Τα Χριστούγεννα ήταν αλλιώτικα…

Και ζηλεύεις πράγματι τους Εγγλέζους επειδή καθιερώνουν σε έθιμο ένα αδιάφορο συμβάν της καθημερινότητας και με κάθε επισημότητα το αναβιώνουν τελετουργικά επί ολόκληρους αιώνες.

Σχετικά γράφει ο αείμνηστος δημοσιογράφος Κύρος Κύρου, στο βιβλίο του «Ματιές στα ξένα», ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, όπως, π.χ., επειδή την 5η Νοεμβρίου του… 1605 μερικοί συνωμότες αποπειράθηκαν να τινάξουν στον αέρα το Βρετανικό Κοινοβούλιο, από τότε, «κατ’ έθιμο», δεν αρχίζει ποτέ κοινοβουλευτική περίοδος, εάν μια κουστωδία, φορώντας τηβέννους και περούκες, συνοδεία της βασιλικής φρουράς, δεν ελέγξει προηγουμένως τα υπόγεια της Βουλής των Κοινοτήτων αναζητώντας τα… βαρέλια με τη δυναμίτιδα…

Τις σκέψεις για την τήρηση των εθίμων γέννησε, τις ημέρες αυτές του λεγόμενου 12ημέρου των Χριστουγέννων, ο τρόπος με τον οποίο αλλοιώθηκαν έθιμα και παραδόσεις δεμένες με τις γιορτές. Όλα άλλαξαν δραματικά. Άλλες παραδόσεις καταργήθηκαν ως παρωχημένες, άλλες προσαρμόστηκαν σε ξένα πρότυπα, τα κάλαντα έγιναν Christmas Carols, τo «Καλήν ημέραν άρχοντες» έγινε «Jingle bell», ανακαλύψαμε τα ρεβεγιόν και επισκεφτήκαμε τον Άγιο Βασίλη -συγγνώμη τον Santa Claus- στο σπίτι του στη Φινλανδία. Τελικά τα ελληνικά Χριστούγεννα, ανέκαθεν εορτή καθαρά θρησκευτική και οικογενειακή, τα μεταβάλλαμε απλά σε διήμερη αργία. Όλη η γοητεία των ημερών εξαφανίστηκε.

Στις καλύτερες των περιπτώσεων, μια οικογένεια (όπου υφίσταται ακόμη παρόμοιος θεσμός) θα αγοράσει από τον φούρνο της γειτονιάς που είναι φτηνότερος λίγα μελομακάρονα… γεμιστά ή τυλιγμένα σε σοκολατένιο γλάσο, θα αγοράσει και λίγους κουραμπιέδες, που, παρότι δεν τους τρώνε, δίνουν χειμωνιάτικο χρώμα στην πιατέλα πάνω στο «σύνθετο», ενώ κάποια μαμά ή πεθερά θα μαγειρέψει για τα… παιδιά γαλοπούλα με γέμιση για να ντερλικώσουν.

Και μετά, σαν τους «βαρβάρους» του Καβάφη, η τηλεόραση απομένει μια κάποια λύση. Την χαρούμενη εορταστική ατμόσφαιρα προσπαθούν οι μαγαζάτορες να τη δημιουργήσουν από τα μέσα Νοεμβρίου, στολίζοντας τα καταστήματά τους με λαμπιόνια και γιρλάντες, προκαλώντας αγοραστικούς πειρασμούς που γρήγορα τα μάτια συνηθίζουν και οι οφθαλμοί αποστρέφονται.

