Η επέκταση στην Ευρώπη του ακραίου Ισλαμισμού
Μια πρώτη ένδειξη της συνδέσεως των Μουσουλμάνων της Ευρώπης με το κίνημα του ακραίου Ισλαμισμού στη Συρία ήταν η συρροή εθελοντών, που ανέρχεται σε μερικές χιλιάδες απ’ όλη την Ευρώπη. Η εγκαθίδρυση Ισλαμικού Κράτους, οργανωμένου κατά τα πρότυπα του αρχαίου Ισλάμ, με κύρια ενέργεια τον φανατισμό και τη βία χωρίς όρια έδωσε σ’ αυτό που ήταν μέχρι τώρα διάσπαρτη Ισλαμική τρομοκρατία, εδαφική βάση και στόχο συνεχούς επεκτάσεως με την ιδεολογία του ιερού πολέμου.
Η εδαφική βάση δεν είναι πάντοτε πλεονέκτημα για τέτοιου είδους ακραία κινήματα. Επιτρέπει τη στοχοποίησή τους και τη δημιουργία αντίπαλου νικηφόρου συνασπισμού. Αυτό όμως που βοηθά την επιβίωσή τους είναι η σύγχυση μέσα στην οποία ενεργούν. Για να το αντιληφθεί κανείς αυτό αρκεί να ανατρέξει στη σύντομη ιστορία της δημιουργίας τους.
Η αποικιακή επιβολή των Δυτικών Δυνάμεων στον Μουσουλμανικό κόσμο επέβαλε κοσμικά πολιτικά πρότυπα τα οποία εκφράσθηκαν με εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και με κοσμικά πολιτικά καθεστώτα, μετά την ανεξαρτησία τους. Η φθορά και σε ορισμένες περιπτώσεις η αποτυχία των καθεστώτων αυτών να αντιμετωπίσουν τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα οδήγησαν σταδιακά στην ανάπτυξη μιας Ισλαμικής αντιπολιτεύσεως και στην καλλιέργεια της ιδεολογίας ότι η λύση και η σωτηρία βρίσκεται στην επιστροφή στο Ισλάμ, το οποίο ταυτίσθηκε και με την πιο ένδοξη περίοδο του Μουσουλμανικού κόσμου.
Έπαιξαν επίσης πολύ σημαντικό ρόλο δύο άλλοι παράγοντες. Ο πρώτος είναι η άνοδος της επιρροής πολύ συντηρητικών Ισλαμιστικών καθεστώτων, όπως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, λόγω πετρελαίου. Οι χώρες αυτές βρίσκονταν στο περιθώριο του Αραβικού κόσμου. Ο ενεργειακός τους πλούτος τις έφερε όμως στο προσκήνιο και τους προσέδωσε έναν πολύ σημαντικό ρόλο, ως υπερμάχων κυρίως μιας ακραίας Σουνιτικής ορθοδοξίας.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι ο πειρασμός της Αμερικανικής δυνάμεως να αξιοποιήσει τον Ισλαμικό φανατισμό ως γεωπολιτικό παράγοντα κατά της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως και της σημερινής Ρωσίας. Αυτό έγινε κατάδηλο μετά τη Σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν. Οι Αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες εξόπλισαν και εκπαίδευσαν τους Αφγανούς αντάρτες κατά των Σοβιετικών, υποδαυλίζοντας και στηρίζοντας τον ακραίο Ισλαμισμό. Από αυτό το ανταρτικό κίνημα προήλθε η Αλ Κάιντα και άλλα ακραία Ισλαμικιστικά κινήματα, τα οποία χρειάσθηκε να αντιμετωπίσουν οι ΗΠΑ αργότερα στο Αφγανιστάν, μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ και σ’ όλο τον κόσμο.
Το πάθημα δεν έγινε, δυστυχώς, μάθημα. Παραλλαγή του ιδίου σεναρίου επανελήφθη στη Συρία. Είχε προηγηθεί στην Αμερικανική πολιτική η θεωρία του «ήπιου» Ισλάμ, το οποίο θα καθιστούσε, υποτίθεται, το Ισλάμ συμβιβάσιμο και φιλικό προς τη Δυτική πολιτική. Οι εμπειρίες από την Αραβική Άνοιξη ως την Τουρκία του Ερντογάν έδειξαν ότι το παιχνίδι με τον Ισλαμισμό είναι πολύ ολισθηρό έδαφος και το ήπιο Ισλάμ μεταμορφώνεται γρήγορα σε ακραίο Ισλάμ. Ο λόγος της διολισθήσεως αυτής δεν είναι μόνο η υπερέχουσα δυναμική του φανατισμού. Είναι επίσης αυτός ο ίδιος ο πυρήνας του αυθεντικού Ισλάμ που δεν συμβιβάζεται εύκολα με τις αρχές και τις αξίες μιας σύγχρονης και δημοκρατικής κοινωνίας.
