«…και έσονται οι δύο εις σάρκα μία!»
Επομένως, διαβάζοντας αυτές τις πρώτες αποτρεπτικές αράδες, καλά θα κάνει ο επίμονος αναγνώστης να τους γυρίσει την πλάτη, να πάρει δρόμο και να στραφεί προς τις άλλες, τις πάντα γεμάτες με πλούσια ύλη, στήλες της κυριακάτικης εφημερίδας «Το Παρόν», της «πιο εφημερίδας» που υπάρχει σήμερα στο πάνθεον του ελληνικού Τύπου. Και γίνεται η παρούσα πληροφόρηση στους φίλους που συνήθως μας διαβάζουν, διότι σήμερα, κατ’ εξαίρεση, τούτο το κείμενο είναι καθαρά προσωπικό, γραμμένο από εμένα για Εκείνη που δεν υπάρχει πια, προορισμένο να το διαβάζω μονάχα εγώ με σκοπό να μην αφήνω την πληγή να επουλώσει.
Να το διαβάζω παρέα με την καινούρια σύντροφό μου στη ζωή, που τη λένε Μοναξιά, ενώ μια πληθώρα τύψεις θα με κατατρώνε σαν πιράνχας, για να μην αφήνουν τη θύμηση να ξαποστάσει. Και πώς να ξαποστάσει όταν πρέπει να λογοδοτείς στον εαυτούλη σου συνέχεια, πότε για ό,τι ανεπίτρεπτο έκανες και πότε -το χειρότερο- για ό,τι δεν έκανες και για τα τόσα «όχι» που δίχως λόγο ξεστόμιζες, από μια ψυχική κακομοιριά. Και τι σου ζητούσε η φουκαριάρα: Για μια βολτίτσα στην παραλία σε παρακάλαγε, να χαρεί το ηλιοβασίλεμα. Κι άλλοτε πάλιν επιθυμούσε ένα φτωχικό σινεμαδάκι με κάποιο έργο σαν εκείνα που βλέπαμε στο «Αττικόν» και στον «Ορφέα» στα πρώτα ραντεβού μας τα ευτυχισμένα εκείνα χρόνια. Και εγώ απέφευγα, επειδή βαριόμουνα, και της ξεφούρνιζα ένα κάρο ψέματα που γεννούσε η γκλάβα μου για να μη χαλάσω το χουζούρι μου…
Και ήρθε η ημέρα που την είδα ξαπλωμένη στο κρεβάτι της «εντατικής», τυλιγμένη με σωληνάκια και καλώδια, πλαισιωμένη από περίεργα μηχανήματα Έστελνε στη φλέβα της ο ορός, σταγόνα σταγόνα, το ζωογόνο υγρό του. Η μάσκα του οξυγόνου κάλυπτε το μισό της πρόσωπο, προσαρμοσμένη στη μύτη και το στόμα της. Και το αέριο που διέφευγε σύριζε σαν την «μπουρού» του βαποριού που ετοιμάζεται να σαλπάρει, ενώ δίπλα της το μόνιτορ κατέγραφε με νούμερα και καμπύλες τις αναπνοές της.
Στο πλάι της η νοσηλεύτρια το παρακολουθούσε και «διάβαζε τη γλώσσα τους» σοβαρή και αμίλητη, καθώς καταλάβαινε όσα αρνιόμουν εγώ να καταλάβω. Της έπιασα και της έσφιξα το χέρι. Ένιωσα μιαν ανεπαίσθητη ανταπόκριση. Είχε κλειστά τα πανέμορφα εκείνα πράσινα μάτια της σαν να ονειρευόταν. Το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με το βλέμμα της Παναγιάς από το μικρό εικόνισμα που της παραστεκόταν στο προσκεφάλι. Διέγνωσα να μου δίνει κουράγιο. Σαν να μου έλεγε «Μη φοβάσαι. Θα ζήσει.
Εγώ είμαι εδώ!» Αναθάρρησα και την ευχαρίστησα από τα βάθη της ψυχής μου. Πλανήθηκα.
Και τότε κατάλαβα τη σημασία των λόγων του παπά στο μυστήριο του γάμου μας: «Και έσονται οι δύο εις σάρκα μία…». Κατάλαβα ότι αυτό το εδάφιο της Αγίας Γραφής, το οποίον προκαλούσε πονηρά μειδιάματα σε πολλούς παρισταμένους και κάποτε «ερυθήματα εις τας παρειάς» της νύφης», δεν εννοούσε την «πρώτη νύχτα» που ακολουθούσε, αλλά χρόνια και ζαμάνια αργότερα, όπως τώρα ας πούμε, όπου Εκείνος και Εκείνη έχουνε συγχωνευτεί σε άτομο ένα. Ένα μυαλό, μια καρδιά, ένας πόνος, μια χαρά και μια θλίψη. Αλλά και πολλές προσευχές με ευλάβεια μπροστά στο εικονοστάσι για την υγεία του «ανθρώπου του», του άλλου «εγώ του». Πολλές προσευχές και τάματα πολλά για να γίνει το θαύμα…
Και εκεί, πλάι στην άρρωστη, άφησα τη σκέψη μου να γυρίσει στην πρώτη μας συνάντηση στο ζαχαροπλαστείο του Μιχαηλίδη, στη «στροφή Νέας Σμύρνης», εκείνο το απόγευμα του Ιουλίου. Θυμήθηκα τον πρώτο μας χορό στις «Φιστικιές», ένα γλυκό και ανθρώπινο κεντράκι, όπου στην ταράτσα του, με τα πολύχρωμα λαμπιόνια, την έσφιξα στην αγκαλιά μου και χορέψαμε το «Blue tango», που τότε ήταν της μόδας, και το «A media Luz». Ακολούθησαν εκδρομές στην ερημική και εξοχική τότε Ραφήνα, με τα «σκυφτά» από τους βοριάδες πεύκα και στην άκρη του μόλου, στην εντοιχισμένη πλώρη του γερμανικού πετροκάραβου.
Και άλλοτε πάλι στο Μικρό Καβούρι της Βουλιαγμένης, πριν την καταβροχθίσουν τα τουριστικά παμφάγα. Ταβερνάκια, θεατράκια και βολτούλες πιασμένοι αγκαζέ. Μέρες γεμάτες ευτυχία. Και ήτανε εκείνη ετών είκοσι και ενός, εγώ δε 24άρης. Παντρευτήκαμε και περάσαμε μαζί 62 χρόνια που μας ένωσαν σε σάρκα μία.
Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Μια σωστή Κυρία. Καλή νοικοκυρά, αφέντρα του σπιτικού της, με μια καρδιά που ξεχείλιζε καλοσύνη. Μια γυναίκα που υπερήφανα δήλωνε: «Γεννήθηκα στην Αθήνα!»
Καλή μας αντάμωση, αγάπη μου…