Εθνικά θέματα και δημόσιος διάλογος

Η απορρόφηση όμως της επικαιρότητας, τις τελευταίες κυρίως ημέρες, από την προεδροεκλογολογία, αλλά και η συνεχής, τα τελευταία χρόνια, αυστηρή μονοπώληση του δημόσιου διαλόγου από τη δημοσιονομική πολιτική, όσο ευεξήγητη και αν είναι, στερεί τον μέσο πολίτη από μία άλλη, εξίσου σημαντική θεματολογία. Εκείνη που αναφέρεται στα εθνικά θέματα.

Είναι γνωστά τα κρίσιμα θέματα που αντιμετωπίζει η ελληνική εξωτερική πολιτική. Θέματα που χρήζουν προσεκτικής διαχείρισης και που απασχολούν επί μακρά σειρά ετών όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις.

Η έλλειψη όμως, πλην λίγων εξαιρέσεων, επαρκούς δημόσιου διαλόγου με θεματολογία τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, υποβαθμίζει τη σπουδαιότητα των εθνικών θεμάτων και κατ’ ανάγκη οδηγεί στη μείωση του ενδιαφέροντος των πολιτών γι’ αυτά.

Το τελευταίο όμως εγκυμονεί πολλούς κινδύνους. Απουσία ή υποβάθμιση της αξίας του δημοσίου διαλόγου οδηγεί στη σχετική αδιαφορία των πολιτών, κατάσταση που έχει επιπτώσεις στη διαχείριση των θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής.

Η απουσία έντονου και διαρκούς δημόσιου προβληματισμού και διαλόγου, που αποσκοπεί στην ευαισθητοποίηση των πολιτών, προκαλεί ερωτηματικά. Στις δημοκρατικές κοινωνίες η ευαισθητοποίηση των πολιτών συμβάλλει στην ώθηση των κυβερνώντων να αφουγκρασθούν το κοινό αίσθημα. Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ο διάλογος αυτός διεξάγεται χωρίς πλειοδοσία αφορισμών, ακραίων εκφράσεων, φανατισμών και συναισθηματικών εξάρσεων. Πλειοδοσία που στην πράξη αποδεικνύεται αντιπαραγωγική και μη εξυπηρετούσα τα εθνικά ζητήματα.

Ο υγιής δημόσιος διάλογος, εξάλλου, ενέχει και μια άλλη πρακτική σκοπιμότητα. Βοηθάει τον πολίτη αφενός μεν να μην αισθάνεται ότι βρίσκεται μακριά από τις σημαντικές αποφάσεις που αφορούν κρίσιμα θέματα, όπως εκείνα της εξωτερικής πολιτικής, αφετέρου δε να μη δημιουργείται σε αυτόν η επιζήμια αίσθηση της αποξένωσης από τη διαχείριση αυτών των ευαίσθητων ζητημάτων, που εκ της φύσης τους απαιτούν λεπτούς και διακριτικούς χειρισμούς.

Τα εκκρεμή και φλέγοντα ζητήματα της εξωτερικής μας πολιτικής δεν είναι λίγα. Ας τα υπενθυμίσουμε επιγραμματικά:

• Το Σκοπιανό. Το πρόβλημα παραμένει άλυτο.

Η αδιαλλαξία των Σκοπιανών εμποδίζει την επίλυση του θέματος του ονόματος, γεγονός που εντείνει την αβεβαιότητα ως προς τον χρονικό ορίζοντα επίλυσής του.

• Τα ευαίσθητα θέματα που αφορούν τις σχέσεις μας με την Αλβανία, και αυτά παραμένουν άλυτα: Το «Εμπόλεμο», το «Τσαμικό», το θέμα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών και τα γνωστά προβλήματα που αντιμετωπίζει η εκεί ελληνική εθνική μειονότητα.

