Προγραμματικές δηλώσεις εφ’ όλης της ύλης
Είναι γεγονός ότι οι μνημονιακές κυβερνήσεις άφησαν παντού ερείπια, ακολουθώντας τυφλά τις καταστροφικές συνταγές της «τρόικας» χωρίς καμιά διαπραγμάτευση ή αντίδραση. Και τώρα ασφαλώς πρέπει να εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα ανόρθωσης των πάντων. Και αυτό είναι επείγουσα προτεραιότητα για την ανασυγκρότηση της ελληνικής Πολιτείας. Ποιοι θα βοηθήσουν στην προσπάθεια αυτή; Και πώς θα βρεθούν οι απαραίτητοι πόροι για να καλυφτούν οι δαπάνες ανασυγκρότησης του κράτους και ενίσχυσης των χαμηλών εισοδημάτων που έχουν καταληστευθεί από τις μνημονιακές κυβερνήσεις; Από τις προγραμματικές δηλώσεις προκύπτει ότι η κυβέρνηση την «πάσαν ελπίδα της» την εναποθέτει στην εξεύρεση πόρων από: α) Τον περιορισμό ορισμένων πολυτελών και αδικαιολόγητων δημοσίων δαπανών (όπως για παράδειγμα ο περιορισμός των «συμβούλων» στα υπουργεία, ο περιορισμός του αριθμού των κρατικών αυτοκινήτων, κατάργηση ορισμένων προνομίων κ.λπ. β) Από τον περιορισμό (ή πάταξη) της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής. Πολύ σωστό το μέτρο αυτό, αλλά κατά μεγάλο ποσοστό δεν είναι άμεσης εισπρακτικής απόδοσης. Σε βάθος χρόνου αποδίδει. Όμως οι δημόσιες δαπάνες τρέχουν συνεχώς. Και όπως είναι γνωστό οι μνημονιακές κυβερνήσεις έδειξαν αδιαφορία στον τομέα αυτόν (παράδειγμα η μη αξιοποίηση της λίστας Λαγκάρντ, που γύριζε από συρτάρι σε συρτάρι χωρίς αξιοποίηση). Πολλές «λίστες ληστών» παραμένουν χωρίς καμία έρευνα. Και τούτο φαίνεται να οφείλεται στο ότι στους καταλόγους αυτούς υπάρχουν ονόματα «δικών μας παιδιών». Είναι ένα από τα πολλά προνόμια που έχουν εξασφαλίσει «οι Ηρακλείς του Συστήματος». Και γ) Από δανεισμό από διάφορες πηγές (εσωτερικές ή εξωτερικές πηγές). Ο πρωθυπουργός διαβεβαίωσε την πίστη του στην παραμονή της χώρας μας στην Ευρωζώνη. Όμως πρέπει να έχει υπόψη του ότι το ζητούμενο σήμερα για την Ελλάδα είναι η ανάπτυξη, για να διώξουμε την ύφεση και τη φτώχεια. Και μέσα στην Ευρωζώνη ανάπτυξη για τη σημερινή Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει. Και τούτο γιατί η πολυδιαφημισμένη οικονομική και νομισματική ένωση του ευρώ δεν είναι παρά μόνον νομισματική ένωση και καθόλου οικονομική. Και μέσα σ’ αυτή τη ζώνη του κοινού νομίσματος, χωρίς προπαρασκευή και με ψεύτικά στοιχεία, μας έβαλε ο Σημίτης. Βρεθήκαμε στην ανάγκη να παλέψουμε με οικονομίες υπέρτερες, σε οικονομική δύναμη και σε τεχνολογικό επίπεδο και επομένως και με υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας. Σε μια τέτοια ζώνη κοινού νομίσματος οι ισχυρές οικονομίες εύκολα καταλαμβάνουν δεσπόζουσα θέση και οι ασθενείς οικονομίες δουλεύουσα θέση και το τελικό αποτέλεσμα είναι να καταδικάζονται σε στασιμοπληθωρισμό και σε υπερχρέωση. Η σημερινή λοιπόν οικονομική κατάσταση της χώρας μας έχει, κατά τη γνώμη μας, τις ρίζες της στην ένταξή μας σε μια ζώνη κοινού νομίσματος με αθωράκιστη οικονομία. Μια ζώνη στην οποία κυριαρχεί το δίκαιο του ισχυροτέρου (κράτους), η διαπλοκή με την ντόπια και ξένη οικονομική ελίτ και η αμαρτωλή χρηματοπιστωτική αγορά (κερδοσκοπικά κεφάλαια και αναξιόπιστοι οίκοι αξιολόγησης των οικονομιών). Επομένως, μέσα σ’ αυτήν τη ζώνη κοινού νομίσματος η ανάπτυξη για την Ελλάδα είναι όνειρο απατηλό. Το ελπιδοφόρο είναι η διαβεβαίωση του κ. πρωθυπουργού ότι θα συσταθούν εξεταστικές επιτροπές για τη διερεύνηση διαφόρων προβλημάτων, μεταξύ των οποίων είναι και το θέμα της υπερχρέωσης που κατέληξε στην υπαγωγή της χώρας μας στην «τρόικα» και στα Μνημόνια. Πιστεύουμε ότι η έρευνα θα ξεκινήσει από την προετοιμασία της Ελλάδος για την ένταξη στο ευρώ. Και τούτο για να διαπιστωθεί εάν υπάρχουν και ποινικές ευθύνες και σε ποιους κυβερνητικούς αξιωματούχους της εποχής εκείνης. Πάντως δεν συμφωνούμε καθόλου με την άποψη της παραμονής της χώρας μας στο ευρώ πάση θυσία. Εάν η Ευρωζώνη δεν δεχθεί μέτρα ανακούφισης του λαού, η «πάσα θυσία» θα είναι η γενοκτονία σε βάρος του ελληνικού λαού. Και αυτό πρέπει να το αντιληφθούν όλοι, όσο νωρίτερα τόσο το καλύτερο.
