Κρίσιμες εκλογές για την Ελλάδα και την Ευρώπη

Διανύει ήδη το 6ο κατά σειρά έτος υφέσεως, χωρίς συγκεκριμένη προοπτική για επιστροφή στην ανάπτυξη και στο επίπεδο ζωής που είχε μέχρι πριν από λίγα χρόνια.

Θα πει κανείς ότι αυτό το χαμένο επίπεδο ζωής ήταν παραπλανητικό γιατί βασιζόταν σε σαθρά θεμέλια. Δεν ανταποκρινόταν σε πραγματική εθνική παραγωγή. Είχε ως αντίτιμο τη σταδιακή υπερχρέωση της χώρας, που έφτασε σε σημείο εκρήξεως.

Αυτά είναι αλήθεια σ’ ένα μέτρο, αλλά δεν είναι όλη η αλήθεια. Αυτό που συνέβη στην Ελλάδα δεν ήταν αναπόφευκτο να γίνει. Υπήρξαν αδιανόητοι χειρισμοί, ανεδαφικές πολιτικές και πραγματικά οικονομικά και πολιτικά εγκλήματα, που έστρωσαν τον δρόμο της σημερινής καταστροφής.

Τα λάθη, τις παράλογες πολιτικές και την ιδεολογική μυωπία εκμεταλλεύθηκαν δυνάμεις εκτός της χώρας για να κατοχυρώσουν αφενός τα δικά τους συμφέροντα, αλλά αφετέρου για να επιβάλλουν πολιτικές, Μνημόνια και όρους που στοχεύουν όχι στη σωτηρία της χώρας, όπως διατείνονται, αλλά στην οικονομική της άλωση, στην υποθήκευση της κυριαρχίας της και στον γεωπολιτικό της έλεγχο.

Ποιο είναι το αναπτυξιακό σχέδιο για την έξοδο της χώρας από τη σημερινή κρίση; Η απουσία του δεν είναι τυχαία και δεν οφείλεται απλώς σε πολιτική ανεπάρκεια των κυβερνώντων.

Έχει ιδεολογική και πολιτική διάσταση. Με βάση το γνωστό δόγμα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, το οποίο έχει κυριαρχήσει στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποίηση, δεν χρειάζεται για την έξοδο από την κρίση οποιαδήποτε σχεδιασμένη αναπτυξιακή πολιτική, που θα περιλαμβάνει μάλιστα ενεργό ρόλο του κράτους και δημόσιες επενδύσεις.

Ως κυρίαρχος παράγων έχουν αναγορευθεί σήμερα οι αγορές. Από αυτές θα αντληθούν επενδύσεις, μέσα από ιδιωτικοποιήσεις και αξιοπιστία, που θα εμπνέεται από το ελεγχόμενο χρέος, τη δημοσιονομική ισορροπία και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Η τελευταία δεν προσδιορίζεται πλέον με αναφορά την Ευρωπαϊκή, αλλά την παγκόσμια αγορά. Μια από τις συνέπειες που είχε η ταύτιση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με την παγκοσμιοποίηση είναι η σύγχυση της Ευρωπαϊκής με την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα. Αυτό είχε, με τη σειρά του, ως συνέπεια να περιθωριοποιηθεί πλήρως η αρχή της Κοινοτικής Προτιμήσεως, που παρείχε μια ελάχιστη προστασία στα Ευρωπαϊκά προϊόντα και στην εθνική παραγωγή των χωρών – μελών.

Προφανώς, στο θέμα αυτό δεν είναι ίδια η θέση των βιομηχανικά και τεχνολογικά αναπτυγμένων χωρών με εκείνη των λιγότερο αναπτυγμένων και λιγότερο ανταγωνιστικών χωρών.

Οι πρώτες βλέπουν την παγκοσμιοποίηση ως πλεονέκτημα. Μπορούν με αυτή να εξάγουν, χωρίς εμπόδια και δασμούς, τα προϊόντα τους σε όλες τις αγορές του κόσμου.

Η κατάσταση δεν θα είναι η ίδια, σε σύντομο χρόνο, όταν τα βιομηχανικά και τεχνολογικά προϊόντα αναδυομένων χωρών, όπως, π.χ., η Κίνα, θα ανταγωνίζονται σκληρά στις ίδιες τις Ευρωπαϊκές αγορές τα Ευρωπαϊκά προϊόντα. Ένα παράδειγμα είναι οι κυψέλες παραγωγής ηλιακής ενέργειας. Η Κίνα ελέγχει ήδη το 80% περίπου της παγκόσμιας αγοράς.

