Καθαρές πολιτικές λύσεις και όχι «δεδηλωμένη ανοχή»
Η άποψη αυτή, παρά το γεγονός ότι εμφανίζεται ως επικρατούσα, δεν είναι η ορθή. Το Σύνταγμα ορίζει και απαιτεί: Κυβέρνηση που πρωτοεμφανίζεται στη Βουλή -και δη μετά τη διενέργεια εκλογών- για να τύχει της εμπιστοσύνης της πρέπει να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της (151 επί 300).
Η υποχρέωση αυτή προκύπτει τόσο από το άρθρο 37 (παρ. 2) όσο και από το άρθρο 84 (παρ. 1). Οι δύο αυτές διατάξεις εκφράζουν στο Σύνταγμά μας την καθιερωμένη από το 1875, επί Χαριλάου Τρικούπη, «αρχή της δεδηλωμένης» εμπιστοσύνης της Βουλής προς την κυβέρνηση. Η οποία μόνο με την πλειοψηφία του συνόλου των μελών της παρέχεται. Η παρ. 2 του άρθρου 37 ορίζει ότι: «Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος το οποίο διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών». Η απαράβατη αυτή προϋπόθεση για τον σχηματισμό κυβερνήσεως δεν αίρεται από τη συνέχεια της ιδίας διατάξεως, είτε από μόνη της είτε και σε συνδυασμό με την παρ. 6 που άρθρου 84 (για την οποία ειδικότερα κατωτέρω). Πράγματι, η παρ. 2 του άρθρου 37 συνεχίζει: «Αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής». Η ίδια απαράβατη προϋπόθεση ισχύει και στην τρίτη διερευνητική εντολή, αλλά και στην τελική προσπάθεια στην κοινή σύσκεψη -ή τη διαβούλευση – των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, ο εντολοδόχος πρωθυπουργός θα πρέπει να διαθέτει τη δεδηλωμένη στήριξη της απόλυτης πλειοψηφίας της Βουλής (151 επί 300) προκειμένου να λάβει την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως και να διοριστεί πρωθυπουργός.
Και τούτο είναι απολύτως φυσικό γιατί δεν μπορεί να νοηθεί πολιτικά και λογικά διαφοροποίηση της βασικής προϋπόθεσης για την παροχή εντολής σχηματισμού κυβερνήσεως μεταξύ πρώτου εδαφίου και λοιπών εδαφίων ενός και του αυτού άρθρου. Αν μπορούσε να συμβεί αυτό, τότε πολύ απλά θα φθάναμε σε καταστάσεις «θεσμικής σχιζοφρένειας», ώστε το άρθρο 37 και να εκφράζει, αλλά και να καταστρατηγεί την «αρχή της δεδηλωμένης». Κατ’ ακολουθίαν, δεν μπορεί να υπάρξει διαφοροποίηση στην προϋπόθεση της μετατροπής της διερευνητικής εντολής σε εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως αφενός και στην παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση αφετέρου. Και αντίθετα, η πλειοψηφία με την οποία η Βουλή θα εκφράσει την εμπιστοσύνη της πρέπει να ταυτίζεται με την πλειοψηφία που απαιτείται προκειμένου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να προχωρήσει στον διορισμό Πρωθυπουργού (151 τουλάχιστον).
Όσον αφορά, εξάλλου, στα οριζόμενα στην προαναφερόμενη παράγραφο 6 του άρθρου 84, η διάταξη αυτή δεν θίγει την «αρχή της δεδηλωμένης», που συνδέεται αναντίρρητα με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών. Απλώς, διαφοροποιεί την απαιτούμενη πλειοψηφία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση και για την καταψήφισή της με πρόταση μομφής. Για την εμπιστοσύνη απαιτεί την πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη των δύο πέμπτων του συνόλου (δηλαδή 120), για δε την έγκριση προτάσεως μομφής και την ανατροπή της κυβερνήσεως απαιτεί την πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών (δηλαδή 151). Και δεν θίγεται η αρχή της δεδηλωμένης από την διαφοροποίηση αυτή, γιατί η διάταξη αφορά σαφέστατα στην ανανέωση της εμπιστοσύνης της Βουλής προς την -σχηματισμένη ήδη κατά την αρχή της δεδηλωμένης- κυβέρνηση.
Και αυτό ορίζεται ρητώς στο Σύνταγμα, αλλά και συνάγεται ευθέως από το πνεύμα του. Και το μεν γράμμα (παρ. 2 του άρθρου 37 και παρ.1 του άρθρου 84: «Η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής») είναι δεδομένο. Για το πνεύμα του Συντάγματος πρέπει να ανατρέξουμε στην ψήφιση του άρθρου 84. Από τις συζητήσεις στην αρμόδια υποεπιτροπή και την ολομέλεια της Συνταγματικής Επιτροπής προκύπτει σαφέστατα και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η Ολομέλεια της Αναθεωρητικής Βουλής το 1975 ψηφίζοντας την παρ.6 του άρθρου 84 γνώριζε πολύ καλά ότι:
Θέσπιζε την «πλειοψηφία των παρόντων» για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση όχι για τον σχηματισμό της, αλλά για κάθε ζήτημα που θα ανέκυπτε κατά τη διακυβέρνησή της και για την αδιαφιλονίκητη συνέχισή της.