• Η κατάσταση στα Βαλκάνια, εξάλλου, μετά μάλιστα τη μείωση της επιρροής μας στην περιοχή, αποτελεί μία ακόμη πρόκληση για την ελληνική εξωτερική πολιτική…

• Η κατάσταση στη Μέση Ανατολή δεν παύει να αποτελεί πηγή ανησυχίας. Ο ρόλος που -παλαιότερα- πρωταγωνιστικά ασκούσε εκεί η χώρα μας έχει ατονήσει, με όλες τις γνωστές για το κύρος της συνέπειες, γεγονός που μας στερεί την παρουσία μας σε μια περιοχή που συντελούνται σημαντικές εξελίξεις.

• Και το φλέγον ζήτημα της κατάστασης, βέβαια, στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Οι προκλήσεις που εκεί αντιμετωπίζουμε είναι πολύ μεγάλες, υπό το φως μάλιστα της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων και τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών.

Το θέμα τούτο δε συνδέεται με ένα άλλο, ζωτικής σημασίας για τη χώρα μας: τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

• Η αδιαλλαξία της Άγκυρας έναντι της χώρας μας δεν έχει υποχωρήσει. Οι τουρκικές αμφισβητήσεις των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων συνεχίζονται. Και όλα αυτά παρά τις κατά καιρούς ψευδεπίγραφες δηλώσεις και τα κενού περιεχομένου ευχολόγια της Άγκυρας περί διαθέσεως της δημιουργίας κλίματος εμπιστοσύνης και καλής γειτονίας. Τα αποτελέσματα, μάλιστα, της τελευταίας Συνόδου του 3ου Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας των δύο χωρών κατέδειξαν σαφώς ότι, αν και διεφάνη η βούληση των δύο μερών όπως η παρούσα κρίση που προκάλεσε το «Μπαρμπαρός» στην Κυπριακή ΑΟΖ μη λάβει περαιτέρω διαστάσεις, ουδεμία υποχώρηση ή αλλαγή σημειώθηκε στις γνωστές αδιάλλακτες τουρκικές θέσεις.

• Το Κυπριακό, επίσης, εξακολουθεί να αποτελεί κρίσιμο ζήτημα της ελληνικής διπλωματίας. Στο μέτρο που η πλήρης εξομάλυνση των διμερών σχέσεων Ελλάδος και Τουρκίας διέρχεται απαραιτήτως μέσα από την επίλυση του Κυπριακού.

Αυτά είναι τα ζητήματα που αποτελούν τις άμεσες προτεραιότητες της εξωτερικής μας πολιτικής, χωρίς βέβαια να υποτιμώνται και τα άλλα υπάρχοντα ζητήματα.

Τα εθνικά μας θέματα δεν πρέπει να παραμελούνται υπό το πρόσχημα ότι έπονται άλλων κρισίμων προτεραιοτήτων. Μπορεί αυτά να μην αποτελούν προνομιακό πεδίο της καθημερινής επικαιρότητας,
όπως άλλα προβλήματα που συνδέονται με την παρούσα οικονομική συγκυρία. Τα εθνικά θέματα συνήθως έρχονται και μονοπωλούν παροδικά την επικαιρότητα, σε στιγμές κρίσεων. Στην περίπτωση όμως αυτή, η διαχείρισή τους είναι εξόχως ευαίσθητη και περίπλοκη, διαπίστωση που επιβάλλει την εκ των προτέρων διαρκή επαγρύπνιση και αδιάλειπτη ευαισθητοποίηση των πολιτών.

Για τους παραπάνω λόγους, λοιπόν, δεν θα πρέπει vα παραλείπεται από τον δημόσιο διάλογο η συνεχής και εμβριθής συζήτηση των εθνικών θεμάτων. Παράλειψή της οδηγεί στην αποδυνάμωση του ενδιαφέροντος και της ευαισθησίας του λαού, με ό, τι αυτό μπορεί να σημαίνει.


Σχολιάστε εδώ