Στα δύο η Ευρώπη

Την ίδια ώρα, παρά την προαναγγελία νέων, αυστηρότερων κυρώσεων κατά της Ρωσίας στη δήλωση των αρχηγών κρατών της ΕΕ που προώθησε με εμμονή ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, την Τρίτη, την Πέμπτη σε ένα δύσκολο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών, ελλείψει ομοφωνίας, κάθε παρεμφερής αναφορά εξοβελίστηκε από το κείμενο των αποτελεσμάτων. Κεντρικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή έπαιξε η Ελλάδα, αλλά δεν ήταν η μόνη, καθώς σημαντικές διαφωνίες με την πολιτική της εντατικοποίησης των κυρώσεων εξέφρασαν και άλλες χώρες. Παρ’ όλα αυτά στο κείμενο είναι σαφής και ξεκάθαρη η σύνδεση της Ρωσίας με τους αυτονομιστές και η επίρριψη ευθυνών στο Κρεμλίνο για τη δράση τους.

Σε αυτή την πολλαπλά δύσκολη και μεταβαλλόμενη συγκυρία τα στοιχήματα και τα ζητούμενα είναι κρίσιμα. Ζητούμενο είναι η χάραξη μιας αποτελεσματικής ευρωπαϊκής στρατηγικής απέναντι στη Ρωσία, στοίχημα είναι η τήρηση δύσκολων ισορροπιών στον αναπροσανατολισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που αποπειράται ο νέος ΥΠΕΞ.

Τι θα φέρει αποτέλεσμα στην Ουκρανία;

Την Πέμπτη στο Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών την αντίρρησή τους στην επέκταση των κυρώσεων διακήρυξαν, πέραν της Ελλάδας, η Αυστρία, η Σλοβακία, η Σλοβενία, η Κύπρος, ενώ διστακτικές φάνηκαν όχι μόνον η Ιταλία και η Γαλλία, αλλά ακόμη και η Γερμανία. Αντίθετα υπέρ νέων, αυστηρότερων κυρώσεων που θα στοχεύσουν και άλλους τομείς της ρωσικής οικονομίας και επιχειρήσεις τάχθηκαν οι χώρες της Βαλτικής, η Πολωνία, η Σουηδία, η Ρουμανία και η Βρετανία, που απείλησε με βέτο προκειμένου να κρατήσει στο κείμενο των αποφάσεων την απειλή επέκτασης. Όλες οι δημοσιογραφικές πληροφορίες περιγράφουν μια δύσκολη συνεδρίαση, όπου πολλές φορές ανέβηκαν επικίνδυνα οι τόνοι ανάμεσα στα «περιστέρια», που επιθυμούν τις διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία για την από κοινού εξεύρεση λύσης, και τα «γεράκια», που φαίνονται να είναι διατεθειμένα να φτάσουν τη σύγκρουση ως το τέλος. Εξάλλου, είναι γνωστή και η διάσταση απόψεων στα ανώτατα κλιμάκια της ηγεσίας της ΕΕ, καθώς η ιταλίδα ύπατη εκπρόσωπος για την εξωτερική πολιτική Μογκερίνι τάσσεται υπέρ της εμπλοκής και διαπραγμάτευσης με τη Ρωσία, ενώ ο πολωνός πρόεδρος της ΕΕ Τουσκ τοποθετείται αναφανδόν υπέρ μιας σημαντικής σκλήρυνσης της ευρωπαϊκής στάσης.

Οι νέοι βομβαρδισμοί και οι νέοι νεκροί, την Παρασκευή, έκαναν τα «γεράκια» να νιώθουν δικαιωμένα. «Κάθε προσπάθεια κατευνασμού του Κρεμλίνου οδηγεί μαθηματικά σε αύξηση της ρωσικής επιθετικότητας», είναι το μότο τους. Όσο η Ρωσία απομονώνεται από το διεθνές και το δυτικό σύστημα και «στριμώχνεται στη γωνία» τόσο πιο ακραίες θα γίνονται οι αντιδράσεις της, ενώ θα ενισχύεται η απολυταρχία στο εσωτερικό της, απαντά η αντίθετη πλευρά.

Σε όποια περίπτωση όμως, οι οικονομικές κυρώσεις είναι ένα εργαλείο με εξαιρετικά αμφισβητούμενα αποτελέσματα τα οποία, αν προκύψουν, εμφανίζονται σε βάθος χρόνου. Χρόνο που η Ουκρανία, και πιθανά και η Ευρώπη, δεν διαθέτει. Στο σκεπτικό των ηγεσιών σε Αμερική και Ευρώπη υπήρχαν τρεις στόχοι: Καταρχήν, η απομόνωση του Πούτιν στο εσωτερικό των ρωσικών ελίτ και η πρόκληση μιας αλλαγής ηγεσίας από τους ρώσους ολιγάρχες τα συμφέροντα των οποίων θα θίγονταν. Έπειτα, η πρόκληση λαϊκής δυσαρέσκειας από μια δριμεία πτώση του βιοτικού επιπέδου με στόχο την καθεστωτική αλλαγή. Τέλος, ο δραστικός περιορισμός της δυνατότητας του Κρεμλίνου να κινηθεί και να χρηματοδοτήσει τους συμμάχους του, τόσο στο διεθνές πεδίο, όσο και στην ίδια την Ουκρανία. Προς το παρόν θετικά για τη Δύση αποτελέσματα δεν υπάρχουν σε κανένα από τα τρία μέτωπα.

