Ανηφορική, αλλά επιβεβλημένη η πορεία για την ανάταξη της χώρας

Η δική τους θεωρία βασίζεται στον ισχυρισμό ότι, πρώτον, η Ελλάδα δεν πρέπει να μέμφεται παρά τον εαυτό της, γιατί η ίδια έχει την ευθύνη για όσα υφίσταται και, δεύτερον, ότι το πρόγραμμα δεν απέτυχε. Έχει επιτύχει τη δημοσιονομική εξυγίανση, την εξάλειψη των ελλειμμάτων και την επίτευξη πλεονάσματος και ότι απομένει η ολοκλήρωση των δομικών «μεταρρυθμίσεων», που θα ανοίξουν τον δρόμο για την ανάπτυξη!

Η θεωρία αυτή είχε γίνει επίσημο δόγμα και της προηγουμένης κυβερνήσεως και των ομοϊδεατών της σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες του Νότου.

Πίσω από τη θεωρία αυτή κρύβεται η λογική, που έχει κυριαρχήσει στην Ευρώπη, μετά την ταύτισή της με τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση. Η εξέλιξη αυτή ευνοεί, προφανώς, τις ισχυρότερες χώρες, με πρώτη τη Γερμανία. Η πολιτική αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία αναπτύχθηκε ο Γερμανικός οικονομικός ηγεμονισμός, που εξελίσσεται αναπόφευκτα και σε πολιτικό ηγεμονισμό στην Ευρώπη.

Την πολιτική αυτή δεν την εισήγαγε η Γερμανία. Έχει τις ρίζες της στη νεοφιλελεύθερη πολιτική, που είχαν εισαγάγει η Μάργκαρετ Θάτσερ στη Μ. Βρετανία και ο Ρόναλντ Ρίγκαν στις ΗΠΑ. Η πολιτική αυτή, με κινητήρα τη χρηματιστική οικονομία, μετεξελίχθηκε, στη δεκαετία του ’90, στη γνωστή παγκοσμιοποίηση, ως όχημα μιας υπερφίαλης Αμερικανικής πολιτικής για παγκόσμια ηγεμονία.

Στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής, η Ευρώπη υπολαμβανόταν ως γεωπολιτικός εταίρος των ΗΠΑ, χωρίς δική της γεωπολιτική αυτονομία. Στο ίδιο πνεύμα, άρχισε επίσης να καλλιεργείται η ιδέα της τελωνειακής ενώσεως Ευρώπης και ΗΠΑ, που θα συμπληρώσει τους δύο πυλώνες της Ευρω-Ατλαντικής ενότητας, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα ολοκληρώσει τη μετάλλαξη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως σε Ευρω-Ατλαντική Ένωση.

Η υψηλή αυτή στρατηγική δεν είναι απαλλαγμένη από αντιφάσεις. Μια απ’ αυτές είναι καταφανής στις πιέσεις που ασκούν οι ΗΠΑ στην Ευρώπη για την αποτροπή αναπτύξεως στρατηγικών σχέσεων με τη Ρωσία, όταν η δυναμική και η λογική των Ευρωπαϊκών συμφερόντων υπαγορεύει το αντίθετο. Μια άλλη είναι η οικονομική πολιτική λιτότητας που προκρίνει, για δικούς της εγωιστικούς λόγους, η Γερμανία, πιστεύοντας ότι η πολιτική αυτή την προφυλάσσει από τους κινδύνους που αντιπροσωπεύουν γι’ αυτήν οι οικονομικές αδυναμίες και τα ελλείμματα των ασθενεστέρων εταίρων. Η πολιτική όμως αυτή της Γερμανίας δεν είναι άσχετη επίσης με ηγεμονικούς σχεδιασμούς και υστεροβουλίες, που αφορούν την κατάκτηση δεσπόζουσας θέσεως στις ασθενέστερες χώρες – μέλη και χρησιμοποιήσεως των εθνικών τους πόρων για την ενίσχυση της δικής της διεθνούς ανταγωνιστικότητας.

