλειπτα επί 194 συνεχή έτη. Είναι μια διαρκής τήρηση πένθους, εις μνήμη του εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’. Στις 10 Απριλίου 1821, αμέσως μετά τη λειτουργία του Πάσχα, ο μαρτυρικός Πατριάρχης συνελήφθη και φυλακίστηκε. Την ίδια ημέρα το απόγευμα απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου παρέμεινε κρεμασμένος για τρεις ημέρες, εξευτελιζόμενος από τον όχλο.
Το σεπτό σώμα του περιφέρθηκε μετά στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και στη συνέχεια ρίχθηκε στον Κεράτιο Κόλπο, μέχρις ότου ο κεφαλονίτης πλοίαρχος Νικόλαος Σκλάβος βρήκε το σκήνωμα και το μετέφερε στην Οδησσό. Εκεί ετάφη στον ελληνικό Ναό της Αγίας Τριάδας, από όπου, 50 χρόνια μετά, μεταφέρθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, όπου ευρίσκεται μέχρι σήμερα.