Η τέχνη της διαπραγμάτευσης…
Ανεξαρτήτως αν η διαπραγμάτευση καταλήξει σε συμβιβασμό, η ελληνική πλευρά έχει κάθε συμφέρον να εμφανίζεται μάλλον «μαξιμαλιστική» παρά «καλό παιδί» στον τρόπο που θέτει τα ζητήματα. Μια «μαξιμαλιστική» θέση, αν είναι πολιτικά και νομικά τεκμηριωμένη, διατυπωμένη με επιχειρήματα, ύφος και τη γλώσσα του ευρωπαϊκού ορθολογισμού, αφού εκεί απευθύνεται, σου επιτρέπει να κερδίσεις περισσότερα στην τελική διαπραγμάτευση, εφόσον φτάσεις σε συμβιβασμό. Αντίθετα, αν ξεκινήσεις από κει που ενδεχομένως θέλεις ή θα δεχόσουν να φτάσεις, το πιθανότερο είναι να αποτύχεις οικτρά, να σου πάρουν «και τα σώβρακα».
Μοιάζει στις παρούσες συνθήκες εξαιρετικά δύσκολο να αποσπάσει η Ελλάδα μια διαγραφή χρέους. Μια περίοδος χάριτος, μια επιμήκυνση των πληρωμών και, κυρίως, το πιο σημαντικό και κρίσιμο από όλα, η ρήτρα ανάπτυξης (ή πιθανώς και εξαγωγών, ή πιθανώς και άνω ποσοστού αποπληρωμής χρέους επί του ΑΕΠ), θα μπορούσαν ίσως υπό όρους να θεωρηθούν αξιοπρεπής συμβιβασμός. Αλλά ένα κόμμα που, ορθώς, με σωστά επιχειρήματα, κατέστησε τη διαγραφή χρέους κέντρο του πολιτικού του προγράμματος, ίσως θα ήταν σκόπιμο να μη βιαστεί να εγκαταλείψει τη θέση του, αμέσως μετά τις εκλογές, χωρίς να παίρνει τίποτα ως αντάλλαγμα. Ούτε βεβαίως να ανοίγει όλα τα χαρτιά του με δηλώσεις στις εφημερίδες προτού καν αρχίσει η διαπραγμάτευση.
Αν η κυβέρνηση δεν είναι σχετικά σταθερή στις θέσεις της κινδυνεύει να μην τη λογαριάζουν, να υπολογίζουν κάθε φορά σε μια εύκολη υποχώρηση. Δεν μπορείς να λες ότι η Ελλάδα θα πληρώσει όλα τα χρέη της, γιατί δεν μπορεί να το κάνει και ταυτόχρονα να επιβιώσει ως χώρα. Αν μπορούσε δεν θα υπήρχε τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ και δεν θα μας κυβερνούσε! Ούτε μας είναι πολύ σαφείς οι λόγοι «αναγνώρισης» των δανειακών συμβάσεων με δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων. Θυμίζουμε ότι είναι οι δανειακές συμβάσεις που συνιστούν, με τους όρους τους, την καρδιά της αποικιακής σχέσης με τους πιστωτές. Δεν πολυκαταλαβαίνουμε γιατί η ελληνική πλευρά αναπαράγει τα περί κρατικής συνέχειας. Πιο χρήσιμο θα ήταν να υπενθυμίζει τη γερμανική κρατική συνέχεια ζητώντας πίσω το κατοχικό δάνειο. Το βασικό επιχείρημα των πιστωτών είναι η βασική αρχή του δικαίου: pacta sunt servanda (οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται). Το ελληνικό και διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει σειρά περιστάσεων που οι συμφωνίες δεν μπορούν ή πρέπει να τηρούνται. Π.χ., το άρθρο 338 του αστικού κώδικα προβλέπει ότι η μεταβολή των συνθηκών υπό τις οποίες συνήφθη μια συμφωνία μπορεί να οδηγήσει σε έκπτωση της δικαιοπρακτικής βάσης των συμβάσεων. Υπάρχει επίσης στα νομικά το όριο θυσίας, όπως και η δυνατότητα επίκλησης αιφνίδιων / απρόοπτων αλλαγών των συνθηκών.