Στον διεθνή Τύπο γράφεται ότι οι επιτελείς του Ομπάμα ακόμη προσπαθούν να καταλάβουν τον μηχανισμό με τον οποίο ο Πούτιν παίρνει τις αποφάσεις του προκειμένου να προχωρήσουν στις κινήσεις που θα τον αναγκάσουν να υποχωρήσει. Εκεί μάλλον δεν τα έχουν πάει και πολύ καλά. Τα έχουν πάει ακόμη χειρότερα, σε Ουάσινγκτον και Βρυξέλλες, στην εκτίμηση των τάσεων της ρωσικής κοινής γνώμης. Όλα τα στοιχεία που πλέον έχουμε δείχνουν ότι στη Ρωσία η ευρεία πλειοψηφία, και ιδιαίτερα οι νεότερες γενιές, νιώθουν ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν αποκατέστησε το κύρος και την ισχύ της χώρας τους, γεγονός τόσο σημαντικό γι’ αυτούς που είναι διατεθειμένοι να υποστούν δραματικές θυσίες και δοκιμασίες.

Τέλος, η Ουκρανία είναι μια χώρα ιστορικά και πολιτισμικά διαιρεμένη ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή. Καμία λύση που θα επιτρέπει στο ένα μέρος να κυριαρχήσει στο άλλο δεν μπορεί να μακροημερεύσει, παρεκτός αν κάποια εξωτερική δύναμη είναι διατεθειμένη να την επιβάλει διά της βίας. Είναι κρίσιμο επομένως το ερώτημα αν η Ευρώπη είναι έτοιμη να μετέλθει των μέσων που χρησιμοποιεί ο Πούτιν σε Κριμαία και Ουκρανία και να περάσει, ουσιαστικά, σε στρατιωτική σύγκρουση. Και, ακόμη κρισιμότερο είναι το αν, στο πεδίο των ευρωρωσικών σχέσεων μπορεί η μια πλευρά να ευημερήσει χωρίς μια λειτουργική σχέση με την άλλη.

Πού πάει η ελληνική εξωτερική πολιτική;

Όλη την τελευταία πενταετία η εξωτερική πολιτική ήταν ζήτημα χαμηλής προτεραιότητας για τις ελληνικές κυβερνήσεις, καθώς η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, κάτω από ένα τεχνοκρατικό πρίσμα, είχε κυριαρχήσει απόλυτα. Όμως οι σχέσεις ανάμεσα στα κράτη σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, ακόμη, ή ιδιαίτερα, στο οικονομικό πλαίσιο, δεν μπορούν να νοηθούν έξω από την αποτίμηση του εθνικού τους συμφέροντος και του σχεδιασμού μιας πολυεπίπεδης στρατηγικής για την επίτευξή του. Είναι επομένως θετική εξέλιξη η σημασία που δίνει η νέα κυβέρνηση στο υπουργείο Εξωτερικών.

Και είναι θετική επίσης η επιδίωξη η ελληνική εξωτερική πολιτική να δομήσει συμμαχίες με τους διεθνείς ισχυρούς παίκτες του διεθνούς συστήματος, την Κίνα, τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και τις αναδυόμενες οικονομίες και να χαράξει στρατηγική για τις περιοχές που είναι άμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος. Όμως είναι εξίσου σημαντικό η στρατηγική αυτή να παραμείνει στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Όχι υποσκελισμένη από αιτήματα άλλων ευρωπαϊκών παικτών, αλλά ούτε και εκτός ισορροπίας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Έχει δίκιο η ελληνική κυβέρνηση να διεκδικεί ισότιμο ρόλο στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και να ζητά να γίνονται σεβαστά και να συνεκτιμούνται τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Είναι όμως λάθος η πρώτη σου κίνηση να είναι να «τινάξεις στον αέρα» ένα κοινό ευρωπαϊκό μέτωπο σε μια κρίσιμη αντιπαράθεση, ακόμη και αν η ομοφωνία είναι κατά τη γνώμη σου είτε κατ’ επίφαση είτε άνωθεν επιβεβλημένη. Και μετά να προσπαθείς να αποδείξεις ότι δεν είσαι «το κακό παιδί» ή μαριονέτα του οποιουδήποτε. Η μάχη είναι μέσα στην Ευρώπη, μέσα στους θεσμούς, με χτίσιμο συμμαχιών, αποτελεσματικές και καινοτόμες προτάσεις, ενεργή διπλωματία σε κάθε ανοικτό μέτωπο. Όχι όμως με πυροτεχνήματα, παρορμητικές και σπασμωδικές κινήσεις. Ιδιαίτερα όταν η χώρα χρειάζεται όλο το πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο που διαθέτει για τη μάχη που θα κρίνει την ίδια της την επιβίωση, την ίδια της την ανεξαρτησία.


Σχολιάστε εδώ