Δεν μπορεί να αλλάξει ο υποψήφιος Πρόεδρος Δημοκρατίας στη Β΄ φάση!
Και τώρα ερχόμαστε στο ζήτημα, αν μπορούν να γίνουν, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, νέες προτάσεις υποψηφίων κατά τη δεύτερη φάση της εκλογής Προέδρου από τη νέα Βουλή:
Η διαδικασία εκλογής Προέδρου από την πρώτη και τη δεύτερη Βουλή είναι, κατά τη γνώμη μου, μια ενιαία διαδικασία. Ο συντακτικός νομοθέτης ήθελε εξαρχής Πρόεδρο Δημοκρατίας με ισχυρή πλειοψηφία της Βουλής.
Για την περίπτωση που δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί η επιθυμητή πλειοψηφία των 180 βουλευτών, θέλησε να αλλάξει μόνο η σύνθεση του εκλεκτορικού σώματος (της Βουλής) με εκλογές, μήπως και κατορθωνόταν έτσι. Αν το Σύνταγμα ήθελε δύο ανεξάρτητες διαδικασίες θα το όριζε ρητώς. Αν ήθελε, δηλαδή, με τη διεξαγωγή των εκλογών όχι μόνο αλλαγή της σύνθεσης ή ανανέωση της λαϊκής εντολής του εκλεκτορικού σώματος (της Ολομέλειας της Βουλής) αλλά και των υποψηφίων, όφειλε να το ορίσει ρητώς, γιατί θα αποτελούσε εξαίρεση της δημοκρατικής αρχής. Και τούτο γιατί ισχύει, όπως γνωρίζουμε, για όλες τις διαδικασίες εκλογής και ιδίως για την εκλογή προσώπων ότι δεν αλλάζουν κατά τη διάρκεια τις διαδικασίας ούτε τα κριτήρια ούτε τα αντικείμενα εκλογής ούτε τα πρόσωπα των υποψηφίων. Αυτό ισχύει και όταν η διαδικασία είναι διαιρεμένη σε φάσεις, όπως για παράδειγμα στις εκλογές των δημοτικών αρχών, όπου προβλέπεται η διεξαγωγή τους σε δύο Κυριακές, αν δεν υπάρχει η επιθυμητή πλειοψηφία κατά την πρώτη.
Η θεμελιώδης αυτή αρχή ορίζεται ρητά στο άρθρο 139 του Κανονισμού της Βουλής για την εκλογή πρόσωπων γενικά και είναι αρχή συνταγματικού επιπέδου, γιατί απορρέει από τη δημοκρατική και την αντιπροσωπευτική αρχή.
Υπάρχουν πολλά επιχειρήματα, που είναι κατανοητά και από τους μη νομικούς πολίτες. Αναφέρω δύο, στην ουσία τους ταυτόσημους λόγους, από τη λογική της δημοκρατικής αρχής και την πράξη άσκησης του πολιτικού δικαιώματος ανάδειξης προσώπου σε πολιτική θέση:
(α) Οι νομικοί γνωρίζουν ότι οι διατάξεις νόμου που καθορίζουν διαδικασίες γενικά -και ιδίως διαδικασίες εκλογής- δεν μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της, ούτε επιδέχονται διασταλτική ερμηνεία, γιατί αποτελούν περιοριστική ρύθμιση ελευθερίας επιλογής, άσκησης διακριτικής ευχέρειας και άσκησης νομιμοποιημένης εξουσίας. Διαφορετικά, ως προς τη διεξαγωγή εκλογής, θα εδημιουργείτο, με κάθε νέα ερμηνεία, σύγχυση στους εκλέκτορες και χάος στην εκλογή. Ο επόμενος λόγος είναι, στην ουσία, επεξήγηση και αιτιολόγηση του πρώτου.
(β) Δεν μπορεί αυθαίρετα να διακοπεί και με αυτό τον τρόπο να ακυρωθεί η σχηματισθείσα ή εκφρασθείσα θέληση των εκλογέων ή μελών ενός συλλογικού εκλεκτορικού σώματος. Οι εκλέκτορες θα πρέπει να ξέρουν από την αρχή της διαδικασίας μέχρι το τέλος πώς εκλέγουν και ποιους εκλέγουν.
Η εισπήδηση νέων υποψηφίων πριν από τη λήξη της διαδικασίας εκλογής αυτών που ορίστηκαν εξαρχής εξυπηρετεί μόνο κομματικά ή προσωπικά συμφέροντα. Έτσι, αφενός περιορίζεται ανεπίτρεπτα η ελευθερία πολιτικής επιλογής τους κατά τη διάρκεια της άσκησης του πολιτικού τους δικαιώματος και αφετέρου παραβιάζεται η ισότητα εκλογής μεταξύ των πρώτων υποψηφίων και αυτών που παρεισάγονται αργότερα.
Και τα δύο είναι ανεπίτρεπτα από τη δημοκρατική αρχή σε συνδυασμό με την αρχή της πολιτικής ελευθερίας και της πολιτικής ισότητας. Μόνο κατά τη διάρκεια διάπλασης της πολιτικής θέλησης, προτού, δηλαδή, αρχίσει η εκλογική διαδικασία, είναι δυνατή η μεταβολή προσώπων και προγραμμάτων, μέσα στα όρια πάντοτε της λογικής θεμελίωσης και των ορίων του πολιτικού ήθους και πάντοτε όπως ορίζει ο νόμος.
Βεβαίως, υπάρχουν δύο λύσεις σύμφωνες με το Σύνταγμα, δεδομένου ότι ο Καταστατικός Χάρτης προβλέπει υποχρεωτικά εκλογή Προέδρου με τη δεύτερη Βουλή:
Η πρώτη λύση είναι και η ορθόδοξη: Η διαδικασία να συνεχίσει κανονικά με τον μόνο υποψήφιο. Τα κόμματα, άλλωστε, της προηγούμενης Βουλής γνώριζαν το Σύνταγμα και αποδέχθηκαν ότι μόνος υποψήφιος θα ήταν ο κύριος Δήμας, χωρίς να ορίσουν άλλον υποψήφιο.
Η δεύτερη λύση -η οποία είναι λύση κατ’ οικονομίαν- είναι να καθυστερήσει λίγες μέρες η εκλογή του Προέδρου και να προηγηθεί η τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής, ώστε να προβλεφθεί η εκλογή Προέδρου με τους όρους της δεύτερης φάσης που ορίζει το Σύνταγμα (180, 151, σχετική πλειοψηφία) και με δυνατότητα όλων των κομμάτων να ορίσουν νέους υποψηφίους κατά την πρώτη συνεδρίαση και μόνο. Αυτό στηρίζεται στην εξουσιοδότηση που δίνει το Σύνταγμα στη Βουλή να ορίσει με τον Κανονισμό της τη διαδικασία εκλογής (άρθρο 32 παρ. 1). Η δυνατότητα καθυστέρησης εκλογής του Προέδρου προβλέπεται, επίσης, από το Σύνταγμα, οπότε παραμένει και ασκεί τα καθήκοντά του ο απερχόμενος Πρόεδρος, έστω και αν θα έχει λήξει η θητεία του (άρθρο 32 παρ. 6).
Αν δεν εφαρμοστεί μία από τις δύο λύσεις, θα βαραίνει τον θεσμό και τον Πρόεδρο που θα εκλεγεί το ζήτημα παραβίασης του Συντάγματος.