Ώρα εθνικής ενότητας
Η αιφνίδια κίνηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας λαμβάνει χώρα την παραμονή της κρίσιμης συναντήσεως του έλληνα υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη με τον κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο και υπέρμαχο της εφαρμοζόμενης πολιτικής λιτότητας στην Ευρώπη.
Το χτύπημα Ντράγκι δεν είναι το μόνο. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, αφού ανέλαβε ρόλο προδρόμου, με την επίσκεψή του στην Αθήνα, επανέκαμψε με νέες επιθετικές δηλώσεις στον Τύπο και συγκεκαλυμμένες απειλές για Ελληνική χρεοκοπία εάν η Ελλάδα δεν γυρίσει στο γνωστό πλαίσιο και δεν σεβασθεί τις «δεσμεύσεις» της!
Ιδιαίτερα προκλητική, διαστρεβλωτική της πραγματικότητας και ανιστόρητη, ήταν επίσης η δήλωση του Μάνφρεντ Βέμπερ, Προέδρου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, στο οποίο ανήκει και η Νέα Δημοκρατία. Στο ίδιο μήκος κύματος με τον Πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, ο οποίος εξέφρασε δημοσίως τη στενοχώρια και την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε κυβερνητική συνεργασία με το Ποτάμι, αλλά με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, επετέθη και αυτός κατά των ΑΝΕΛ. Το έκανε μάλιστα με σκόπιμη προπαγάνδα ότι οι ΑΝΕΛ είναι δήθεν «ακροδεξιό» και «ρατσιστικό» κόμμα. Επετέθη ιδιαίτερα κατά του Προέδρου των ΑΝΕΛ και υπουργού Εθνικής Αμύνης Πάνου Καμμένου και παρουσίασε τη ρίψη στεφάνου προς τιμή των πεσόντων αξιωματικών στα Ίμια ως δήθεν πρόκληση προς την Τουρκία και παραβίαση των «Τουρκικών ακτών»!
Σειρά πήρε στη συνέχεια η υπουργός Αμύνης της Γερμανίας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Η τελευταία ενέπλεξε στη συζήτηση τη γεωπολιτική διάσταση, η οποία είναι αδιαχώριστη από την οικονομική. Κάλεσε την Ελλάδα να αποσαφηνίσει τη θέση της σε σχέση με τη Ρωσία, γιατί η σημερινή της στάση θέτει σε κίνδυνο τη θέση της στο ΝΑΤΟ!
Στο ίδιο πνεύμα, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Νορβηγός Γιενς Στόλτενμπεργκ, βολιδοσκόπησε τον Έλληνα υπουργό Εθνικής Αμύνης για το ενδεχόμενο αποστολής στρατιωτικών δυνάμεων στην Ουκρανία και τόνισε την ανάγκη «συνοχής» του ΝΑΤΟ, στέλνοντας μήνυμα αποτροπής προς την Ελλάδα από οποιαδήποτε προσέγγιση με τη Ρωσία.
Την ώρα που γράφεται το άρθρο αυτό δεν είναι ακόμη γνωστά τα αποτελέσματα της συναντήσεως του Έλληνα υπουργού Οικονομικών με τον Γερμανό ομόλογό του. Μπορεί όμως κανείς να προεξοφλήσει τη Γερμανική θέση από όσα παγίως επαναλαμβάνονται από τη Γερμανική ηγεσία, από όσα υπαγορεύονται και κατευθύνονται μέσα από τα Γερμανικά ΜΜΕ αλλά και από τη διαρροή, από το γνωστό πρακτορείο ειδήσεων Reuters, επίσημου εγγράφου με τις Γερμανικές θέσεις.
Η Γερμανική πλευρά παραμένει αδιάλλακτη στην υπεράσπιση μιας πολιτικής λιτότητας στην Ευρώπη, που καθηλώνει την ανάπτυξη, αυξάνει την ανεργία και την κοινωνική εξαθλίωση και διευρύνει την ανισότητα και το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου στην Ευρώπη. Η Γερμανία θέτει σε πρώτη θέση τη δημοσιονομική εξυγίανση και ισορροπία, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την ανάπτυξη και αγνοώντας σκοπίμως τους δομικούς λόγους που τρέφουν στις ασθενέστερες και λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες τη δημοσιονομική ανισορροπία, τα ελλείμματα την ύφεση και την ανεργία.
