Γενάρης, ένας μήνας γεμάτος θλίψη…

Εάν μάλιστα ήσαν μισθωτοί ή ανήκαν στους συνταξιούχους (που, κατά Λοβέρδο, δεν λένε και να πεθάνουν), «έκαναν μισθό» κατ’ έθιμο προκαταβολικά από τις 20 Δεκεμβρίου και τώρα θα περάσουν «στεγνοί» ημέρες τεσσαράκοντα και μία έως τις 31 Ιανουαρίου που θα ξαναπιάσουν μπαγιόκο τα χέρια τους.

Όχι πως πάνε καλύτερα τα πράγματα και για τους κάθε λογής καταστηματαρχαίους. Φυσικά, αυτοί τον Δεκέμβριο έβλεπαν να «παφλάζει» ο μπεζαχτάς. Αλλά, όπως συμβαίνει από συστάσεως εμπορίου, οι μαγαζάτορες μπορεί, όπως συνήθως, να κλαψούριζαν ότι «δεν πάνε καλά οι δουλειές», αλλά όλο και κάτι έριχναν στην από μέσα και βούλωναν τρύπες. Γραμμάτια εξοφλούνταν, μεταχρονολογημένες επιταγές είχαν αντίκρισμα στις τράπεζες, όλο και κάποια «μίζα» προς όπου «δει» έπεφτε κάτω από το τραπέζι, καλάθια με εκλεκτά κρασιά και με διάφορα ευγενή ποτά αποστέλλονταν με θερμές ευχές σε πολλά άλλα «όπου δει», χώρια τα «ταμπλ ντ’ οτ» των ρεβεγιόν και η ποκίτσα για το καλό του χρόνου.

Πολλά τα έξοδα κι έτσι τα λεφτά δεν τρέχανε από τα μπατζάκια τους. Και ήσαν απόλυτα ειλικρινείς όταν ορκίζονταν στη σύζυγο και στο υπαλληλικό προσωπικό (και στην γκόμενα) πως «δεν υπάρχει σάλιο». Από την άλλη, εν όψει των επικείμενων εκπτώσεων, πελάτης δεν δρασκέλιζε το κατώφλι του μαγαζιού. Τους έβλεπες να στέκονται στις βιτρίνες και να μελετούν εμβριθώς τα εκθέματα, να αποστηθίζουν τα καρτελάκια με τις τιμές που αναγράφονταν (κι είχανε οι άτιμοι μνήμη ελέφαντα) για να μην πιαστούν κορόιδα από τις Σειρήνες των «rabais και του μείον τόσο %».

Υπάρχει και μια τρίτη μεγάλη κατηγορία με γεναριάτικους άφραγκους. Εκείνοι που στη φορολογική τους δήλωση δηλώνουν με υπερηφάνεια «εισοδηματίας», ασχέτως εάν φίλοι, γνωστοί και συγγενείς τούς γλωσσοτρώνε και τους κουτσομπολεύουν σαν παράσιτα της κοινωνίας. Συνήθως τα εισοδήματά τους προέρχονται από ενοίκια, για την είσπραξη των οποίων πατάνε τους νοικάρηδες στον λαιμό. Έρχεται, όμως, η «Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά» και μαζί με το «Αίσιον και Ευτυχές το Νέον Έτος» ακούνε κι αυτοί με τη σειρά τους το πασίγνωστο από αρχαιοτάτων χρόνων «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος…». Και καθώς από την τσιγκουνιά τους δεν βάζουνε ποτέ χέρι στα «έτοιμα», περιμένουν να περάσει ο απαίσιος αυτός μήνας, γυρνάνε με άδειες τσέπες και «κατατάσσουν εαυτούς» στα θύματα της κοινωνίας, ισχυριζόμενοι πως καταντήσανε «οικονομικά ράκη».

Αλλά, πέραν της ελλείψεως χρημάτων, ποια αγαλλίαση και ποια ευφροσύνη μπορεί να αισθανθεί κανείς όταν νιώθει στην ψυχή του το «γκραν φινάλε» των εορτάσιμων ημερών, με τη ρουτίνα και την κατάθλιψη που ακολουθούν από την επαύριον των Φώτων και τη μεγάλη ανηφόρα που τον περιμένει;

Τα πολύχρωμα λαμπιόνια που στόλιζαν τα χριστουγεννιάτικα δένδρα και τα μπαλκόνια έσβησαν. Στα βιαστικά ξηλώθηκαν και πετάχτηκαν σ’ ένα πατάρι, προσμένοντας να ξανανάψουνε του χρόνου. Αλλά και το φυσικό δενδράκι -το έλατο- που αγοράστηκε τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη και με τόση συγκίνηση στολίστηκε πλάι στο παράθυρο, ξερό τώρα και τρισάθλιο, με λίγα μπαμπάκια απομεινάρια από το χιόνι που συμβόλιζαν, βρίσκεται το πρωί μετά τα Φώτα πεταμένο στη γωνιά του δρόμου, να περιμένει «το αυτοκίνητο του δήμου», δηλαδή το σκουπιδιάρικο, να το περιμαζέψει και από τη δροσιά κάποιου βουνού να «τελευτήσει» σε μια χωματερή, σκεπασμένο από αμέτρητα σκουπίδια. Και δίπλα από το παράθυρο του σαλονιού κάτι να λείπει. Και ποια ευχαρίστηση μπορεί να προσφέρει η θέα ενός και μοναδικού κουραμπιέ, που παρέμεινε για απροσδιόριστους λόγους αφάγωτος μέσα στην ακριβή Meissen πιατέλα επάνω στον μπουφέ;

Αλλά και από την ποικιλία των «ξηρών καρπών», που για το γούρι της χρονιάς γεμίζουν κάθε Πρωτοχρονιά τα μπολ δίπλα στους καναπέδες, κάτι υπόλοιπα απέμειναν μονάχα. Λίγα φιστίκια Αιγίνης που δεν άνοιγαν και μπόλικοι… λούμπεν πασατέμποι και στραγάλια, που απεικονίζουνε το «Τέλος» το μεγάλο, το τεράστιο, θλιβερό «The End» του πανηγυριού που έζησες.

Και το «Τέλος» αυτό γίνεται βράχος και σε πλακώνει. Και καθώς αναζητάς μια σπίθα να σε ζεστάνει, συναντάς μονάχα τη μελαγχολία και στα ματάκια των παιδιών, καθώς οι διακοπές τελείωσαν και τα σχολεία ξανανοίγουν…


Σχολιάστε εδώ