Περί της Κυριακής αργίας…

Ήταν ένα φιλικό γράμμα σχετικό με το δημοσίευμα της στήλης της περασμένης Κυριακής για την αλλοίωση των εθίμων μας, όπου με διαφαινόμενη συγκίνηση αλλά και με καυστικότητα ο αναγνώστης επισημαίνει ότι αποβάλαμε από τη ζωή μας τα ωραιότερα ήθη και έθιμα του τόπου μας και αγκαλιάσαμε δοξασίες και θρύλους του απώτατου Βορρά, που δεν έχουν σχέση με τη γλυκύτητα της χώρας μας. Με τα έθιμα και την παράδοση -γράφει- κρατιέται ζωντανή και αδιατάρακτη η συνέχεια ενός έθνους. Αλλά μήπως κάποιοι τερμίτες θέλουν να μας ξεγυμνώσουν ακριβώς από αυτές τις παρακαταθήκες, που τις κληρονομήσαμε από τους πατεράδες μας, με την «ευχή και την κατάρα» να τις αφήσουμε κι εμείς κληρονομιά στα δικά μας παιδιά; Μήπως επιδιώκουν εκτός από «λαός ανάδελφος» να γίνομε και λαός άθρησκος, λαός αμνήμων, χωρίς παρελθόν, χωρίς κανένα μέλλον, και κυρίως χωρίς Ιστορία, μια και επιτρέψαμε να τη λεηλατούν και να την ιδιοποιούνται οι κακοί γείτονές μας; Αλλά σάμπως και την Ιστορία μας δεν την κάναμε κλωτσοσκούφι, αφού το επίσημο κράτος επιβραβεύει αυτοσχέδιους ιστορικούς, αμείβοντάς τους πλουσιοπάροχα, για να την αμφισβητούν, να την παραποιούν και να την ευτελίζουν, εξοβελίζοντάς την από τα σχολικά βιβλία; Σιγά που θα κάτσουμε να κατατριβόμαστε με «παραδόσεις» κι άλλες αηδίες αντί να οργανώνουμε την… «επανάσταση» που ονειρεύονται τις νύχτες. Φυσικά, όλοι οι άλλοι λαοί της Γης τηρούν με ευλάβεια τα δικά τους έθιμα, και τότε εμείς γινόμαστε συνήγοροι και «Ηρακλείς τους», και μπορεί και να σφαχτούμε για πάρτη τους εάν τολμήσει κάποιος να θίξει τα «πιστεύω» τους και τα… τοτέμ τους.

Αυτά και άλλα… «ρατσιστικά» περιλάμβανε η μακροσκελής επιστολή του καλού αναγνώστη, επισυνάπτοντας έναν κατάλογο από όμορφα έθιμα που καταργήθηκαν. Θα σταθούμε σε ένα, που είναι και επίκαιρο, η κατάργηση του οποίου δεν προκάλεσε σεισμό αντιδράσεων, όπως πολλοί περίμεναν, αλλά πήγε κι αυτό μαζί με τα άλλα που κατάπιε «αμάσητα» ο άνευρος πια λαός μας. Είναι η κατάργηση της αργίας την τελευταία Κυριακή του έτους, που την αντικατέστησαν προσθέτοντας άλλες, αδιάφορες, διάσπαρτες μέσα στους 12 μήνες του χρόνου, «ως ο Μαμωνάς κελεύει»…

