Χωρίς «σχέδιο Β», άφησαν την Κύπρο έρμαιο των τουρκικών προκλήσεων

Η Κύπρος τώρα εμφανίζεται ότι είναι αυτή που δεν επιστρέφει στο τραπέζι των συνομιλιών, ενώ το τουρκικό ερευνητικό θα συνεχίζει να ερευνά παρανόμως στην κυπριακή ΑΟΖ δημιουργώντας την αίσθηση της περιορισμένης κυριαρχίας.

Συγχρόνως θα κλιμακώνονται οι πιέσεις για άνευ όρων επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και την ίδια στιγμή θα προβάλλονται ολοένα και περισσότερο τα «πλεονεκτήματα» για την επιλογή του αγωγού προς την Τουρκία ως της καλύτερης λύσης για την εξαγωγή του φυσικού αερίου της Κύπρου και της Ανατολικής Μεσογείου.

Ύστερα από ένα δίμηνο σχεδόν παρασκηνιακών διαβουλεύσεων του Β. Βενιζέλου με την τουρκική ηγεσία και των παραπλανητικών συμπερασμάτων στα οποία οδηγήθηκε ο υπουργός Εξωτερικών, ακολούθησαν διακριτικές πιέσεις προς την πλευρά της Λευκωσίας για να υιοθετήσει μια πιο «ευέλικτη» στάση, με αποτέλεσμα το διπλωματικό Βατερλώ της προηγούμενης εβδομάδας.

Τότε που ο κ. Αναστασιάδης προχώρησε σε μια ανιστόρητη παραχώρηση προς την Τουρκία, βασιζόμενος προφανώς σε μηνύματα (και από την Αθήνα) ότι η Άγκυρα πιθανόν να ανταποκριθεί διακόπτοντας τις παράνομες έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ, για να εισπράξει τελικά μια νέα προκλητική τουρκική Navtex βάσει της οποίας οι τουρκικές έρευνες παρατείνονται μέχρι τις 6 Απριλίου.

Ο Ν. Αναστασιάδης, σε δήλωσή του μετά τη συνεδρίαση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών, ανέφερε τα εξής:

«Ενόσω υφίσταται η παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι αδύνατη η συμμετοχή μου εις τον προκαθορισθέντα διάλογο για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Επανέλαβα τη βασική αρχή δικαίου πως ο φυσικός πλούτος της χώρας ανήκει εις το κράτος, την ευθύνη διαχείρισης του οποίου έχει η εκάστοτε κυβέρνηση, προς όφελος του συνόλου των νομίμων κατοίκων της χώρας.

Συνεπώς, ενέργειες που αμφισβητούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας με το πρόσχημα της προστασίας των δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων, όχι μόνο είναι αντίθετες με το διεθνές δίκαιο, αλλά και ουδόλως ευσταθούν.

Είναι εξίσου πρόδηλο ότι η συμμετοχή των τουρκοκυπρίων συμπατριωτών μας επί θεμάτων που άπτονται της διαχείρισης και εκμετάλλευσης του φυσικού πλούτου της χώρας προϋποθέτει τη λύση του κυπριακού προβλήματος με βάση τα όσα μέχρι σήμερα έχουν συμφωνηθεί.

Είναι εξίσου κατανοητό ότι όλες οι εκκρεμότητες που δεν έχουν συμφωνηθεί θα μπορούσαν να συζητηθούν κατά το τελικό στάδιο των διαπραγματεύσεων, όταν κατατεθούν οι Χάρτες των εδαφικών αναπροσαρμογών και εφόσον ο διάλογος θα ευρίσκεται στην τελική πορεία λύσης.

Επανέλαβα τη θέση πως ο φυσικός πλούτος αποτελεί το ισχυρότερο κίνητρο για έναν ουσιαστικό διάλογο, μακριά από τις όποιες απειλές ή εκβιασμούς, προκειμένου να εξευρεθεί το συντομότερο δυνατόν μια κοινά αποδεκτή λύση του κυπριακού προβλήματος που θα είναι προς όφελος των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αλλά και του συνόλου των χωρών της περιοχής, της Τουρκίας μη εξαιρουμένης». Ο κ. Αναστασιάδης με τη δήλωση αυτή, η οποία προκάλεσε εντονότατες αντιδράσεις από τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς, άφησε για πρώτη φορά ανοικτό το ενδεχόμενο συζήτησης του θέματος του φυσικού αερίου στις διακοινοτικές συνομιλίες, όπως από την αρχή απαιτεί εκβιαστικά η Άγκυρα και οι Τουρκοκύπριοι.

Και μάλιστα στην τελική φάση της διαπραγμάτευσης όπου συνέδεσε το φυσικό αέριο με το εδαφικό, ενώ ήταν σαφές επί μήνες ότι η Λευκωσία ζητούσε να υπάρξει συζήτηση του εδαφικού στα πρώιμα στάδια των συνομιλιών, καθώς είναι το μοναδικό κεφάλαιο στο οποίο οι Ελληνοκύπριοι προσδοκούν να αποκομίσουν κάποια οφέλη. Παραπέμποντας το εδαφικό στο τέλος της διαδικασίας, είναι προφανές ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά σε όλα τα προηγούμενα στάδια θα είναι αυτή που θα προβαίνει σε παραχωρήσεις προς την Τουρκία δημιουργώντας ένα δυσμενές διαπραγματευτικό κεκτημένο προς όφελος των Τουρκοκυπρίων.

Η κυπριακή κυβέρνηση παραδέχτηκε ότι η δήλωση αυτή έγινε έπειτα από πρωτοβουλία και συνεννόηση με τον απεσταλμένο του ΟΗΕ Άιντα και υποστήριξε ότι ουσιαστικά επρόκειτο περί διπλωματικής κίνησης ώστε να δοκιμασθεί η ειλικρίνεια των προθέσεων της Τουρκίας για άρση της αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου και επανέναρξης των συνομιλιών. Η Λευκωσία επίσης υποστήριξε ότι με τη δήλωση Αναστασιάδη και τα όσα ακολούθησαν με την έκδοση της τουρκικής Navtex, πλέον έχει καταστεί σαφές ότι είναι η Άγκυρα που ευθύνεται για το αδιέξοδο. Πάντως, οι πρώτες αντιδράσεις, όπως αυτή του αμερικανού πρεσβευτή κ. Κόνινγκ, που ζήτησε την επανέναρξη των συνομιλιών και την «αποφυγή λόγων και κινήσεων» που επιβαρύνουν το κλίμα, δείχνουν ότι ελάχιστα ενδιαφέρεται ο διεθνής παράγων για το παιχνίδι επίρριψης ευθυνών, ενώ αντιθέτως «καίγεται» για την επανέναρξη των συνομιλιών.

Επίσης είναι ιδιαίτερα σημαντικό να επισημανθεί ότι η παραχώρηση του κ. Αναστασιάδη να αποδεχθεί τη συζήτηση του θέματος του φυσικού αερίου (έστω και αν η αναφορά κάνει λόγο για «εκκρεμότητες» στην «τελική φάση» των διαπραγματεύσεων) δημιουργεί ένα διαπραγματευτικό τετελεσμένο, το οποίο δεν θα μπορεί εύκολα να ανατρέψει όταν αρχίσουν πάλι οι συνομιλίες.

Κωνσταντίνος Τσάκαλος


Σχολιάστε εδώ