Δεν μπορεί ένας άνθρωπος ή ένας λαός να υποστεί δυσανάλογη θυσία για να ικανοποιήσει τους πιστωτές. Δεν μπορεί τα ευρωπαϊκά κράτη να απαιτούν τη διάλυση της Ελλάδας για να ικανοποιηθούν οι αξιώσεις των πιστωτών, γιατί τέτοια συμφωνία συνιστά συμφωνία τύπου Σάιλοκ.
Οι δανειακές συμβάσεις και τα Μνημόνια μπορούν να μην τηρηθούν με την επίκληση τριών ομάδων επιχειρημάτων:
Πρώτον, αν τα αποτελέσματα της εφαρμογής των συμφωνιών πλήττουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Εδώ πλήττονται προφανώς δικαιώματα στην υγεία και την ασφάλεια εργαζομένων, ανέργων, συνταξιούχων, ασθενών κ.λπ.
Δεύτερον, όταν η σύναψη των συμφωνιών έγινε με καταναγκαστικό και παράνομο τρόπο.
Τρίτον, αν οι συμφωνίες έρχονται σε σύγκρουση με υπέρτερες αρχές του δικαίου.
Τη διερεύνηση των παραπάνω παραγόντων μπορεί να κάνει επιτροπή λογιστικού ελέγχου, που ζητούσε ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ και που προτείνει ο Ερίκ Τουσσέν του CADTM, διεθνούς κέντρου ελέγχου του χρέους. Μάλιστα, οποιαδήποτε συμφωνία με τους πιστωτές πρέπει να περιέχει ρήτρα αναθεώρησης, ανάλογα με τα ευρήματα τέτοιου λογιστικού ελέγχου.
Στην ιστοσελίδα του CADTM oι ενδιαφερόμενοι μπορούν να βρουν πληθώρα στοιχείων γύρω από μια τέτοια επιτροπή και το έργο της, όπως και σοβαρά επιχειρήματα εναντίον των δανειακών συμβάσεων και των Μνημονίων.
Ελπίζουμε ότι κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ επεξεργάζονται αυτά τα θέματα. Στα περισσότερα οικονομολογικά ζητήματα βρίσκει κανείς πληθώρα διαφορετικών απόψεων. Αν κάπου συμφωνούν σχεδόν όλοι οι οικονομολόγοι παγκοσμίως, φιλελεύθεροι νεοκλασικοί, σοσιαλδημοκράτες κεϋνσιανοί ή μαρξιστές, είναι στον καταστροφικό χαρακτήρα του ελληνικού προγράμματος. Πρέπει να μαζευτούν όλες αυτές οι τοποθετήσεις, μαζί και τα βασικά στοιχεία απολογισμού του προγράμματος, της οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής που προκάλεσε και να εκδοθεί τάχιστα Μαύρη Βίβλος που θα τεθεί στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, αλλά και θα πάρει ευρεία διεθνή δημοσιότητα. Δεν είναι τυχαία η επιμονή της γερμανικής ηγεσίας, που έχει πλήρη συνείδηση του εγκλήματος που διέπραξε στην Ελλάδα, να αποδίδει την ευθύνη στις ελληνικές κυβερνήσεις. Πρέπει να υπάρχει διαρκής απάντηση και απόδοση της ευθύνης στους πιστωτές, για να δημιουργείται η ηθικοπολιτική βάση των ελληνικών διεκδικήσεων. Θα έπρεπε επίσης να έχει καταβληθεί από μακρού χρόνου προσπάθεια να αντιληφθούν οι ευρωπαϊκοί λαοί ότι το ελληνικό ζήτημα δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Αν ο ολοκληρωτισμός της Γερμανίας και των αγορών νικήσει εδώ, θα απλωθεί σε όλη την Ευρώπη, όπως συνέβη μετά τη νίκη των φασιστών στον ισπανικό εμφύλιο (1936-39)
Οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται, τα χρέη να πληρώνονται, μόνον όταν η τήρηση των συμφωνιών και η αποπληρωμή των χρεών δεν απειλούν τη υγεία και την ζωή του πληθυσμού, την όλη προοπτική μιας χώρας.
