Κάτι τέα, κάτι μέα, φάγανε τον Παπανδρέα…
Επειδή όμως ήταν φύσει ευγενής, είχε και κάτι ψιλοϋποχρεώσεις στα ανάκτορα, και επειδή το «πρωτόκολλο» δεν περιλάμβανε παρόμοια φρασεολογία, όπως μπορεί να διαβεβαιώσει και ο κ. Χρ. Ζαμπούνης, δεν εξωτερίκευσε μεγαλοφώνως την ενδόμυχη σκέψη του. Όμως, όπως θα γνωμάτευε και ο πρώτος τυχών συνταγματολόγος, προέκυψε «διαφωνία μεταξύ βασιλέως και πρωθυπουργού, η άρνηση του οποίου για το ταξίδι εδραζόταν στο ότι, όταν λίγες ημέρες πρωτύτερα η βασίλισσα Φρειδερίκη περιδιαβάζοντας στους δρόμους του City συνάντησε κάποια γνωστή και μη εξαιρετέα κυρία Αμπατιέλου, η οποία θέλοντας προφανώς να εξακριβώσει διά των χειρών της, ως ο άπιστος Θωμάς, εάν τα μαλλιά της άνασσας ήσαν «φυσικά» ή περούκα αγορασμένη από τα «Harrods», την άρπαξε εν μέση οδό και την ξεμάλλιασε… Προς εφησυχασμό του αναγνώστη, βεβαιώνουμε πως τα μαλλιά της ήσαν «φυσικά». Με την ανακύψασα διαφωνία, ο πρωθυπουργός κατά την «εθιμική διαδικασία» παραιτήθηκε και ο άναξ, που είχε ήδη ετοιμάσει τη βαλίτσα του, ανέθεσε τον σχηματισμό κυβερνήσεως στον Παν. Πιπινέλη, ο οποίος ανέλαβε ως «το μάτι και το αυτί» του παραιτηθέντος Καραμανλή, που για να τιμωρήσει τους αγνώμονες Έλληνες αναχώρησε για διακοπές στην Ελβετία. Φυσικά, άφησε να υφέρπει η ελπίδα ότι θα επιστρέψει οψέποτε βάλει μυαλό αυτός ο απερίσκεπτος λαός και τον καλέσει.
Τα γεγονότα αυτά αποτελούσαν το κερασάκι στην τούρτα, αλλά ήταν και ο πρόλογος όσων έμελλε να ακολουθήσουν, καθώς η πολιτική ζωή ήταν άκρως τεταμένη από διετίας, από τότε, δηλαδή, που διεξήχθησαν βουλευτικές εκλογές, τις οποίες, παρά κάθε προσδοκία, κέρδισε η ΕΡΕ του Κ. Καραμανλή, αλλά όχι με τον πλέον ορθόδοξο τρόπο, όπως ισχυρίζονταν με βρασμό ψυχής μερικοί «κοινοβουλευτικά μυγιάγγιχτοι», ενώ χειροκροτούσαν πανευτυχείς οι επιθεωρησιογράφοι. Ήταν τότε που από σκηνής θριάμβευε ο πληθωρικός λαϊκός ηθοποιός Μητσάρας, ο οποίος αναλύοντας εμμέτρως τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας τραγουδούσε:
«Κάτι τέα, κάτι μέα, φάγανε τον Παπανδρέα…».
Για να πούμε όμως και του στραβού το δίκιο, υπήρχαν αρκετοί «αντικειμενικοί σχολιαστές» που, για να απαλύνουν τις εντυπώσεις του εκλογικού σώματος, επεξηγούσαν πως, έστω κι αν η ΕΡΕ έκανε μια μικρή ζαβολιά καταφεύγοντας σε «βία και νοθεία», το έπραξε με άφατη θλίψη «χάριν του εθνικού συμφέροντος». Υπήρχαν, μάλιστα, και αντικειμενικότεροι σχολιαστές, εργαζόμενοι σε φιλοκυβερνητικές εφημερίδες, που επέρριπταν ευθύνες στην αντιπολίτευση διότι -έλεγαν- δεν υπέδειξε, ως ώφειλε, άλλον, λυσιτελέστερο τρόπο για να διατηρηθεί η ΕΡΕ στην εξουσία. Εν πάση περιπτώσει, τα κεντρώα κόμματα και κομματίδια αποφάσισαν να αναστείλουν την ενδημούσα αλληλοφαγωμάρα τους και να αποφασίσουν το «δέον γενέσθαι». Είχαν ήδη συσπειρωθεί από καιρό και είχαν συμπήξει έναν ισχυρό κομματικό οργανισμό, την Ένωση Κέντρου, την αρχηγία της οποίας είχαν αναθέσει στον Γεώργιο Παπανδρέου -ενισχυθέντα αργότερα-, με επιβλέποντα άτυπο συναρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο, διάσημο στις ίντριγκες και «μετρ» στη δημιουργία «εσωτερικών προβλημάτων». Στην Ένωση μετείχαν επίσης το «μίασμα» Ηλίας Τσιριμώκος εκ της Αριστεράς, ο δεξιός Στέφανος Στεφανόπουλος, επιφορτισμένος με το «ούτε να κάνει τίποτα ούτε να ασχολείται με τίποτα» (αναλαβών μετά χαράς τη δυσβάστακτη ευθύνη), ο «πάντα και πανταχού παρών» αρχηγός του Αγροτικού Κόμματος Αλ. Μπαλτατζής και, τέλος, χάριν ποικιλίας, ο Σάββας Παπαπολίτης, προερχόμενος εκ της ΕΠΕΚ του Πλαστήρα και μεταβληθείς έκτοτε σε «ηδονοβλεψία της εξουσίας».
