Τεστ για την κυβέρνηση οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας

Από τις πρώτες στιγμές μετά τις εκλογές της Κυριακής και καθώς ήταν γνωστές οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ για τη Ρωσία και οι έντονες αντιδράσεις των δύο κομμάτων όλο το προηγούμενο διάστημα στην πολιτική κυρώσεων εις βάρος της Ρωσίας, επιχειρήθηκε να στηθεί σκηνικό περιθωριοποίησης και απομόνωσης της Ελλάδας, ώστε να αποφευχθεί εκτροχιασμός από την κοινή ευρωπαϊκή θέση.

Η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε στο κλίμα αυτό, παρουσίασε ευθαρσώς τις θέσεις της για τις κυρώσεις αλλά και τις εκτιμήσεις της για τη γενικότερη πολιτική απέναντι στη Ρωσία και συνέβαλε με μια εποικοδομητική στάση στη διατήρηση ενιαίας ευρωπαϊκής θέσης, δίνοντας έτσι απάντηση σε προβοκατόρικα δημοσιεύματα και σε υπονοούμενα ακόμη και ευρωπαίων αξιωματούχων για υποτιθέμενες υπόγειες σχέσεις με τη Μόσχα.

Ας δούμε όμως πώς εξελίχθηκε αυτή η διπλωματική μάχη, που δοκίμασε τις αντοχές αλλά και τις διαθέσεις της νέας ελληνικής κυβέρνησης.

Όλα ξεκίνησαν όταν από το γραφείο του προέδρου της ΕΕ Ντόναλντ Τουσκ εξεδόθη, την Τρίτη, κοινή δήλωση των 28 ηγετών της ΕΕ που άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο επιβολής νέων κυρώσεων στη Ρωσία. Η ελληνική κυβέρνηση, και ενώ δεν είχε καν εγκατασταθεί στο γραφείο του ο κ. Τσίπρας, αντέδρασε έντονα δημοσιοποιώντας τη διαφωνία της, κάνοντας μάλιστα λόγο για αντιθεσμική στάση του κ. Τουσκ.

Η πρώτη αυτή αντιπαράθεση έγινε με αφορμή κυρίως τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την παράκαμψη της Ελλάδας και λιγότερο για το περιεχόμενο της απόφασης που θα λάμβαναν την Πέμπτη οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ.

Όμως όλος ο διεθνής Τύπος και πολλοί ξένοι αξιωματούχοι έστησαν έναν χορό περί «ρωσόφιλης» και υποκινούμενης από τον Πούτιν νέας ελληνικής κυβέρνησης προκειμένου να ασκηθεί πίεση στην Αθήνα και να μην υπάρξουν ανεπιθύμητες εξελίξεις στο Συμβούλιο της Πέμπτης.

Η αγωνία όλων -και κυρίως της Γερμανίας- ήταν μήπως μια παρέμβαση και δυναμική στάση της Ελλάδας κατά των κυρώσεων, όπως είχε προαναγγείλει ο Π. Λαφαζάνης, προκαλούσε ρήγμα στην ενιαία στάση που με μεγάλη δυσκολία και με λεπτές ισορροπίες είχε επιτευχθεί στην ΕΕ σε ό,τι αφορά τη Ρωσία.

Ο νέος υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, όταν έφτασε στο Συμβούλιο, διέψευσε τη φήμη που είχε φθάσει πριν από αυτόν, ότι η Ελλάδα πήγαινε για ρήξη με τους εταίρους, ενώ είχαν υπάρξει και δημοσιεύματα που λίγο-πολύ ανέφεραν ότι η Ελλάδα θα χρησιμοποιούσε εκβιαστικά θέματα κοινής εξωτερικής πολιτικής για να κερδίσει ευνοϊκότερη αντιμετώπιση στη διαπραγμάτευση του Μνημονίου.

Βεβαίως είχαν προηγηθεί και οι συναντήσεις του κ. Κοτζιά με τον γερμανό ομόλογό του Φ. Σταϊνμάγιερ και την κ. Μογκερίνι, ενώ για ευνόητους συμβολικούς λόγους έγινε και η συνάντησή του με τον ουκρανό υπουργό Εξωτερικών.

Όπως συμβαίνει πάντοτε στην Ευρώπη, τα κοινοτικά κείμενα, τα πολύπλοκα και μακροσκελή, δίνουν τη δυνατότητα συμβιβασμών. Με ορισμένες λεκτικές διαφοροποιήσεις, με ιδιαίτερη αναφορά στην ομιλία του για την ανάγκη προστασίας όλων των μειονοτήτων και μεταξύ αυτών των χιλιάδων ελληνικής καταγωγής Ουκρανών στη Μαριούπολη, ο κ. Κοτζιάς έδωσε το στίγμα της Αθήνας επισημαίνοντας ότι η κρίση δεν αντιμετωπίζεται με κυρώσεις, ούτε μπορεί μια ορθολογική πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά και την επαναοριοθέτηση των σχέσεων με τη Ρωσία να στηριχτεί σε μια Ρωσία αποδιοργανωμένη και υπό κατάρρευση.

Και αφού διευκρίνισε ότι δεν πρέπει να θεωρείται ευρωπαϊστής μόνο όποιος είναι υπέρ των κυρώσεων, προς ανακούφιση όλων, αφού ανέφερε ότι υπάρχουν γενικές αντιρρήσεις της Ελλάδας επί του κειμένου, δήλωσε ότι το αποδέχεται για τη «διαφύλαξη της ενότητας της ΕΕ».

Έτσι, προσωρινά σταμάτησε ο συναγερμός που είχε σημάνει και στην Αθήνα και σε ξένες πρωτεύουσες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το προσεχές διάστημα δεν θα δοκιμαστούν και πάλι οι αντοχές της Αθήνας.

Στη Σύνοδο Κορυφής της 12ης Φεβρουαρίου και στο Συμβούλιο Υπουργών που θα προηγηθεί, θα επανέλθει προς συζήτηση το θέμα λήψης νέων κυρώσεων εις βάρος της Ρωσίας, οπότε οι πιέσεις θα επαναληφθούν, ειδικά μάλιστα εάν η κατάσταση επί του εδάφους στην Ανατολική Ουκρανία έχει επιδεινωθεί ή έχει μείνει στάσιμη.

Αν και όλο το βάρος της κυβερνητικής δράσης έχει επικεντρωθεί στο θέμα της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, οι προκλήσεις είναι μεγάλες όσον αφορά τα μεγάλα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, όπως το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά, οι σχέσεις με τη Ρωσία και τις ΗΠΑ και φυσικά η επανάκτηση του ενεργού ρόλου που πρέπει να έχει η χώρα μας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικογένειας.

Κωνσταντίνος Τσάκαλος


Σχολιάστε εδώ