Στην Ελλάδα σήμερα, πέραν των διαπιστωμένων αποτελεσμάτων της μνημονιακής καταστροφής, έχουμε σειρά ωρολογιακών βομβών, μια αλυσσίδα υπερχρέωσης των πάντων που αργά ή γρήγορα θα σκάσει.
Με το PSI, μοναδική στον κόσμο διαγραφή χρέους που επιβάρυνε σε μεγάλο βαθμό τον οφειλέτη, βρίσκονται σήμερα σε δεινή οικονομική κατάσταση ασφαλιστικά ταμεία, νοσοκομεία, εκπαιδευτικά και άλλα κοινωφελή ιδρύματα. Αυτό πρέπει να συμπεριληφθεί στον απολογισμό του Μνημονίου και στο αντικείμενο του λογιστικού ελέγχου. Η σύναψη των συμφωνιών είναι εξαιρετικά αμφίβολης νομιμότητας, από την πλευρά της ελληνικής συνταγματικής τάξης και της διεθνούς νομιμότητας, όπως έχουν κατά καιρούς τεκμηριώσει νομικοί όπως οι Κασιμάτης, Χρυσόγονος, Κατρούγκαλος, Μαριάς κ.ά.
Τα σχετικά επιχειρήματα πρέπει να συγκεντρωθούν, ίσως με τη βοήθεια ενός ή δύο μεγάλων δικηγορικών γραφείων του εξωτερικού, δεδομένης της ανεπαρκούς ελληνικής τεχνογνωσίας σε θέματα χρέους. Ο ΣΥΡΙΖΑ όφειλε εδώ και καιρό να συγκροτήσει μια μεγάλη ειδική ομάδα οικονομολόγων, νομικών και γεωπολιτικών να εξετάσουν αυτά τα θέματα.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι, π.χ. η γνωμοδότηση του καθηγητή Λεσκάνο που τεκμηρίωσε την κατάφωρη παραβίαση του ευρωπαϊκού δικαίου από τις πολιτικές λιτότητας (εκδόθηκε στα ελληνικά από τον Ποταμό)
Η υπερχρέωση δεν είναι μόνο ελληνική ευθύνη, η Αθήνα τη μοιράζεται με τους πιστωτές και τους Ευρωπαίους. Θυμίζουμε την απάτη με τα σουάπς της Goldman Sachs, στην οποία έκαναν αδικαιολογήτως τα στραβά μάτια οι εποπτικές αρχές της ΕΕ. Η εταιρεία Siemens και άλλες ευρωπαϊκές εταιρείες με την ανοχή των κυβερνήσεών τους και της Ένωσης δωροδόκησαν μαζικά το ελληνικό πολιτικοκρατικό προσωπικό, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα εμπορικά συμφέροντά τους στην Ελλάδα, γεγονός που επίσης συνέβαλε αποφασιστικά στην υπερχρέωση και κακοδιαχείριση της χώρας.
Οργανώθηκε ελληνική και διεθνής συνωμοσία για τη διόγκωση των ελλειμμάτων, την επιβολή δανειακών συμβάσεων και Μνημονίων και την είσοδο του ΔΝΤ στην Ευρωζώνη. Η κυβέρνηση Παπανδρέου, εκλεγείσα στη βάση μιας από τις μεγαλύτερες πολιτικές απάτες της Ιστορίας («λεφτά υπάρχουν»), δεν είχε δικαίωμα να υπογράψει παρόμοιες συμφωνίες.
