Μια Ευρώπη υπό ηγεμονία
Η ελληνική κυβέρνηση, διά στόματος του υπουργού Οικονομικών και στη συνέχεια διά του ιδίου του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, διατήρησε την ψυχραιμία της και απέρριψε το εκβιαστικό τελεσίγραφο, δηλώνοντας όμως σαφώς ότι δεν είναι υπέρ μιας ρήξης με τους εταίρους της στο Eurogroup. Ήταν μια υπεύθυνη στάση. Στην ανάγνωση του τελεσιγράφου ο πρόεδρος του Eurogroup δεν ήταν μόνος. Πλαισιωνόταν από τον Επίτροπο της ΕΕ για τα οικονομικά και τη γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, τη συμπαθή Γαλλίδα Κριστίν Λαγκάρντ. Το σκηνικό έμοιαζε με δικαστήριο ή -το ακριβέστερο- στρατοδικείο. Το συμπλήρωμα θα ήταν ο κατηγορούμενος ή ο
υπό εκτέλεση, που όμως έλειπε.
Όποιος έχει ζήσει τις διαδικασίες των ευρωπαϊκών συναντήσεων γνωρίζει καλά τη δύναμη του παρασκηνίου,
όπου διατυπώνονται οι πραγματικές θέσεις αφού, όμως, έχουν εξασφαλισθεί οι αναγκαίες συμμαχίες και συναινέσεις. Ακριβώς αυτό συνέβη και στο Eurogroup της 16ης Φεβρουαρίου. Η ελληνική πλευρά, σύμφωνα με αποκαλύψεις που δεν διαψεύσθηκαν, ήταν έτοιμη να δεχθεί το κείμενο που είχε συνταχθεί από τον γάλλο Επίτροπο, αλλά το κείμενο αυτό αλλοιώθηκε μέσα σε λίγα λεπτά. Ποιος ήταν ο δράστης δεν έχει μεγάλη σημασία.
Αποκαλύφθηκε πάντως σύντομα…
Ήταν το Βερολίνο. Το ερώτημα που τίθεται -και δεν στερείται ενδιαφέροντος- είναι αν η ενέργεια αυτή ήταν παρορμητική ή υπολογισμένη. Αν
υπάρχουν, δηλαδή, βαθύτεροι λόγοι που δεν είναι οικονομικής φύσης. Αυτούς ακριβώς τους λόγους πρέπει να ερευνήσει η ελληνική πλευρά και μαζί όσοι άλλοι ευρωπαίοι ανησυχούν με τις ηγεμονικού τύπου ενέργειες του Βερολίνου. Πιθανόν το Βερολίνο να θέλησε να εκβιάσει την Αθήνα, που, φοβούμενη τις συνέπειες, θα
έσπευδε να αποδεχθεί τα προτεινόμενα με κάποια ανταλλάγματα. Αυτό
όμως δεν φαίνεται να έχει βάση γιατί η ελληνική κυβέρνηση εμμένει, μέχρι στιγμής, στις θέσεις της, έχοντας στη διάθεσή της σοβαρά επιχειρήματα και κυρίως τη μεγάλη στήριξη από τον λαό αλλά και από το εξωτερικό.
Η σύσσωμη, σχεδόν, αντίδραση των γερμανικών ΜΜΕ, και όσων εκφράζουν το γερμανικό κατεστημένο, με
απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς κατά της νέας ελληνικής κυβέρνησης μαρτυρούν ότι οι επικρίσεις έχουν βαθύτερα αιτία. Σίγουρα στη μεγάλη Δημοκρατία του Ρήνου, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, πολλοί δεν είναι ευτυχείς με την άνοδο στην εξουσία του δημοκρατικού -αριστερού, ωστόσο- κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι όλες αυτές οι συντηρητικές δυνάμεις που πίστευαν και εξακολουθούν να πιστεύουν στο τέλος της Ιστορίας όπως το εμπνεύστηκε ο αμερικανός ιστορικός Φουκουγιάμα (ο οποίος το έχει
ήδη απαρνηθεί). Επίσης, είναι πολύ πιθανό το γερμανικό πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο να ενοχλήθηκε σφόδρα από το γεγονός ότι η Ελλάδα τόλμησε να εγείρει, επισήμως, το θέμα του κατοχικού δανείου που φέρνει στη μνήμη τα φαντάσματα του παρελθόντος. Όλες αυτές οι εκδοχές για την ερμηνεία της γερμανικής στάσης έναντι της Ελλάδος μπορούν να κατανοηθούν και να αντιμετωπισθούν.
Θα ήταν όμως πολύ ανησυχητικό, και όχι μόνο για την Ελλάδα, αν το Βερολίνο ενεργούσε βάσει σχεδίου για ανακατατάξεις στην Ευρώπη, στη λογική ότι αυτή η Ευρώπη δεν συμφέρει άλλο και πρέπει να αλλάξει. Αλλά προς ποια κατεύθυνση. Η Ελλάδα είναι πολύ μικρή χώρα. Χρειάζεται προσοχή και σύνεση στην αντιμετώπιση της παρούσας κατάστασης, στοιχεία που φαίνεται να μη λείπουν από την κυβέρνηση. Οφείλει, ωστόσο, να αναπτύξει επαφές και να αναλύσει με προσοχή και εις βάθος την κατάσταση στον γεωπολιτικό μας περίγυρο. Μαζί με άλλες χώρες, ιδιαίτερα αυτές του ευρωπαϊκού Νότου, να αντισταθούν και να καταδείξουν ότι η ΕΕ υπό την ηγεμονία μίας μόνο χώρας ισοδυναμεί με μια Ευρώπη χωρίς λαούς.