Όπως είναι γνωστό, η «Κυριακή αργία» καθιερώθηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα. Μέχρι τότε η ανάπαυσις των εργαζομένων ήταν κάτι το αδιανόητο για τους εργοδότες και αντίθετη με την… «ανθρώπινη φύση» για τους… βιολόγους. Απορούσε, μάλιστα, η κοινή γνώμη πώς ήταν δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που καλλιεργούσαν παρόμοιες ανεδαφικές ιδέες. Τελικά, κάτι το ισχνό συνδικαλιστικό κίνημα εκείνης της εποχής, κάτι εδάφια της Αγίας Γραφής, όπου ρητώς αναφερόταν ότι «ο Θεός έξι ημέρες ηργάσθη και την εβδόμη ανεπαύθη», κάτι η πανίσχυρη δύναμη της… «αειφόρου ψήφου» για τους βουλευτάς, και δειλά δειλά η Κυριακή αργία καθιερώθηκε με νόμο. Έπαψε ο εργαζόμενος να είναι είλωτας, αν και λίγες ήταν στην αρχή οι εργασίες που «ενέπιπταν στο μέτρο». Προϊόντος του χρόνου, όμως, όλο και πλήθαιναν. Όταν δε καθιερώθηκε και το οκτάωρο, οι εργαζόμενοι ένιωσαν βασιλιάδες. Νύχτα φτάνανε στη φάμπρικα για την έναρξη της βάρδιας και νύχτα έφευγαν, ράκη από την κούραση. Πώς ακριβώς ήταν αυτό «το πράμα που λέγεται φως ηλίου…» το βλέπανε μονάχα στα λεξικά. Στην ίδια, αν όχι χειρότερη, κατάσταση βρίσκονταν και οι εμποροϋπάλληλοι. Αυτοί έπρεπε πριν ανοίξει το μαγαζί να καταφθάσουν εύχαρεις, ξυρισμένοι και ευπρεπώς ενδεδυμένοι για να εξυπηρετήσουν τη σεβαστή πελατεία που θα πλάκωνε. Έτσι, όταν καθιερώθηκε το οκτάωρο και η αργία της Κυριακής, ανέπνευσαν. Είδαν το φως το αληθινό, αφού έως τότε το μόνο φως που αντίκριζαν ήταν το γκάζι στη δουλειά και η γκαζόλαμπα στο σπίτι. Πού να φαντασθούν πως υπήρχε και φως… ημέρας; Μία από τις εξαιρέσεις που υπήρχαν στον νόμο προέβλεπε πως, εάν η 31η Δεκεμβρίου συνέπιπτε να ήταν Κυριακή, θα ήταν εργάσιμη. Αλλά σύντομα οι εργοδότες υπεχώρησαν και παραιτήθηκαν από αυτό το δικαίωμα, οι δε υπάλληλοι, από «ευχαρίστηση και ευγνωμοσύνη», αποφάσισαν σαν «μπόνους» στα αφεντικά τους να «εργάζονται αμισθί την τελευταία Κυριακή του έτους».

Πάνω από 100 χρόνια κράτησε αυτή η «εργάσιμη αργία», που έγινε έθιμο. Ήταν μια μέρα ξεχωριστή, κάτι σαν γιορτή για το ανώνυμο πλήθος που ξεχυνόταν στους δρόμους μέσα σε μουσικές και τραγούδια, εκδηλώσεις αγάπης, κεράσματα.

Χαίρονταν και απολάμβαναν τις φιέστες οι μεγάλοι, χαίρονταν και απολάμβαναν ένα πρωτόγνωρο πανηγύρι τα παιδιά, που τα ματάκια τους ρούφαγαν αχόρταγα όλο το χαρούμενο άτυπο παζάρι. Ήταν «τόσο μεγάλη η μικρή αυτή χαρά», που έπρεπε να τη στερηθούν οι άνθρωποι. Και τους τη στέρησαν. Και έγινε η τελευταία Κυριακή του έτους μια απλή εργάσιμη ημέρα, άχρωμη σαν όλες τις μέρες, προσαρμοσμένη στις νόρμες, στα «ASA και στα DIN» που μας επιφυλάσσουν…

ΥΓ.: Ευτυχώς την τελευταία στιγμή οι αρμόδιοι κατάλαβαν τη γκάφα τους και με τροπολογία καθιέρωσαν την τελευταία Κυριακή να είναι πάντα εργάσιμη. Έτσι η ζωή θα ξαναβρεί την περπατησιά της τραγουδώντας όπως στα νιάτα τους οι παλιοί -»Η ζωή ξαναρχίζει για μας πιο χαρούμενη τώρα…» ν.α.


Σχολιάστε εδώ