Το λιγότερο, όφειλε να προσφύγει εκ νέου στη λαϊκή ετυμηγορία. Η ίδια η συμφωνία του Μαΐου 2010 μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα εξαναγκασμού (Duress). Αλλά και οι εκλογές του 2012 έγιναν υπό συνθήκες απαράδεκτης εξωτερικής πίεσης / εκβιασμού και με μη τηρηθείσα υπόσχεση την επαναδιαπραγμάτευση.
Πολλά επιχειρήματα κατά του ελληνικού προγράμματος διάσωσης μπορούν να αντληθούν από τη μελέτη των συνθηκών της ΕΕ, αποφάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) και του ΟΗΕ.
Βεβαίως υπάρχει το γενικό πρόβλημα χρέους στην Ευρωζώνη που ορθώς έθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό είναι δυσκολότερο να λυθεί ενώ η Ελλάδα κινδυνεύει άμεσα από τη συνέχιση του προγράμματος. Γι’ αυτό η Αθήνα οφείλει να θέσει το ζήτημα της καταστροφής της χώρας, της ειδικής κατάστασης έκτακτης ανάγκης στην οποία ήχθη ως αποτέλεσμα των συμφωνιών. Παρά την ομοιότητα των προβλημάτων της ευρωπεριφέρειας, πουθενά δεν έχουμε την τραγική κατάσταση της Ελλάδας. Στη χειρότερη περίπτωση της Ιταλίας σημειώθηκε απώλεια 8% του ΑΕΠ, όχι το εξωφρενικό 25% της Ελλάδας. Η χώρα χρειάζεται στην πραγματικότητα έκτακτη βοήθεια.
Στα όποια χρονικά περιθώρια υπάρχουν πρέπει να γίνει πολύ σπουδαία νομική, διεθνής επικοινωνιακή και πολιτική προετοιμασία. Αυτονόητη είναι η ανάγκη ύπαρξης «σχεδίου Β».
Θα ήταν υπερβολικά αισιόδοξος κανείς αν θεωρήσει ότι μπορεί να πετύχει το 100% των επιδιώξεων που θα θέσει. Όσο περισσότερες όμως θέτει τόσο περισσότερες παίρνει. Η νομικοπολιτική μορφή ενός συμβιβασμού πρέπει να εξασφαλίσει δύο πράγματα κυρίως. Πρώτο τη διακοπή, τουλάχιστον στο τωρινό επίπεδο της πορείας καταστροφής, πόσο μάλλον που δεν μπορεί να γίνει ασφαλής πρόβλεψη για τη διεθνή οικονομική κατάσταση. Δεύτερο, να είναι έτσι διατυπωμένη που να αφήνει διεξόδους για μελλοντικές καλύτερες λύσεις.
Δεν θέλουμε να αναφερθούμε εδώ στις τραγωδίες που ενίοτε επεφύλαξε διεθνώς και στην Ελλάδα η διαπραγματευτική ανικανότητα αριστερών κινημάτων. Η διαπραγμάτευση είναι σήμερα επιστημονικός κλάδος, διδάσκεται στα πανεπιστήμια, εκπαιδεύονται ειδικοί επ’ αυτής. Έχει σημασία να μην περιορίζεται κανείς στη γενική πολιτική-επικοινωνιακή άποψη των ζητημάτων, αλλά να στέκεται με επιμονή και πληρότητα στις νομικές και τεχνοκρατικές όψεις των συμφωνιών.
Μια διαπραγματευτική ομάδα να μην υιοθετεί μονίμως αισιόδοξα σενάρια, αλλά να αντιμετωπίζει ψυχολογικά και πρακτικά και τα χειρότερα ενδεχόμενα, ώστε να ξέρει τι θα κάνει, όταν, αναπόφευκτα και σίγουρα, η άλλη πλευρά θα της βάλει το μαχαίρι στον λαιμό. Αν δεν είσαι έτοιμος να πεις όχι αν δεν είσαι έτοιμος να πας σε ρήξη, τότε θα γνωρίσεις, πιθανότατα, ταπείνωση, εξευτελισμό και ήττα.
Konstantakopoulos.blogspot.com