Χριστούγεννα των «στιγματισμένων»
Ο άνθρωπός μας προφανώς αποφάσισε να μοιραστεί με άλλους, ξένους προς αυτόν, το καθιερωμένο γιορτινό γεύμα αγάπης. Όσο «γιορτινό» βέβαια μπορεί να είναι γι’ αυτόν και τόσους άλλους.
Όλοι στη γειτονιά τον ήξεραν ως καλό και έντιμο οικογενειάρχη. Νοικοκύρη που μεγάλωσε τα παιδιά του και που φρόντιζε την οικογένειά του. Όταν βγήκε στη σύνταξη -συνταξιούχος σιδηροδρομικός- τα παιδιά είχαν φύγει από το σπίτι. Με τη σύνταξη τα κατάφερνε, έστω και μετά τα κουτσουρέματα λόγω της κρίσης. Μια σοβαρή όμως ασθένεια της γυναίκας του και οι επιπλοκές της εξάτμισε τις όποιες πενιχρές του οικονομίες. Αποτέλεσμα, αναγκάστηκε να δανειστεί. Με δύο δάνεια στην πλάτη, λόγω και του τοκοχρεολυσίου για το σπίτι, ο Μάνθος λύγισε. Μετά βίας η κουτσουρεμένη σύνταξη επαρκούσε, και όχι απόλυτα, να ξεπληρώνει τα δανεικά. Μόνη του έννοια πότε θα ξεπλήρωνε τα χρέη του.
Κι έτσι αποφάσισε να κάνει Χριστούγεννα μόνος, πολύ μόνος.
Ο Μάνθος δεν έλεγε ποτέ ψέματα. Αναγκάσθηκε όμως. Προσποιήθηκε ότι τον κάλεσε κάποιος από τους λιγοστούς φίλους του να περάσουν μαζί τη μέρα. Γι’ αυτό φοβήθηκε μην τον δει κανείς να περνάει την πόρτα του κοινωνικού συσσιτίου.
Τελικά μπήκε μέσα στο κτίριο. Στη μεγάλη αίθουσα, φωτισμένη με «νέον», κάποιο μεγάφωνο μετέδιδε μια ξεθωριασμένη ηχητικά χριστουγεννιάτικη μουσική. Κάποια λίγα φωτάκια στόλιζαν ένα ισχνό χριστουγεννιάτικο δένδρο στην άκρη της αίθουσας. Διεσπαρμένοι στα στρογγυλά τραπέζια, σκυθρωποί, σκυμμένοι στα πιάτα τους, αμίλητοι, οι συνδαιτυμόνες του Μάνθου. Ηλικιωμένοι οι περισσότεροι, αλλά ανάμεσά τους και νέοι, όλοι τους με ένα μελαγχολικό και απόμακρο βλέμμα.
Κάθισε στο βάθος, σε ένα μακρινό τραπέζι. Στο ίδιο τραπέζι, ένας γονιός με τον μικρό γιο του, όχι παραπάνω από τριών ετών. Μια ευγενική εθελόντρια τραπεζοκόμος προθυμοποιήθηκε να σερβίρει το πρώτο πιάτο στον Μάνθο. Μια ζεστή αχνιστή σούπα. Παρόλο που δεν είχε όρεξη για κουβέντα, τον συγκίνησε η τρυφερότητα του πατέρα που φρόντιζε να ταΐσει το παιδί του. Αυτό έλυσε τη γλώσσα του Μάνθου, που δεν δίστασε να ανοίξει διάλογο με τον συνδαιτυμόνα του.
Άνεργος, με μέλλον άδηλο. Ζούσε -όπως ζούσε- με τη γλισχρή επιχορήγηση κάποιας φιλανθρωπικής οργάνωσης. Δεν προσδιόρισε αν είχε γυναίκα ή ζούσε μόνος. Η μοναδική του πάντως αγωνία ήταν η τύχη του παιδιού του, όταν κάποια στιγμή δεν θα μπορούσε να το φροντίζει. Και φαινόταν ότι η στιγμή αυτή δεν θα ήταν μακριά.
Γι’ αυτό πάσχιζε να βρει κάποια μικροδουλειά. Έστω και φορτοεκφορτωτής, παρά την ηλικία του. «Τυχερός» όμως, γιατί βρήκε κάποιο ίδρυμα που θα μπορούσε να αναλάβει, για λίγα όμως χρόνια, το παιδί του.
«Υπάρχουν και χειρότερα», σκέφθηκε ο Μάνθος κι ένιωσε κάπως πιο ξαλαφρωμένος, λίγο πιο αισιόδοξος για το μέλλον. Τουλάχιστον ήταν όρθιος στα πόδια του, είχε στέγη και -έστω και λιτή- τροφή. Και σε τελευταία ανάλυση, είχε και κάποιον -τα παιδιά του- να του κλείσει τα μάτια. Λίγο είναι αυτό;
Ένα πράγμα όμως τον τρομάζει. Ο κοινωνικός στιγματισμός. Χωρίς να φταίει, χωρίς να έχει διαπράξει κάτι κακό, δεν μπορεί να ανεχτεί να τον θεωρούν «περιθωριακό», φτωχό, εκείνον που κάποτε, όχι πολύ παλιά, ήταν αυτό που λέμε «νοικοκύρης».
Πολλές φορές, μέσα στην ασφάλεια της οικογενειακής θαλπωρής, ξεχνάμε όλες αυτές τις γιορτινές για μας μέρες πόσοι άνθρωποι δίπλα μας, αλλά και τόσο μακριά μας, βρίσκονται στο κοινωνικό περιθώριο. Πρωταγωνιστές σε πολλά καθημερινά δράματα.
Αμείλικτο το ερώτημα: Σε τι μπορούν να ελπίζουν;
Η παρακμή της έννοιας της αλληλεγγύης οδηγεί στην παθητική αδράνεια της κοινωνίας, που με τις υπάρχουσες δομές της δεν μπορεί να εγκύψει στο πρόβλημα.
Αναρωτηθήκαμε, άραγε, πόσοι «στιγματισμένοι», της διπλανής πόρτας, πέρασαν μοναχικά Χριστούγεννα;
Μόνη παρηγοριά γι’ αυτούς ότι υπάρχουν και χειρότερα. Αφελής και βολική τοποθέτηση που μας τακτοποιεί συνειδησιακά. Γιατί πάντα θα υπάρχουν χειρότερα. Η νομοτελειακή εξέλιξη της ζωής το επιβάλλει.
Καλή χρονιά. Όπως και να ‘ναι.