Προσφάτως, π.χ., ο Μουφτής της Σαουδικής Αραβίας απεφάνθη επισήμως ότι, με βάση το Κοράνι, ο γάμος ενός κοριτσιού εννέα χρόνων είναι νόμιμος. Ο ίδιος ο Ισλαμικός νόμος που ισχύει ως συνταγματικό πλαίσιο στην ίδια χώρα προνοεί ότι η αποστασία από το Ισλάμ τιμωρείται με την ποινή του θανάτου. Πώς μπορεί μια τέτοια διάταξη να συμβιβασθεί με τις σύγχρονες αντιλήψεις για την ελευθερία του ατόμου και τα ανθρώπινα δικαιώματα;
Η συνδυασμένη επιδίωξη από τις ΗΠΑ της χρησιμοποιήσεως του Ισλάμ ως γεωπολιτικού όπλου κατά της Ρωσίας και οι Ισλαμιστικές και παραλλήλως γεωπολιτικές επιδιώξεις χωρών, όπως η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και η Τουρκία, εξέθρεψαν ένα άλλο ακραίο Ισλαμιστικό κίνημα, που διεκδικεί μάλιστα οικουμενικό Ισλαμιστικό ρόλο, αναγορεύοντας τον αρχηγό του σε χαλίφη!
Η Ευρώπη εμπλέκεται στο παιχνίδι αυτό άμεσα, με την ευθυγράμμισή της με τις ΗΠΑ και τη σύμπραξη σε συγκεκριμένες πολιτικές, όπως η επέμβαση στη Λιβύη και η συμπαράταξη κατά του Άσαντ στη Συρία. Εμπλέκεται όμως και έμμεσα, μέσα από τις πολιτικές που ακολουθεί για την παγκοσμιοποίηση και τα ιδεολογήματά της και μέσα από τις πολιτικές τους για τη μετανάστευση και τη λαθρομετανάστευση.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, τη συμπαράταξη δηλαδή με τις ΗΠΑ στον πόλεμο της Συρίας, αναρωτιέται κανείς γιατί έπρεπε η Ευρώπη να υποστηρίξει τέτοιες πολιτικές, όταν η εναλλακτική λύση στο καθεστώς Άσαντ είναι καταφανώς απείρως χειρότερη. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο, την παγκοσμιοποίηση και τη λαθρομετανάστευση, πολλοί δεν έχουν αντιληφθεί ότι υπάρχει κρυφός δεσμός μεταξύ παγκοσμιοποιήσεως και λαθρομεταναστεύσεως.
Υπάρχει ποιοτική διαφορά μεταξύ της μεταναστεύσεως του παρελθόντος στην Ευρώπη, που ήταν νόμιμη, και της σημερινής λαθρομεταναστεύσεως, που έχει ανεξάντλητη δυναμική, εάν δεν βρεθεί τρόπος να ελεγχθεί και να αντιμετωπισθεί.
Η δυναμική αυτή δεν είναι άσχετη με την παγκοσμιοποίηση και τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, που είναι παρακολούθημά της. Δεν είναι επίσης άσχετη με τα ιδεολογήματα που στοχεύουν το εθνικό κράτος, το έθνος και την προώθηση της Ευρωπαϊκής οικοδομήσεως όχι ως μιας Συμπολιτείας Εθνών και εθνικών κρατών, αλλά ως ενός μεταεθνικού αμαλγάματος.
Η επίθεση κατά του «Charlie Hebdo» περιέχει τον κίνδυνο να ρίξει λάδι στη φωτιά και να εντείνει ένθεν και ένθεν τις ακραίες φωνές και αντιδράσεις. Αυτά που συμβαίνουν στη Γαλλία δεν αφορούν μόνο τη χώρα αυτή. Αφορούν ολόκληρη την Ευρώπη και, προφανώς, την Ελλάδα, η οποία ακολούθησε και στον τομέα αυτό πολιτικές που δεν έχουν καμιά λογική, σωστή γεωπολιτική αντίληψη και μέτρο.