Άγρια σύγκρουση στο αυριανό Eurogroup!
Η αισιοδοξία για έναν αμοιβαίως επωφελή συμβιβασμό στο Eurogroup, που επικράτησε το πρωί της Παρασκευής και έφερε ενθουσιασμό στις αγορές, είχε αφορμή την έναρξη συνομιλιών σε τεχνικό επίπεδο, στις Βρυξέλλες, ανάμεσα σε ελληνική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, και στην αντιπροσωπεία των «θεσμών», με επικεφαλής τον πρόεδρο του Euro Working Group Τόμας Βίζερ, και συμμετέχοντες τους τρεις γνωστούς εκπροσώπους της «τρόικας». Κυβερνητικές πηγές τονίζουν ότι η έναρξη αυτών των συνομιλιών απέδειξε ότι δεν ήλθε η καταστροφή, επειδή στο έκτακτο Eurogroup η ελληνική πλευρά επέμεινε μέχρι τέλους να μην προσυπογράψει την παράταση του Μνημονίου.
Κατά τις ίδιες πληροφορίες, όμως, δεν θα πρέπει να παρερμηνεύεται αυτή η συζήτηση σε τεχνικό επίπεδο: Είναι μόνο μια καταγραφή σημείων σύγκλισης και σημείων απόκλισης, ανάμεσα στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και στο ισχύον Μνημόνιο, ώστε να υπάρξει στο Eurogroup μια καθαρή εικόνα, μέσα από δύο διαφορετικά έγγραφα, που θα υποβάλουν η ελληνική αντιπροσωπεία και η Κομισιόν.
Μεγάλη απόσταση
Όμως, αυτή η πρώτη «αναγνώριση εδάφους» απλώς ανέδειξε το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στο σκληρό πρόγραμμα λιτότητας του Μνημονίου και στο σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για επανεκκίνηση της οικονομίας και αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. «Η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται», επισημαίνουν κυβερνητικές πηγές, «ότι υπάρχουν σημεία όπου δεν υπάρχει κοινή αντίληψη. Όπως για παράδειγμα η “μεταρρύθμιση” στην υγεία, οι απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων, το συνταξιοδοτικό σύστημα».
Πληροφορίες του «Π» αναφέρουν, εξάλλου, ότι τεράστιο είναι το χάσμα στα δημοσιονομικά θέματα: Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ προβλέπει την άμεση κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και την αύξηση του αφορολόγητου ορίου στα 12.000, δύο μέτρα που έχουν συνολικό δημοσιονομικό κόστος της τάξεως των 4 δισ. ευρώ. Οι «θεσμοί» των πιστωτών (αυτό είναι το νέο όνομα της «τρόικας») απαίτησαν εισπρακτικά μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος, αλλά δεν ικανοποιήθηκαν από τις σχετικές προτάσεις.
Ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, «φωτογράφισε» το αδιέξοδο, δηλώνοντας: «Είμαι πολύ απαισιόδοξος όσον αφορά την προσπάθεια επίτευξης μιας χειροπιαστής συμφωνίας τη Δευτέρα. Οι Έλληνες έχουν πολύ μεγάλες φιλοδοξίες αλλά οι δυνατότητες, δοθείσης της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, είναι περιορισμένες».
«Παράταση και τροποποίηση»
Οι διερευνητικές επαφές σε τεχνικό επίπεδο άρχισαν με μια βασική πολιτική υπόθεση: ότι θα μπορούσε να υπάρξει ένας συμβιβασμός, στη βάση του «extend and amend» (παράταση και τροποποίηση). Δηλαδή, να υποχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση, υποβάλλοντας το αίτημα για παράταση του Μνημονίου, με ταυτόχρονη συμφωνία, όμως, ότι η τελική αξιολόγηση δεν θα έκλεινε με βάση τα μέτρα που προβλέπονταν στο Μνημόνιο, αλλά με βάση ένα νέο μείγμα, που θα βασιζόταν κατά 70% στα μέτρα του Μνημονίου που μπορεί να δεχθεί η κυβέρνηση και κατά 30% στις δικές της προτάσεις. Όμως, πριν ακόμη διαπιστωθεί η μεγάλη απόκλιση των δύο πλευρών από τα τεχνικά κλιμάκια, αυτή η πολιτική υπόθεση «τορπιλίστηκε» δύο φορές από τους Γερμανούς: Πρώτα από τον Β. Σόιμπλε, που μπλόκαρε στο Eurogroup το σχέδιο κοινής ανακοίνωσης στο πνεύμα του «extend and amend» και, ακολούθως, από την Άνγκελα Μέρκελ, που δήλωσε μετά τη Σύνοδο Κορυφής ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει δύο επιλογές: Ή να εφαρμόσει μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου όλα τα μέτρα που προέβλεπε το Μνημόνιο, στο πλαίσιο της τελευταίας αξιολόγησης, ή να ζητήσει παράταση του προγράμματος.
