«Η Δημοκρατία ενίκησε…»

Συνεχίζουμε:

Την εποχή εκείνη, κάτι ο Τύπος που βρισκόταν στα ύψη και κατά κάποιον τρόπο ήταν ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων, κάτι η πολιτική ανωμαλία που αποτελούσε τροχοπέδη και προκαλούσε προβλήματα στην καθημερινότητα, κάτι οι πράξεις και οι νόμοι της κυβέρνησης που τελούσαν υπό αμφισβήτηση, είδε ο βασιλεύς ότι «δεν πήγαινε άλλο», κάλεσε σε σύσκεψη τους πολιτικούς αρχηγούς, που εν τω μεταξύ «έπαψαν να του κάνουνε μούτρα», και αφού είπαν το μακρύ τους και το κοντό τους αποφάσισαν τη διενέργεια βουλευτικών εκλογών (με σχετική τιμιότητα) την 3η Νοεμβρίου του 1963.

Ασυγκράτητος πολέμαρχος, εν είδει Ρομπέν των Δασών και Ζορό, επέστρεψε εκ Παρισίων για να ηγηθεί του εκλογικού αγώνος ο Κων. Καραμανλής, βαρέως φέρων το ότι, ενώ τα πάντα ήσαν ανθηρά και ακλόνητα, αιφνιδίως βρέθηκε «εκτός νυμφώνος». Με «συγκρατημένη αισιοδοξία» αλλά και με τα μάτια δεκατέσσερα μη γίνει πάλι καμιά «λαδιά», οργάνωνε την προεκλογική της εκστρατεία η Ένωση Κέντρου, που ήταν το «κύκνειο άσμα» της πολιτικής σταδιοδρομίας του επικεφαλής της, του αειθαλούς Γεώργιου Παπανδρέου, ο οποίος ήταν μαχητικότερος από ποτέ, συνεπαρμένος από το «πλήθος και το πάθος».

Τελικά η φορά των γεγονότων δημιουργούσε δύο κυρίως μονομάχους, την πανίσχυρη ΕΡΕ από τη μία και το μωσαϊκό του Κέντρου από την άλλη. Ανάμεσά τους μερικά «ανεμομαζέματα και διαβολοσκορπίσματα» που φωνασκούσαν: «Είμαστε κι εμείς εδώ, μπάρμπα», ευελπιστώντας πως όλο και κάτι θα τσιμπολογούσαν από τα… ψίχουλα της εξουσίας.

Για το «αδιάβλητο των εκλογών» ορκίστηκε υπηρεσιακός πρωθυπουργός ο Π. Παρασκευόπουλος και όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν προς την κάλπη, όπου διαφαινόταν πως ύστερα από 11 ολόκληρα χρόνια το Κέντρο επανήρχετο στην εξουσία. Με τη νέα κατάσταση που άρχισε να διαμορφώνεται πήρε αέρα «ο ποπός» των αριστερών, που «σήκωσαν κεφάλι» εντείνοντας τη δραστηριότητά τους και κάνανε τους «εκείθεν» να τους παρακολουθούν βγάζοντας φλύκταινες. Είχε δημιουργηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη και η Νεολαία Λαμπράκη, οι Λαμπράκηδες, προς τιμήν του δολοφονηθέντος βουλευτού της ΕΔΑ, που κλιμάκωνε με θρασύτητα την παρουσία της, ενώ οι χωροφύλακες στην επαρχία τρίζανε τα δόντια και βγάζανε ατμούς από τη μύτη, έτοιμοι να ορμήσουν όπως ο ταύρος κατά του ταυρομάχου.

Παρά τον συνηθισμένο όμως κομματικό προεκλογικό πυρετό, η ένταση που υπήρχε τα δύο τελευταία χρόνια βαθμηδόν κόπαζε. Τα προεκλογικά συνθήματα των δύο μονομάχων ήσαν από τη μεν ΕΡΕ η παρουσίαση του «δημιουργικού έργου των κυβερνήσεων Καραμανλή», από τη δε Ένωση Κέντρου η… απεχθής «βία και νοθεία» που ασκήθηκε για να υποκλαπεί η λαϊκή βούληση. Οι προεκλογικές κονταρομαχίες δεν προκαλούσαν ιδιαίτερες εξάψεις, καθώς είχαν ειπωθεί τόσο πολλές κατηγορίες εκατέρωθεν, ώστε εθίστηκε ο ψηφοφόρος και έβρισκε τα πάντα «πράματα φυσικά και… αυτονόητα». Το πολύ πολύ να μονολογούσε διαβάζοντας τα «βρώμικα» στα παραπολιτικά των εφημερίδων: «Τς, τς, τς… Βρε, τους κερατάδες…», καταλήγοντας σε ένα: «Δεν βαριέσαι. Όλοι τα ίδια κάνουνε!».

Τα χρόνια εκείνα υπήρχε πράγματι πολύ μεγάλη ανάπτυξη. Οι πληγές από τον δεκαετή πόλεμο και τον Εμφύλιο είχαν κλείσει και οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να ζούνε σαν… άνθρωποι.

Και ξημέρωσε η συννεφιασμένη Κυριακή 3 Νοεμβρίου. Οι εκλογές διεξήχθησαν όπως όλες οι εκλογές, που έχουν καθιερώσει τα δικά τους ήθη και έθιμα και τις δικές τους πρακτικές. Πρώτο κόμμα, ελάχιστα μπροστά από την ΕΡΕ, ανεδείχθη η Ένωση Κέντρου, αλλά χωρίς αυτοδυναμία, ενώ η ΕΔΑ, που τσοντάρισε με το «κατιτίς της» το Κέντρο, πολλά… ευελπιστώντας, παρουσίασε μείωση ποσοστών. Χαρές και πανηγύρια του λαού στους δρόμους, με σύνθημα: «Η Δημοκρατία ενίκησε»!

Σύμφωνα με το ισχύον τότε Σύνταγμα, η εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως δόθηκε στον Γ. Παπανδρέου, αλλά στερούμενος 151 βουλευτών δεν μπορούσε να λάβει από τη Βουλή ψήφο εμπιστοσύνης. Προσφέρθηκε, βέβαια, να τον στηρίξει τελείως ανιδιοτελώς η ΕΔΑ, αλλά ο Γέρος, έχοντας κατά νου το «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας» και όντας μια ζωή έντονα αντικομμουνιστής, είπε «να μένει το βύσσινο» και ζήτησε τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη νέων εκλογών, όπερ και εγένετο. Στο μεσοδιάστημα από εκείνες τις εκλογές μέχρι τις προσεχείς, που ορίστηκαν για τις 16 Φεβρουαρίου 1964, κυβερνούσε η Ένωση Κέντρου, που επεδόθη σε όργιο παροχών, ενώ ο Κ. Καραμανλής, χολωμένος που τον «εξωπέταξαν», πήρε των ομματιών του, πήρε το όνομα Τριανταφυλλίδης και, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, πήρε το αεροπλάνο ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του. Πήρε ακόμη ένα μικρό καδράκι, που το κρέμασε στο δωμάτιό του για να τον συντροφεύει στην ξενιτιά. Έγραφε: «Πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά ΜΟΥ θα ‘ναι…».


Σχολιάστε εδώ