Η Γερμανία, για να προστατεύσει τη δική της παραγωγή και τεχνολογία, ενήργησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και επέβαλε δασμούς 40% στα Κινεζικά τεχνολογικά προϊόντα ηλιακής ενέργειας.

Η Γερμανία δεν επιδεικνύει, βεβαίως, την ίδια ευαισθησία και αντίδραση όταν πλήττονται προϊόντα με μικρότερη προστιθέμενη αξία, που παράγει η Ελλάδα ή άλλες λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες – μέλη.

Παρόμοιος προβληματισμός επικρατεί και για το θέμα του εξωτερικού χρέους και της δημοσιονομικής ισορροπίας. Η ίδια η σημερινή κυβέρνηση υπερηφανευόταν ότι είχε επιτύχει, στο Συμβούλιο Κορυφής του φθινοπώρου του 2012, υπόσχεση των Ευρωπαίων εταίρων να εξετάσουν μέτρα για τη μείωση του βάρους του χρέους, εάν η Ελλάδα εμμείνει στην εφαρμογή των όρων των Μνημονίων και επιτύχει διατηρήσιμο δημοσιονομικό πλεόνασμα.

Κατά την κυβερνητική θεωρία, ο συνδυασμός των δύο αυτών «επιτυχιών» θα άνοιγε τον δρόμο για την επιστροφή στις αγορές και στην οικονομική ομαλότητα. Το αισιόδοξο αυτό σενάριο διαψεύσθηκε από τους ίδιους τους υποτιθέμενους προαγωγούς του.

Η Γερμανίδα καγκελάριος και ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών προέβαλαν για μια ακόμη φορά το σκληρό πρόσωπο μιας ατέλειωτης λιτότητας, που θα τροφοδοτεί την εξυπηρέτηση ενός χρέους, που με κάθε λογική εκτίμηση δεν είναι βιώσιμο.

Η συνεχής λιτότητα, χωρίς ένα γενναίο αναπτυξιακό αντιστάθμισμα, είτε με τη μορφή ειδικών αναπτυξιακών προγραμμάτων είτε ενός ευρύτερου Ευρωπαϊκού Σχεδίου Μάρσαλ, καταλήγει σε καθήλωση της Ελλάδος σε ρόλο μιας νέας Βουλγαρίας, χωρίς πραγματική ελπίδα ουσιαστικής αναπτύξεως και ευημερίας.

Το παράδοξο είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση προσχώρησε, χωρίς πολλές αντιστάσεις, στα ιδεολογήματα των εξαρχόντων της λιτότητας.

Έκανε και δική της θέση τον ισχυρισμό ότι το χρέος είναι βιώσιμο με τη δικαιολογία ότι, σε διαφορετική περίπτωση, η Ελλάδα θα εξετίθετο και δεν θα μπορούσε να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές. Δεν είναι η μόνη ιδεολογική παραχώρηση που έκανε, σε αντίθεση με τις αρχές και θέσεις που υποστήριζαν στο παρελθόν τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και το ΠΑΣΟΚ.

Η μετάλλαξή τους δεν είναι άσχετη με την ταύτιση της Ευρώπης με τον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση. Εφόσον η Ευρώπη ταυτίσθηκε με αυτές τις πολιτικές, που ενεγράφησαν μάλιστα στις ίδιες τις Συνθήκες της, η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ βρέθηκαν στην ίδια θέση, που είναι η «κοινή» Ευρωπαϊκή θέση.

Είναι και αυτό μια ένδειξη ότι το Ελληνικό πρόβλημα δεν είναι μόνο εσωτερικό, όσο και αν βολεύει ορισμένους να το παρουσιάζουν έτσι. Έχει ταυτόχρονα και μια εξωτερική Ευρωπαϊκή διάσταση.

Η κατεύθυνση που ακολούθησε η Ευρώπη οδηγεί στην Ευρώπη της κοινής αγοράς και όχι της πολιτικής Ενώσεως.

Αυτό όμως που συνάρπασε τους Ευρωπαϊκούς λαούς είναι η ιδέα της πολιτικής Ενώσεως, που περιλαμβάνει, προφανώς, την κοινή ανάπτυξη, τη σύγκλιση, τη συνοχή και την αλληλεγγύη.


Σχολιάστε εδώ