Στις υποψίες που είχαν διατυπωθεί τότε για τη διαφοροποίηση της απαιτούμενης πλειοψηφίας -όχι αν καταργείται ή καταστρατηγείται η αρχή της δεδηλωμένης, αλλά γιατί δεν καθιερώνεται και για την πρόταση μομφής η πλειοψηφία των παρόντων με απαιτούμενο όριο τα δύο πέμπτα- απάντησε διεξοδικά ο ουσιαστικός συντάκτης του Συντάγματος του 1975 Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου. Λόγω χώρου παραθέτω τρεις μόνο φράσεις του από τις οποίες σαφώς προκύπτει το πνεύμα του συνταγματικού νομοθέτη, καθώς και τι αυτός θέσπισε:
* «Περαιτέρω, η αξίωσις περί συγκεντρώσεως των δύο πέμπτων της Βουλής υπό της νέας κυβερνήσεως δεν κατισχύει οπωσδήποτε της ανάγκης όπως η Κυβέρνησις συγκεντρώση εν πάση περιπτώσει την πλειοψηφίαν των παρόντων βουλευτών». (σ.σ.: Η οποία στην πρώτη εμφάνιση της νέας κυβέρνησης λογικά θα είναι τουλάχιστον 151, αφού δεν νοείται πολιτικά τουλάχιστον ο εμπαιγμός της ηθελημένης απουσίας και δεν μπορεί να καθιερωθεί συνταγματικά το μικροπολιτικής εμπνεύσεως τέχνασμα της ανοχής στον σχηματισμό κυβερνήσεως).
* «Βασίζεται η αρχή της ειδικής πλειοψηφίας διά την παροχήν προτάσεως μομφής εις την προϋπόθεσιν ότι ούτως είναι δυνατόν να εξασφαλισθή ο σχηματισμός μιας νέας Κυβερνήσεως, η οποία θα απολαμβάνη της πλειοψηφίας της Βουλής. Τούτο δε, κατά τινα τρόπον, εξασφαλίζεται εάν η πρότασις μομφής κατά της Κυβερνήσεως γίνη δεκτή από την απόλυτον πλειοψηφίαν του όλου αριθμού των βουλευτών».
* «Η πρότασις παροχής ψήφου εμπιστοσύνης δεν χρειάζεται να έχη, όπως είπον, την απόλυτον πλειοψηφίαν του όλου αριθμού των βουλευτών. Η Κυβέρνησις πρέπει να έχη τύχει της εμπιστοσύνης της Βουλής άμα τω σχηματισμώ της. Η ευνοϊκή κρίσις της Βουλής επί τεθείσης προτάσεως εμπιστοσύνης διαπιστώνει απλώς ότι η Κυβέρνησις εξακολουθεί να απολαμβάνη της εμπιστοσύνης της Βουλής και ότι είναι δυνατόν να συνεχίση το έργον της. Τοιαύται προτάσεις εμπιστοσύνης είναι δυνατόν να προβάλλωνται από την Κυβέρνησιν εις πάσαν ευκαιρίαν και να συνδέωνται με την θέσιν ενός πολιτικού ζητήματος επί μεγάλου προβλήματος ή με την ψήφισιν ωρισμένου νόμου. Δεν είναι δυνατόν όμως εις όλας τας περιπτώσεις να αξιώνεται να συγκεντρώνη η Κυβέρνησις την πλειοψηφίαν του όλου αριθμού των βουλευτών διά να συνεχίση το έργον της».
Περισσότερο καθαρά δεν μπορούσε κανείς να υπογραμμίσει ότι η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 84 αφορά αποκλειστικά και μόνο στην «πρόταση εμπιστοσύνης» που καταθέτει η κυβέρνηση για να συνεχίσει το έργο της και δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την «εμπιστοσύνη» που επιβάλλεται εκ του Συντάγματος κατά την αρχή της δεδηλωμένης να έχει ο εντολοδόχος πρωθυπουργός, προκειμένου η διερευνητική εντολή να μετατραπεί σε εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως.
Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η αρχή της δεδηλωμένης (απόλυτη πλειοψηφία – 151) απαιτείτο και κατά το άρθρο 37 του Συντάγματος του 1975 που δεν είχε καθιερώσει τις τρεις διερευνητικές εντολές, που εισήχθησαν με την τροποποίηση του 1985/6. Αν ήταν δυνατή η παροχή ψήφου εμπιστοσύνης σε πρωτοεμφανιζόμενη κυβέρνηση με σχετική πλειοψηφία το Σύνταγμα θα περιελάμβανε ασυνάρτητες μεταξύ τους διατάξεις, ώστε η μία να απαιτεί 151 ψήφους για να δοθεί η εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως και μικρότερη πλειοψηφία για την πιστοποίησή της.
Το Σύνταγμα όμως σέβεται την «αρχή της δεδηλωμένης» και δεν αφήνει παραθυράκια για πολιτειακούς και πολιτικούς τραγέλαφους «δεδηλωμένης ανοχής» για τον σχηματισμό κυβερνήσεως, με ερμηνεία των σχετικών διατάξεων που, από όπου και αν ξεκινά, καταλήγει στο να δημιουργεί έδαφος για την προώθηση ανάξιων των περιστάσεων που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα και η κοινωνία μας σκοπιμοτήτων.
Το Σύνταγμα ορίζει ξεκάθαρη διαδικασία και απαιτεί καθαρές πολιτικές λύσεις, κατά τους ορισμούς του και όχι με επινοήσεις «δεδηλωμένης ανοχής». Και εγγυητής της ορθής εφαρμογής του Συντάγματος είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στην τελευταία και πιο κρίσιμη πράξη της θητείας του.