Η εγωιστική αυτή Γερμανική πολιτική παρουσιάζεται ως συνετή και απαραίτητη πολιτική για την προστασία της Γερμανίας από τα ελλείμματα και τα οικονομικά προβλήματα των άλλων. Η Γερμανική ηγεσία, για να δικαιολογηθεί, προβάλλει στερεότυπα την άποψη ότι η «λύση» βρίσκεται στις περιβόητες «μεταρρυθμίσεις». Δεν υπονοεί, βεβαίως, με αυτές μόνο τις καλώς νοούμενες μεταρρυθμίσεις, που έχουν σχέση με την καλύτερη λειτουργία του κράτους, την πάταξη της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής και της μυωπικής γραφειοκρατίας, που λειτουργεί ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη.
Υπονοεί επίσης το ξεπούλημα των στρατηγικών της υποδομών και την υποτίμηση του επιπέδου ζωής, για απροσδιόριστο χρόνο, με αναφορά στο επίπεδο ζωής και στα επίπεδα μισθών και συντάξεων των γειτονικών χωρών. Επιδιώκει, με άλλα λόγια, τη «Βουλγαροποίηση» της Ελλάδος και την επιβολή ενός ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης. Η τελευταία δίνει το πλεονέκτημα στον ξένο παράγοντα, στις πιο αναπτυγμένες και πιο ανταγωνιστικές χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και υποβιβάζει τη χώρα σε εξαρτημένο εταίρο, συμπληρωματικό της διεθνούς ανταγωνιστικότητας του σκληρού Ευρωπαϊκού πυρήνα, με επίκεντρο τη Γερμανία.
Ποια είναι η προοπτική της Ελλάδος σε μια τέτοια πορεία; Η επιστροφή στο παρελθόν, η απώλεια του εθνικού της πλούτου, η φαλκίδευση της γεωπολιτικής της θέσεως, η εθνική της αποδόμηση και η μοιρολατρική αποδοχή, ως δήθεν αναπόφευκτου, ενός επαίσχυντου επιπέδου ζωής;
Η προοπτική αυτή δεν αποτελεί επιλογή για τον Ελληνικό λαό. Είναι αυτό που δεν θέλησε να αντιληφθεί η προηγούμενη κυβέρνηση, η οποία, αγόμενη από την ιδεολογική της ταύτιση με τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, κατέστησε δόγμα την άποψή της ότι δεν υπάρχει δήθεν άλλος δρόμος και ότι η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει με τον ζουρλομανδύα του Μνημονίου και της πολιτικής της λιτότητας που υπαγορεύει η Γερμανίδα καγκελάριος.
Η πολιτική αυτή είναι αδιέξοδη και καταστροφική. Όχι μόνο για την Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι απλώς ο πιο αδύνατος κρίκος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι ελληνικές θέσεις και η Ελληνική αμφισβήτηση της πολιτικής αυτής βρίσκουν ανταπόκριση και έρεισμα στην Ευρώπη και πέραν αυτής. Οι Ευρωπαϊκοί λαοί προσχώρησαν στην ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης με την προσδοκία ότι αυτή θα σήμαινε ανάπτυξη, ευημερία και ειρήνη. Ο περιορισμός της ιδέας της Ενωμένης Ευρώπης σε μια κοινή αγορά, που συγχέεται μάλιστα με την παγκόσμια και δεν παρέχει κανένα πλεονέκτημα και καμία προστασία στις ασθενέστερες χώρες και καταστρέφει επιπλέον την εθνική τους παραγωγή, ισοδυναμεί με εκφυλισμό και παραχάραξη της Ευρωπαϊκής ιδέας. Γιατί μια λιγότερο αναπτυγμένη και λιγότερο ανταγωνιστική χώρα να θέλει μια τέτοια κοινή αγορά, εάν δεν υπάρχει η προοπτική της κοινής αναπτύξεως, της κοινής ευημερίας και της αλληλεγγύης;
Με την ίδια λογική τίθεται το θέμα της άμυνας και ασφάλειας της χώρας. Εάν το ΝΑΤΟ δεν εγγυάται την ασφάλεια της χώρας έναντι της μόνης υπαρκτής απειλής, που είναι η Τουρκία, με ποιο δικαίωμα ζητά από την Ελλάδα να μη μεριμνήσει η ίδια για την ασφάλειά της, αναπτύσσοντας τις σχέσεις της και με άλλες χώρες, περιλαμβανομένης της Ρωσίας, στο πλαίσιο μιας ανεξάρτητης, πολυδιάστατης εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής;
Τα παραπάνω πρέπει να αποτελέσουν ανυποχώρητη εθνική γραμμή για τη χώρα. Είναι κρίσιμη ώρα εθνικής ενότητας.