«Σήμερα τα φώτα και ο φωτισμός – Η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός…»
Έτσι, μεθαύριο, όπως κάθε χρόνο, σε πείσμα κάθε άθρησκης «ιντελιγκέντσιας», που παρέα με τους «τερμίτες» προσπαθεί να καταλύσει ήθη και έθιμα αιώνων, ο κόσμος θα κατακλύσει, όπως πάντα, τις εκκλησίες για να ακούσει το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε» και ύστερα θα πάρει τον αγιασμό μέσα στο καλύτερο σκεύος του σπιτιού, το κρυστάλλινο ή το ασημένιο, και θα τον μεταφέρει με κατάνυξη στο σπίτι του, όπου με αναμμένα όλα τα φώτα θα αγιάσει με ένα κλαδάκι πρασινάδας όλα τα δωμάτια, αφού προηγουμένως ραντίσει ολόκληρη την οικογένεια που θα περιμένει ευλαβικά.
Συνήθως των Φώτων αγριεύει στην Αθήνα ο χειμώνας. Σπάνια εορτάζονται Θεοφάνια με ήλιο, αλλά και τότε είναι «ήλιος με δόντια». Μα πιο συχνά είναι μια γκρίζα μέρα, με ξεροβόρι και χιονόνερο. Κοντά στο παράθυρο, το στολισμένο με συγκίνηση πριν από έναν μήνα χριστουγεννιάτικο δενδράκι θαρρείς πως σκορπάει θλίψη, μια θλίψη που συντροφεύει την αόριστη δική μας μικρούλα λύπη, που ξεπηδά από την ψυχή μας, αφού αυτή η γιορτή είναι και το «γκραν φινάλε» του εορταστικού δωδεκαημέρου Χριστουγέννων – Πρωτοχρονιάς – Φώτων. Και από την επομένη, ξανά η ρουτίνα. Χωρίς λαμπιόνια, χωρίς στολίδια, χωρίς δώρα, χωρίς ευχές, όπου «το αύριο με αύριο δεν θα μοιάζει…».
Πανελλήνιος είναι ο εορτασμός του «αγιασμού των υδάτων», ανεξαρτήτως εάν πρόκειται περί πόλεως παραθαλάσσιας ή και πλάι σε ποτάμι, οπότε όλα είναι απλά και αυτονόητα. Ο σταυρός θα ριχθεί μες στο νερό, κάποιος νεαρός θα αψηφήσει το κρύο και θα βουτήξει να τον πιάσει, και το έθιμο θα έχει ολοκληρωθεί. Υπάρχουν, όμως, και πόλεις μεσόγειες, ορεινές, ξερές και άνυδρες, όπου λένε «το νερό νεράκι». Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μην «ευλογηθούν» τα νερά και σε αυτές. Κάποιο πηγάδι θα υπάρχει, κάποια στέρνα, λίγες σταγόνες νερού τέλος πάντων, να βουτηχτεί ο σταυρός και να ακουστεί στα λαγκάδια και στα φαράγγια το «Εν Ιορδάνη…».
Θυμάμαι λες και είναι χθες τον εορτασμό των Θεοφανίων στα Ζαγοροχώρια, στην τόσο γραφική και φιλόξενη Αρίστη. Γυρίζαμε για λογαριασμό της ΕΤ2 μια λαογραφική σειρά σε διάφορα σημεία της Ελλάδος. Η «φιλοσοφία» της σειράς ήταν πως το δημοτικό τραγούδι δεν είναι μουσειακό είδος αλλά κάτι απόλυτα ζωντανό, που τραγουδιέται αυθόρμητα από απλούς ανθρώπους στη χαρά και στη λύπη, στη γιορτή μα και στον θάνατο. Έτσι, κοινοί συνάνθρωποί μας, με τα ρούχα της δουλειάς, φορώντας ένα τζιν, ας πούμε, έβγαζαν τα μεράκια τους με κάποιο σημαδιακό δημοτικό τραγούδι. Η μακρόσυρτη βυζαντινή μελωδία γινόταν κτήμα του ακροατή με την ανάλυση και την απαγγελία των στίχων του τραγουδιού από τον Νίκο Βασταρδή, με τη γεμάτη χρώμα και αίσθημα φωνή του. Τότε, λίγο μετά την Πρωτοχρονιά, βρεθήκαμε στα Ζαγοροχώρια και των Φώτων στην Αρίστη. Όλα γύρω τα κάλυπτε πυκνό και παχύ χιόνι, οι λιγοστοί δρόμοι του χωριού ήταν σκεπασμένοι με πάγο ολισθηρό, ενώ από τις καμινάδες των σπιτιών «ανέθρωσκε» καπνός από τα μασίνια, που τόσο όμορφα μύριζε… Σε κάποια μικρή ισάδα υπήρχε ένα κοινό πηγάδι, σεμνό και ταπεινό, όπου θα έπεφτε ο σταυρός και θα γινόταν ο αγιασμός των υδάτων του χωριού. Ήταν πράγματι συγκλονιστική η εικόνα της πομπής καθώς ξεκίνησε από την εκκλησιά πηγαίνοντας προς το πηγάδι. Η καταχνιά και ο γκρίζος ουρανός, το λευκό χαλί από το χιόνι, ο μυρωδάτος καπνός από τα τζάκια, τα εξαπτέρυγα και ο παπάς με τις ψαλμωδίες του, που τις έπαιρνε ο αντίλαλος και τις έστελνε πίσω σαν θεϊκή χορωδία, αλλά και το χωριό που σύσσωμο ακολουθούσε τον σταυρό με κατάνυξη ήταν εικόνες που δεν ξεχνιούνται ποτέ.
Καθώς όμως όλες οι θρησκευτικές γιορτές του τόπου μας συνοδεύονται από ευωχία και φαγοπότι, εκεί στην Αρίστη, στο τόσο ζεστό και φιλόξενο ξενοδοχείο του Ζήση, ακολούθησε γλέντι τρικούβερτο, όπου όλοι σχεδόν οι κάτοικοι καθισμένοι γύρω από το τραπέζι έπαιξαν κλαρίνο, τραγούδησαν και χόρεψαν παραδοσιακά τραγούδια και χορούς, αποδεικνύοντας στους «τερμίτες» πως η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει…