Κυβέρνηση με 151 ή νέες εκλογές

Το επιχείρημα όμως δεν ευσταθεί, η δε προβαλλόμενη εκδοχή και δεν εδράζεται στο Σύνταγμα και είναι πολιτικά παράλογη και επιζήμια για τη χώρα. Αν από τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου προκύψει αδυναμία σχηματισμού κυβερνήσεως που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι υποχρεωμένος από το Σύνταγμα να προχωρήσει στη διάλυση της Βουλής και στην προκήρυξη νέων εκλογών. Η δε σχετική διαπίστωση γίνεται χρονικά πριν συνέλθει η Βουλή. Πράγματι, με αφετηρία την ημερομηνία των εκλογών, η αδυναμία σχηματισμού κυβερνήσεως διαπιστώνεται (με τη διαδικασία των τριών διερευνητικών εντολών κατά το άρθρο 37) εντός εννέα το πολύ ημερών, προκειμένου για κυβέρνηση συνεργασίας κομμάτων. Οι προθεσμίες που τάσσει το Σύνταγμα είναι κυριολεκτικώς ασφυκτικές, ακριβώς γιατί η διαπίστωση επιβάλλεται να γίνει το ταχύτερο, ώστε το ταχύτερο να κινηθούν και οι διαδικασίες (διάλυση της Βουλής και προκήρυξη νέων εκλογών) ώστε να περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατόν η περίοδος πολιτικής αβεβαιότητος και ακυβερνησίας. Και είναι τόσο ασφυκτικές που προλαβαίνουν την πρώτη σύγκληση της Βουλής, η οποία προσδιορίζεται με το διάταγμα διαλύσεως της Βουλής και προκηρύξεως των εκλογών, κατά κανόνα την ενδεκάτη ημέρα από την ημέρα των εκλογών. Ακριβώς την ενδεκάτη ημέρα από τις εκλογές έχει ορισθεί (την 5η Φεβρουαρίου) και η σύγκληση της μελλούσης να εκλεγεί Βουλής, γιατί τόσες ημέρες απαιτούνται για να προσδιοριστεί επακριβώς η σύνθεση της Βουλής, με την οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων με την τελική καταμέτρηση των ψήφων, ώστε να αναδειχθούν οι εκλεγόμενοι βουλευτές.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και όλα τα κόμματα θα έχουν όμως ήδη, από τις 3 Φεβρουαρίου το αργότερο, πιστοποιήσει ότι δεν είναι δυνατή η συγκρότηση κυβερνήσεως της εμπιστοσύνης της Βουλής. Επειδή, δε, το πρώτο και κύριο ζητούμενο των γενικών εκλογών είναι η ανάδειξη Βουλής και κυβερνήσεως, δεν υπάρχει περιθώριο διλήμματος αν πρέπει ή όχι να παραταθεί η ακυβερνησία προκειμένου να εκλεγεί Πρόεδρος Δημοκρατίας. Τη χρονική και θεσμική αυτή «ιεράρχηση» των ενεργειών που ακολουθούν με τη διαπίστωση μιας τέτοιας καταστάσεως, την προσδιορίζει ευθέως το Σύνταγμα, στην παρ. 5 εδ. 2 του άρθρου 32 που καθορίζει τα της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η σχετική διάταξη ορίζει:

«Αν η Βουλή έχει διαλυθεί με οποιονδήποτε τρόπο, η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας αναβάλλεται ώσπου να συγκροτηθεί σε σώμα η νέα Βουλή και μέσα σε είκοσι ημέρες, το αργότερο, από τη συγκρότησή της, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους 3 και 4, αφού τηρηθούν και οι ορισμοί της παραγράφου 1 του άρθρου 34».

Το Σύνταγμα, δηλαδή, θέτει τον σχηματισμό κυβέρνησης που απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής σε θέση υπέρτερη της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Και γι’ αυτό «δέχεται» (ορίζει) τη δυνατότητα αναβολής της εκλογής μέχρις ότου η Βουλή επιτελέσει τον πρώτο και κύριο ρόλο για τον οποίο εκλέγεται από τον λαό, να στηρίξει κυβέρνηση. Αντίθετα, καμία απολύτως διάταξη του Συντάγματος δεν υπονοεί έστω ότι ανέχεται κυβέρνηση περιορισμένης εμπιστοσύνης και Βουλή περιορισμένου χρόνου ή «ειδικού σκοπού», εν προκειμένω για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Και τούτο είναι σε απόλυτη αρμονία με τη βασική επιδίωξη που είναι η διακυβέρνηση της χώρας και η αποφυγή καταστάσεων πολιτικής αστάθειας. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας όχι απλώς μπορεί, αλλά επιβάλλεται να περιμένει την κανονική κατά το Σύνταγμα συγκρότηση της πολιτικής εξουσίας, της Βουλής και της κυβέρνησης.

Όσον αφορά, εξάλλου, στο επιχείρημα της αναγκαιότητας να προηγηθεί η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από τη νέα Βουλή γιατί η προηγούμενη διαλύθηκε λόγω αδυναμίας της να εκλέξει Πρόεδρο Δημοκρατίας, αυτό όχι μόνο λογικά απορρίπτεται, αλλά και εκμηδενίζεται από την προαναφερόμενη συνταγματική διάταξη περί αναβολής της εκλογής.