Η νεοσύστατη κεντρώα παράταξη ανασκουμπώθηκε και σήκωσε μπαϊράκι για την ανατροπή τής μόλις εκλεγείσας κυβέρνησης και τη διενέργεια νέων εκλογών προς αποκατάσταση της νομιμότητος. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, κήρυξε «Ανένδοτο Αγώνα εντός και εκτός Βουλής», χρησιμοποιώντας κάθε επαναστατικό μέσον, όπως ότι θα ήσαν φειδωλοί σε προπόσεις στα επίσημα γεύματα και τις συναφείς δεξιώσεις, με κορυφαίο το ότι θα «κρατούσαν μούτρα στον βασιλιά…». Σύμφωνα με την κρητική μαντινάδα, «Χωρίς γινάτια το φιλί δεν έχει νοστιμάδα…», άρα και «Ανένδοτος Αγώνας» χωρίς διαδηλώσεις, πετροβόλημα και φωνασκίες είναι «τυρόπιτα χωρίς τυρί». Οπότε και η Αστυνομία, ενεργώντας αρμοδίως, «εξέδιδε απαγορεύσεις, απέκλειε περιοχές και έσπαγε και κανένα αγύριστο κεφάλι». Έτσι, σε μια περίπτωση κατά τη διάρκεια του Ανένδοτου, η Ένωση Κέντρου αποπειράθηκε να οργανώσει συλλαλητήριο διαμαρτυρίας μπροστά από τα γραφεία της Λέσχης Φιλελευθέρων, επί της οδού Χρήστου Λαδά. Η κυβέρνηση το απαγόρευσε. Η ΕΚ αγνόησε την απαγόρευση και προχώρησε στην οργάνωση. Ο λαός άρχισε να προσέρχεται αθρόα την καθορισμένη ώρα και η Αστυνομία απέκλεισε την περιοχή. Τότε διατυπώθηκε το «αξίωμα»:
«Η Αστυνομία δεν μπορεί να τετραγωνίσει τον κύκλο, μπορεί όμως να κυκλώσει το τετράγωνο». Έγιναν επεισόδια, έπεσαν δακρυγόνα, διενεργήθηκαν συλλήψεις και πολλά «αγύριστα κεφάλια» δεν… γύρισαν σώα και χωρίς επίδεσμο σπίτι τους. Με αυτά και με αυτά, ο καιρός περνούσε. Ήταν μια ειδυλλιακή εποχή. Στη Βουλή γίνονταν θυελλώδεις συζητήσεις. Ο Γεώργιος Παπανδρέου «έδινε ρέστα» αλλά και άλλοι κορυφαίοι αγορητές σφυροκοπούσαν συνεχώς την κυβέρνηση, που δεν ίδρωνε το αυτί της. Καθώς δεν υπήρχε ακόμα τηλεόραση για να κλείνεται ο κόσμος στο σπίτι του παρακολουθώντας από τον καναπέ τις πολιτικές εξελίξεις, οι συζητήσεις στα γραφεία, στα καφενεία και όπου συναντιούνταν άνθρωποι φούντωναν συνεχώς, οξυνόμενες καθημερινά. Κυρίαρχο θέμα, η ένταξη της Ελλάδος στην ΕΟΚ, προς την οποία είχε βάλει πλώρη η κυβέρνηση. Ενσπείροντας «καινά δαιμόνια», ο Μαρκεζίνης ζήτησε τη διενέργεια δημοψηφίσματος, για να τον κατατροπώσει ο Καραμανλής με το συντριπτικό επιχείρημα: «Δεν είναι σοβαρά πράματα αυτά!».
(Προσεχώς το β’ μέρος)