Πρόκειται για έναν «πόλεμο για ένα χαρτί», δηλαδή για το έγγραφο αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για παράταση του Μνημονίου, που όμως πίσω του κρύβει πολύ σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις. Αν το Μνημόνιο τροποποιηθεί δραστικά ή απλώς αφεθεί να λήξει στις 28 Φεβρουαρίου, χωρίς το «τελετουργικό» της τελευταίας αξιολόγησης, θα τεθεί για πρώτη φορά σε αμφισβήτηση η τυπική υπόσταση των Μνημονίων, με τα οποία η Γερμανία έχει αποφασίσει ότι θα διαχειρισθεί όλες τις περιπτώσεις χορήγησης δανείων σε «προβληματικές» χώρες της Ευρωζώνης. Αν δημιουργηθεί στην Ελλάδα προηγούμενο, όπου μια νέα κυβέρνηση ξεφεύγει από το τυπικό πλαίσιο του Μνημονίου, οι Γερμανοί φοβούνται ότι το οικοδόμημα των «διασώσεων» θα καταρρεύσει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
Στον αντίποδα, η κυβέρνηση εκτιμά ότι δεν μπορεί να ζητηθεί παράταση, γιατί αυτό θα ερμηνευόταν ως εγκατάλειψη των βασικών προεκλογικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ και θα ήταν αμφίβολο, μάλιστα, όπως φοβούνται κυβερνητικά στελέχη, αν η Βουλή θα ενέκρινε το σχετικό νομοσχέδιο. Παράταση θα μπορούσε να ζητηθεί και να περάσει από τη Βουλή μόνο εάν υπήρχε μια προκαταβολική συμφωνία για τα μέτρα της τελευταίας αξιολόγησης, η οποία δεν θα «τίναζε στον αέρα» το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και θα μπορούσε να παρουσιασθεί ως διαπραγματευτική νίκη. Τέτοιες προϋποθέσεις δεν υπάρχουν, όπως έδειξαν οι πρώτες επαφές των τεχνικών κλιμακίων.
Πώς μπορεί να έλθει ο συμβιβασμός
Με αυτά τα δεδομένα, στο αυριανό Eurogroup αναμένεται ότι ο Γιάνης Βαρουφάκης και ο Γιάννης Δραγασάκης θα κληθούν να δώσουν και πάλι μια πολύ σκληρή μάχη, με αβέβαιη κατάληξη. Αν προσφερθεί στην ελληνική πλευρά η τεχνική παράταση, συνοδευόμενη από δέσμευση του Eurogroup για τροποποίηση του Μνημονίου, με βάση τις ελληνικές θέσεις, μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός, αναφέρουν κυβερνητικές πηγές. Αν, όμως, η συζήτηση καταλήξει στο ίδιο αποτέλεσμα με το σχέδιο ανακοίνωσης του Eurogroup, που απορρίφθηκε την Τετάρτη («εποικοδομητικά θα εξετασθούν με τους θεσμούς οι πιθανότητες επέκτασης και επιτυχούς ολοκλήρωσης του παρόντος προγράμματος, λαμβανομένων υπόψη των σχεδίων της νέας κυβέρνησης»), θα είναι ορατό και πάλι το αδιέξοδο.
Αν δεν συμφωνηθεί η παράταση του προγράμματος αύριο, υπάρχει το ενδεχόμενο σύγκλησης νέας, έκτακτης συνεδρίασης του Eurogroup, αλλά πλέον τα χρονικά περιθώρια θα είναι πολύ στενά, αφού θα χρειασθεί να συνεδριάσουν και τα Κοινοβούλια που πρέπει να εγκρίνουν τη συμφωνία. Έτσι, προβάλλει ως πιθανό ενδεχόμενο να φθάσουμε στην 28η Φεβρουαρίου, σε αυτό το «τεχνητό και αυθαίρετο ορόσημο», κατά τον Γ. Βαρουφάκη, χωρίς συμφωνία για παράταση. Τι θα συμβεί μετά τον… θάνατο του Μνημονίου; Ευρωπαίος αξιωματούχος δήλωσε ότι, σε αυτή την περίπτωση, η Ελλάδα χάνει τα ποσά που υπολείπονται από το παλαιό πρόγραμμα (σε αυτά τα ποσά οι Ευρωπαίοι αθροίζουν και τα 11 δισ. ευρώ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) και θα πρέπει να διαπραγματευθεί ένα νέο πρόγραμμα από το μηδέν.