Τα θετικά και αρνητικά της Συνόδου Κορυφής Ελλάδος-Τουρκίας
Σημειολογικά, η 3η Σύνοδος Κορυφής πραγματοποιήθηκε σε μία στιγμή που η Τουρκία βρίσκεται, έστω και φαινομενικά, σε πολιτική και οικονομική ακμή ενώ η Ελλάδα εξακολουθεί να μαστίζεται από κρίση η οποία δεν περιορίζεται μόνο στον οικονομικό τομέα. Σημαντικό, επίσης, στοιχείο είναι ότι πραγματοποιήθηκε υπό τη σκιά της παραβατικότητας του «ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣ» στην Κυπριακή ΑΟΖ, τη διακοπή των διακοινοτικών συνομιλιών στην Κύπρο και τις καθημερινές, σχεδόν, τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο. Υπό αυτές τις συνθήκες και περιστάσεις, γεννάται εύλογα το ερώτημα αν ήταν σκόπιμη η πραγματοποίηση της 3ης Συνόδου και μάλιστα να επισπευτεί κατά τέσσερις μήνες περίπου. Η εκδοχή ότι η επίσπευση υπαγορεύθηκε για λόγους εσωτερικής σκοπιμότητας και συγκεκριμένα επειδή στους κυβερνητικούς κύκλους σχεδιαζόταν η έναρξη των διαδικασιών για την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, δεν νομίζω να ευσταθεί. Το πιθανότερο είναι ότι η χρονική επίσπευση να έγινε κατά προτροπήν. Στόχος η εκτόνωση της έντασης που επικρατεί στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών εξαιτίας των γεγονότων στην Κύπρο και στο Αιγαίο. Αυτό υπαινίχθη και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός των Εξωτερικών Ευάγγελος Βενιζέλος, πριν από τη μετάβασή του στην Άγκυρα και στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη, τέλη Νοεμβρίου. Ο έλληνας ΥΠΕΞ μίλησε για τη σκοπιμότητα να διατηρηθούν οι δίαυλοι επικοινωνίας με την Άγκυρα, θέση την οποία εξέφρασε πρόσφατα και η υπεύθυνη για την εξωτερική πολιτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η κ. Νάντια Βαλαβάνη. Ωστόσο ο Αλέξης Τσίπρας, παρά τη προαναγγελθείσα συνάντησή του με τον τούρκο πρωθυπουργό, περιορίσθηκε -πιστεύω σωστά- σε μία σύντομη συνάντηση εθιμοτυπικού χαρακτήρα στο αεροδρόμιο κατευθυνόμενος στη Σερβία, ενώ ο κ. Νταβούτογλου επέστρεφε στην πατρίδα του. Κατά πόσο η Σύνοδος Κορυφής συνέβαλε στην αποκλιμάκωση της έντασης που παρατηρείται στις σχέσεις των δύο χωρών, θα κριθεί από τις εξελίξεις. Οι διμερείς συμφωνίες που υπογράφτηκαν και οι εκατέρωθεν δηλώσεις για συνεργασία σε τομείς που ενδιαφέρουν και τις δύο χώρες, καταγράφονται στα θετικά της συνάντησης. Το αρνητικό στοιχείο εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν διεφάνη καμία πρόθεση από πλευράς του τούρκου πρωθυπουργού να υποχωρήσουν ή να περιορίσουν την παραβατική συμπεριφορά σε Κύπρο και Αιγαίο. Αντιθέτως, ο κ. Νταβούτογλου επωφελήθηκε της εδώ παρουσίας του για να επαναλάβει, και επί ελληνικού εδάφους, τις πάγιες θέσεις τους για την ΑΟΖ σε Κύπρο και Ελλάδα. Επίσης, επιβεβαιώνοντας τη πολιτική ανάμιξη της Άγκυρας σε ό,τι αφορά τη μουσουλμανική μειονότητα στη Δυτική Θράκη, επιδιώχθηκε η εν πομπή μετάβαση στην περιοχή η οποία τελικά δεν πραγματοποιήθηκε αφού αντιμετώπισε την άρνηση της ελληνικής πλευράς να συναινέσει. Στα αρνητικά, επίσης, στοιχεία της Συνόδου μπορεί να προσμετρηθούν και οι εντυπώσεις που δημιουργούνται στις τρίτες χώρες. Είναι πράγματι δύσκολο για την ελληνική διπλωματία να πείσει τις ξένες καγκελαρίες για την παραβατικότητα της Τουρκίας όταν με τις Συνόδους Κορυφής, υπό δυσμενείς συνθήκες στις σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών, δίνεται η εντύπωση για «business as usual».
Άλλωστε μπορεί να ερμηνευθούν και ως πολιτική κατευνασμού. Προ διετίας, 32 πρέσβεις ε.τ., σε επιστολή τους προς τον τότε πρωθυπουργό Γ. Α. Παπανδρέου -ο οποίος πρώτος εγκαινίασε τη πρακτική των ελληνοτουρκικών Συνόδων-, εξέφραζαν την άποψη ότι «είναι λάθος να διαπραγματεύεσαι υπό πίεσιν αδυναμίας». Σήμερα, μήπως θα έπρεπε να προσθέσουν και το «υπό διαρκή απειλήν»;