Περιμέναμε ότι στις προγραμματικές δηλώσεις ο πρωθυπουργός θα επεσήμανε την ανάγκη τροποποίησης του κρατικού προϋπολογισμού του 2015. Είναι γεγονός ότι ο φετινός προϋπολογισμός είναι εντελώς εξωπραγματικός, γιατί οι παραδοχές πάνω στις οποίες στηρίχτηκε η κατάρτισή του είναι απραγματοποίητες (όπως π.χ. ο αφάνταστα υψηλός ρυθμός ανάπτυξης, η αύξηση φορολογικών εσόδων, το πρωτογενές πλεόνασμα κ.λπ.). Για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας η απελθούσα συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου κατάρτισε έναν μετέωρο κρατικό προϋπολογισμό, για να δείξει σε όλους ότι πέτυχε να διώξει την ύφεση, να φέρει την ανάπτυξη και επομένως έφτασε η χώρα μας σε δημοσιονομική εξυγίανση. Ένας τέτοιος προϋπολογισμός έχει ανάγκη προσαρμογής στην πραγματικότητα, αλλά και στην ευθυγράμμιση με τις δαπάνες που απαιτούνται για την υλοποίηση του κυβερνητικού προγράμματος. Η κατάθεση συμπληρωματικού (τροποποιητικού) κρατικού προϋπολογισμού είναι αναγκαία και μάλιστα με αναπτυξιακή προοπτική και με άμεστες φορολογικές ελαφρύνσεις, για να αισθανθεί ο λαός ανακούφιση από τα φορολογικά σφυροκοπήματα των μνημονιακών κυβερνήσεων. Η φορολογία την τελευταία πενταετία κατάντησε κρατική ληστεία σε βάρος των έντιμων και συνεπώς φορολογουμένων της μεσαίας τάξης, που την έφεραν στα πρόθυρα της εξαφάνισης.
Πέραν αυτών υπάρχει και έντονο πρόβλημα κάλυψης των δανειακών αναγκών, τουλάχιστον για το πρώτο εξάμηνο της φετινής χρονιάς. Στις προγραμματικές δηλώσεις δεν αναφέρθηκε στο πρόβλημα αυτό ο πρωθυπουργός. Ο υπουργός Άμυνας κ. Καμμένος δήλωσε ότι η κυβέρνηση έχει καταρτίσει για το θέμα αυτό το plan B’ που προβλέπει στροφή προς ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία για δανεισμό του Δημοσίου. Πολύ σωστή και επωφελής για τη χώρα μας αυτή η εναλλακτική λύση. Και φυσικά οι χώρες αυτές δεν θα χαλκεύσουν δεσμά μνημονιακού τύπου, γιατί διαισθάνονται ότι η στέρηση (της πλειοψηφίας) του ελληνικού λαού ξεπέρασε ήδη τα όρια αντοχής.
Αυτά είχαμε να πούμε για τις αρκετά ικανοποιητικές προγραμματικές δηλώσεις. Και θα θέλαμε ακόμη να υπενθυμίσουμε στον πρωθυπουργό ότι ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε υποσχεθεί και αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών, ώστε να σταματήσει να προσβάλει το περί δικαίου αίσθημα. Το ίδιο ισχύει και για τον νόμο του Σαμαρά που χορηγεί αμνηστία στις ποινικές ευθύνες των αξιωματούχων του ευρύτερου δημόσιου τομέα.