Η πολιτική της λιτότητας, στην οποία προεξάρχει το οικονομικά ισχυρότερο μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, δεν είναι άσχετη με το γεγονός ότι η πολιτική ενοποίηση έμεινε μετέωρη, παρά την εισαγωγή ενιαίου νομίσματος, που λογικά προϋποθέτει ενιαία πολιτική αρχή και βούληση. Μια πραγματικά πολιτικά ενοποιημένη Ευρώπη επιβάλλει κοινή ανάπτυξη και αλληλεγγύη. Η κοινή αγορά, από μόνη της, δεν διασφαλίζει πολιτική ενοποίηση και οδηγεί εκ των πραγμάτων σε άνιση ανάπτυξη σε βάρος των ασθενεστέρων χωρών. Οδηγεί επίσης σε αυστηρή πολιτική λιτότητα για να διασφαλίζεται η αναγκαία δημοσιονομική ισορροπία και εναρμόνιση που απαιτεί το ενιαίο νόμισμα.

Η πολιτική λιτότητας στην Ευρώπη δημιουργεί επίσης προβλήματα σε διεθνές επίπεδο, γιατί περιορίζει τη ζήτηση και ενισχύει τους κινδύνους υφέσεως. Οι ΗΠΑ ασκούν για τον λόγο αυτό ισχυρές πιέσεις στο Βερολίνο για τη χαλάρωση της πολιτικής αυτής και την ανακούφιση των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου. Τα προβλήματα των τελευταίων μπορούν να μεταλλαχθούν, επιπλέον, σε γεωπολιτικά προβλήματα και να απειλήσουν την Αμερικανική στρατηγική αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Μέσα σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, το Ελληνικό πρόβλημα αποκτά παραδειγματικό χαρακτήρα και παίρνει διαστάσεις δυσανάλογες με το οικονομικό και το πολιτικό εκτόπισμα της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελλάδα, μέσα από τα δικά της προβλήματα και την άρνησή της να δεχθεί ως πεπρωμένο μια ταπεινωτική και ανάξια θέση που της επιφυλάσσουν οι ισχυροί εταίροι της, με επικεφαλής τη Γερμανία, γίνεται καταλύτης για να τεθούν επί τάπητος πολύ μεγαλύτερα και καθοριστικά προβλήματα, που αφορούν την πορεία και την προοπτική της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, τις σχέσεις ΗΠΑ – Ευρώπης και τις σχέσεις Ευρώπης – Ρωσίας.

Είναι πιθανόν στο νέο Eurogroup της Δευτέρας 16ης Φεβρουαρίου να επιτευχθεί η συμφωνία που δεν επετεύχθη στο Eurogroup της 11ης Φεβρουαρίου. Η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει σταθερή στα ουσιώδη, που αποκρυσταλλώνονται στις καταστροφικές αποτυχίες του προγράμματος που της επεβλήθη. Προφανώς, πρέπει να προχωρήσει η ίδια στις αναγκαίες και καλώς νοούμενες μεταρρυθμίσεις, που έχουν ως αντικείμενο την αποτελεσματική, δημιουργική και χρηστή λειτουργία του κράτους. Πρέπει όμως να απορρίψει αποφασιστικά τις παρουσιαζόμενες ως δήθεν «μεταρρυθμίσεις», που αποσκοπούν στο ξεπούλημα του εθνικού πλούτου της χώρας και στην παράδοσή του σε ξένες πολυεθνικές με ψευδοϊδεολογήματα για δήθεν «επενδύσεις» και «ανάπτυξη». Οι ξένες επενδύσεις είναι ευπρόσδεκτες εφόσον αφορούν παραγωγικά έργα, δεν είναι λεόντειες σε βάρος της Ελληνικής πλευράς και εντάσσονται σε μια εθνική αναπτυξιακή στρατηγική.

Η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών στη Μόσχα και το μήνυμα που εξέπεμψε για ένα νέο ξεκίνημα στις Ελληνο-Ρωσικές σχέσεις, σε όλους τους τομείς, είναι μια αναγκαία και επιβεβλημένη κίνηση. Η Ελλάδα έχει μπροστά της μια δύσκολη ανηφορική πορεία. Πρέπει όμως να παραμείνει σταθερή, να διατηρήσει την ευρύτατη εθνική υποστήριξη που έχει για την απαλλαγή της χώρας από μια καταστροφική πολιτική και τη χάραξη μιας νέας πορείας και είναι βέβαιο ότι προς την κατεύθυνση αυτή οι ελπίδες και οι προσδοκίες μπορούν να ευοδωθούν.


Σχολιάστε εδώ