Σημειώνεται δε ότι η διάταξη αυτή αναφέρεται σαφέστατα και στην εξεταζόμενη τώρα περίπτωση, στη διάλυση δηλαδή Βουλής («για οποιονδήποτε λόγο» – και εν προκειμένω λόγω αδυναμίας να στηρίξει κυβέρνηση) που προήλθε από εκλογές, μετά από διάλυση Βουλής λόγω αδυναμίας εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας. Και αυτό καταφαίνεται από την αμέσως επόμενη συνταγματική διάταξη (παρ. 6 του άρθρου 32) που ορίζει ότι η θητεία του Προέδρου της Δημοκρατίας παρατείνεται αν η διαδικασία για την εκλογή του δεν περατωθεί εγκαίρως. Πράγμα που θα γινόταν οπωσδήποτε με τις σημερινές συνθήκες, αν η σχετική διαδικασία είχε κινηθεί στον προβλεπόμενο από το Σύνταγμα χρόνο (ένα τουλάχιστον μήνα πριν από τη λήξη της θητείας) και όχι τρεις μήνες πριν.

«Αρχή της δεδηλωμένης» και «εμπιστοσύνη»

Ένα συναφές, εξάλλου, θέμα που συζητείται είναι η απαιτούμενη πλειοψηφία με την οποία παρέχεται η εμπιστοσύνη της Βουλής. Διατυπώνεται δε από ορισμένες πλευρές η άποψη πως είναι δυνατόν, μετά τον κύκλο των άκαρπων διερευνητικών εντολών, τα κόμματα να συμφωνήσουν να στηρίξουν κυβέρνηση με «ψήφο ανοχής». Και αυτό για να μπορέσει να συγκροτηθεί η Βουλή και να εκλέξει Πρόεδρο Δημοκρατίας. Υποστηρίζεται δηλαδή πως είναι δυνατή η παροχή ψήφου εμπιστοσύνης σε πρωτοεμφανιζόμενη στη Βουλή κυβέρνηση με πλειοψηφία μικρότερη των 151. Η άποψη όμως αυτή δεν είναι απλώς εκτός γράμματος και πνεύματος Συντάγματος, αλλά και καταστρατηγεί την «Αρχή της δεδηλωμένης», η οποία μόνο με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών τηρείται. Βεβαίως το άρθρο 84 του Συντάγματος ορίζει στην παρ. 6 ότι: «Πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών….».

Όμως, όπως διευκρίνισε ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου (πρόεδρος της Βουλής που προήλθε από τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1974 και ουσιαστικός συντάκτης του Συντάγματος του 1975) κατά τη συζήτηση του άρθρου 84, η πλειοψηφία αυτή αφορά την ήδη σχηματισθείσα κυβέρνηση που έχει ήδη λάβει (κατά την «Αρχή της δεδηλωμένης») την εμπιστοσύνη της Βουλής και την ανανεώνει.

Πράγματι, αν ετίθετο διαφορετικά το θέμα θα επρόκειτο περί καταργήσεως της «Αρχής της δεδηλωμένης» και θα είχε προκληθεί σάλος κατά την εμφάνιση του Συντάγματος του 1975, όταν προκαλούσε πολιτικό και αντιπολιτευτικό «σεισμό» ακόμη και η αλλαγή στίξεως σε διάταξη του αρχικού Κυβερνητικού Σχεδίου Συντάγματος. Αντίθετα, στην τότε Αναθεωρητική Βουλή από κανένα απολύτως κόμμα, πολιτικό αρχηγό η και μεμονωμένο βουλευτή δεν ετέθη θέμα καταστρατηγήσεως και πολύ περισσότερο καταργήσεως της «Αρχής της δεδηλωμένης», όπου αναγκαστικά οδηγεί η σήμερα προβαλλόμενη άποψη. Πέραν όμως του πνεύματος και της βουλήσεως του «Συνταγματικού Νομοθέτη», όπως καταγράφονται στα πρακτικά των τότε συζητήσεων, το έωλο της προβαλλόμενης σήμερα απόψεως καταφαίνεται και από τούτο: Αν πράγματι η εμπιστοσύνη της Βουλής μπορούσε να παρασχεθεί σε πρωτοεμφανιζόμενη, ιδίως μετά από εκλογές, κυβέρνηση με σχετική πλειοψηφία, τότε γιατί οι πολιτικοί αρχηγοί να καταθέτουν την εντολή όταν διαπίστωναν αδυναμία να συγκεντρώσουν τους «151»;

Το Σύνταγμα, ειδικά ως προς τις δύο αναφερόμενες εδώ περιπτώσεις, προβλέπει σαφέστατα και πληρέστατα τι ακριβώς επιβάλλεται να γίνει. Απομένει βεβαίως η πολιτική πρακτική, κατά τη βούληση των πολιτικών δυνάμεων, να κινηθεί με λογική και κατά τις συνταγματικές επιταγές. Είναι αρκετή η ασάφεια με την οποία εκφράζεται η λαϊκή βούληση. Ας μη την επιτείνουμε με άτοπες αναζητήσεις «λύσεων», που αν εφαρμοστούν θα παρατείνουν και θα βαθύνουν την πολιτική αστάθεια.

Αν από τις εκλογές δεν προκύψει κυβέρνηση, η μόνη συνταγματικά και πολιτικά ορθή οδός είναι η άμεση προκήρυξη νέων εκλογών. Και αυτό πρέπει να το γνωρίζει ο ψηφοφόρος.


Σχολιάστε εδώ