Όχι, κύριοι, για εμάς τους παλαιότερους που στο πείσμα κάθε λογικής ακόμη ζούμε, τα Χριστούγεννα ήταν αλλιώτικα. Ο ερχομός τους προκαλούσε μια ψυχική ανάταση. Με την είσοδο του Δεκέμβρη, στο κάθε σπίτι -φτωχικό τσαρδί, παλάτι ή μέγαρο- σήμαινε συναγερμός. Οι νοικοκυρές, παρά την αυστηρή νηστεία της σαρακοστής, ανασκουμπώνονταν με ξεσκονόπανα, σκούπες και σφουγγαρόπανα. Φρεσκάρανε τις κουρτίνες στο σαλόνι, γυάλιζαν ασημικά και μπακίρια και καθώς οι μέρες γρήγορα περνούσαν, ερχότανε η ώρα να ζυμώσουν τα χριστουγεννιάτικα γλυκά. Τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες. Μοσχομύριζε το σπίτι με το φρέσκο βούτυρο, κολύμπαγαν στο θυμαρίσιο μέλι, μοσχομύριζε η κανέλλα και τα παιδιά μέσα στα πόδια τους τσιμπολόγαγαν τα καρύδια. Τα γλυκά φτιάχνονταν σε τεράστιες ποσότητες. Να έχουνε όλες τις γιορτές να τρατάρουνε τους επισκέπτες και να στείλουν σε κανέναν γείτονα που έχει πένθος να γλυκάνει, χρονιάρες μέρες, το δοντάκι του.

Ύστερα ήταν και το γουρούνι -το κρέας της χρονιάς- που σφάχτηκε και πρέπει να κομματιαστεί και να μπει στο κιούπι να διατηρηθεί μέσα στο λίπος του. Στα μαγαζιά της κεντρικής αγοράς, τα στολισμένα με ταινίες «Καλά Χριστούγεννα» ή «Ζήτω το έθνος», προσκαλούσαν οι πωλητές με αγριοφωνάρες τους πελάτες και ανάμεσα στο πλήθος στους δρόμους ο πλανόδιος λαχειοπώλης με τα «Λαχεία Συντακτών», που θα κληρώνονταν την παραμονή Πρωτοχρονιάς και θα μοίραζαν σπίτια στους τυχερούς. Κι ύστερα, τα Χριστούγεννα, την αυγή, μέσα στο κρύο, πήγαιναν στην εκκλησία να παρακολουθήσουν τη λειτουργία.

Μύτες υγρές, ποδάρια ξυλιασμένα, και η τρεμουλιαστή από το ρίγος φωνή του γέρου παπά να σκορπάει κατάνυξη.

Υπάρχουν τόσα και τόσα που δεν μπορεί να ξεχάσει κανένα γερόντιο. Ξεχνιούνται, άραγε, οι πάγκοι που στήνονταν με παιχνίδια στην Αιόλου που κατάργησε ο αρχοντοχωριατισμός μας; Ξεχνιούνται τα καταστήματα που λειτουργούσαν με «συνεχές ωράριο» και ξεροστάλιαζε το προσωπικό από την ορθοστασία; Ούτε η οδός Σταδίου μπορεί να ξεχαστεί με τις φωτεινές γιρλάντες από την Ομόνοια μέχρι το Σύνταγμα, που πρόσθεταν τη δική τους ατμόσφαιρα στους χαρούμενους περιπατητές που γέμιζαν, πατείς με – πατώ σε, τον πάντα πολυσύχναστο δρόμο.

Και υπάρχει σημερινό γεροντάκι που μπορεί να ξεχάσει και να μην αναπολήσει το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, με όλη την οικογένεια παρούσα, συν τους εργένηδες συγγενείς που ζούσαν λίγες ώρες την απόλυτη ευτυχία; Και στη γωνιά η Σαλαμάνδρα η σόμπα ή το μαντεμένιο μασίνι, με τον ανθρακίτη, το κοκ ή το καυσόξυλο, σκόρπαγαν θαλπωρή και φέρνανε τις καρδιές να αγκαλιάζει η μια την άλλη.

Ζωή απλή, ανθρώπινη, έθιμα χαμένα, χαμένη και κάθε ψυχική ανάταση. Κρίμα…


Σχολιάστε εδώ