10 ερωτήσεις-απαντήσεις
2. Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη σακχαρώδη διαβήτη;
Οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη σακχαρώδους διαβήτη είναι η παχυσαρκία, η απουσία άσκησης, η κληρονομικότητα, οι γυναίκες με ιστορικό γέννησης υπέρβαρου τέκνου ή που πάσχουν από το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών, η υπέρταση, το ιστορικό καρδιαγγειακού επεισοδίου κ.ά.
3. Γιατί είναι σημαντικό να ρυθμίζουμε τις τιμές σακχάρου;
Σημαντικό βήμα στη θεραπεία και στη ρύθμιση των σακχάρων αίματος αποτελεί η σωστή εκπαίδευση των διαβητικών ασθενών, προκειμένου να τηρηθούν καταρχήν οι υγιεινοδιαιτητικές οδηγίες, που θα δοθούν από τον ειδικό γιατρό. Η καλή ρύθμιση των σακχάρων αίματος μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της εμφάνισης των επιπλοκών του σακχαρώδη διαβήτη.
4. Πώς γίνεται η διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη;
Η διάγνωση του διαβητικού ασθενούς γίνεται με τη μέτρηση του πρωϊνού σάκχαρου αίματος ή των τιμών σακχάρων κατά τη διάρκεια της καμπύλης γλυκόζης. Στη διάγνωση χρησιμοποιείται, επίσης, η μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c), η οποία αντανακλά τον μέσο όρο των σακχάρων του τελευταίου τριμήνου.
5. Τι είναι ο προδιαβήτης;
Προδιαβητικά ονομάζονται τα άτομα που έχουν τιμές σακχάρου υψηλότερες των φυσιολογικών, όχι, όμως, τόσο υψηλές για να χαρακτηριστούν διαβητικοί. Χρησιμοποιούμε τον όρο «προδιαβήτη» για να υποδείξουμε τον σχετικά υψηλό κίνδυνο για μελλοντική ανάπτυξη διαβήτη και καρδιαγγειακής νόσου.
6. Ποια άτομα πρέπει να ελέγχονται για σακχαρώδη διαβήτη;
Άτομα ασυμπτωματικά, μη παχύσαρκα και χωρίς παράγοντες κινδύνου οφείλουν να ελεχθούν στην ηλικία των 45 χρόνων. Νωρίτερα οφείλουν να ελέγχονται τα άτομα που είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα και έχουν κάποιο επιπλέον παράγοντα κινδύνου, όπως έλλειψη άσκησης, συγγενείς πρώτου βαθμού με διεγνωσμένο σακχαρώδη διαβήτη ή πάσχουν από υπέρταση, δυσλιπιδαιμία ή καρδιαγγειακή νόσο. Επίσης, πρέπει να ελέγχονται τακτικά οι υπέρβαρες/παχύσαρκες μητέρες, που είχαν διαγνωσθεί με διαβήτη κύησης ή έχουν γεννήσει υπέρβαρα νεογνά.
7. Υπάρχει τρόπος να προλάβουμε την εκδήλωση του σακχαρώδη διαβήτη;
Τα άτομα με προδιαβήτη πρέπει να παρακολουθούνται για την ανάπτυξη διαβήτη από τους ειδικούς τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο. Η αλλαγή στον τρόπο ζωής μπορεί να μειώσει το ποσοστό εξέλιξης σε διαβήτη και μάλιστα είναι πιο αποτελεσματική ακόμα και από τη χορήγηση αντιδιαβητικών φαρμάκων.
Οι ασθενείς με προδιαβήτη θα πρέπει να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες που θα λάβουν από τον γιατρό τους με στόχο την απώλεια βάρους και την αύξηση της σωματικής τους δραστηριότητας. Γενικά, συνιστάται ήπιας-μέτριας έντασης άσκηση για τουλάχιστον 150 λεπτά εβδομαδιαίως. Το σχετικά γρήγορο βάδισμα για μόλις 30 λεπτά την ημέρα καλύπτει τις ανάγκες για σωματική άσκηση. Ταυτόχρονα, πρέπει να αντιμετωπίζονται και άλλοι συνυπάρχοντες παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως η υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία.
8. Ποιοι είναι οι θεραπευτικοί στόχοι στον σακχαρώδη διαβήτη;
Οι τιμές της γλυκόζης νηστείας πρέπει να είναι μεταξύ 70 και 130mg/dl, ενώ σημαντική είναι και η ρύθμιση των μεταγευματικών σακχάρων (η μέτρηση αυτών γίνεται δύο ώρες μετά τα γεύματα). Οι στόχοι, όμως, πρέπει να εξατομικεύονται ανάλογα με τον ασθενή και ανάλογα με άλλους παράγοντες, όπως η διάρκεια του σακχαρώδη διαβήτη, η ηλικία, το προσδόκιμο επιβίωσης του ασθενούς κ.ά.
Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η ικανότητα του διαβητικού ασθενούς να αντιληφθεί τις υπογλυκαιμίες.
Η ανεπίγνωστη υπογλυκαιμία, δηλαδή όταν ο ίδιος ο ασθενής δεν αντιλαμβάνεται τις χαμηλές τιμές σακχάρου, αποτελεί σημαντικό περιοριστικό παράγοντα για τη ρύθμιση των σακχάρων και στους ασθενείς αυτούς οι θεραπευτικοί μας στόχοι είναι συνήθως λιγότερο αυστηροί. Ταυτόχρονα με τη ρύθμιση των σακχάρων αίματος οφείλουμε να δώσουμε μεγάλη προσοχή και σε άλλες συνυπάρχουσες διαταραχές, όπως η υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία.
9. Πώς αντιμετωπίζεται ο σακχαρώδης διαβήτης;
Το πρώτο και πιο σημαντικό βήμα στη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη είναι η δίαιτα και η άσκηση. Ακόμα και όταν είναι απαραίτητη η προσθήκη φαρμακευτικής αγωγής, δεν πρέπει ποτέ να παραλείπουμε τις υγειινοδιαιτητικές οδηγίες. Εξάλλου, δεν είναι λίγες οι φορές που ακόμα και μικρή απώλεια βάρους σε συνδυασμό με άσκηση επαρκούν για τη ρύθμιση των σακχάρων σε άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ.
Και ενώ στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι είναι απαραίτητη η χορήγηση ινσουλίνης, η έναρξη της θεραπευτικής αγωγής στους ασθενείς με διαβήτη τύπου ΙΙ γίνεται με αντιδιαβητικά δισκία. Έτσι, όταν η αλλαγή στον τρόπο ζωής (δίαιτα και άσκηση) δεν επαρκεί, γίνεται σταδιακή προσθήκη αντιδιαβητικών δισκίων μέχρι να επιτευχθούν οι γλυκαιμικοί στόχοι.
Η χορήγηση ινσουλίνης στους πάσχοντες από σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ είναι απαραίτητη όταν οι τιμές σακχάρου εξακολουθούν να είναι υψηλές παρά τις διατροφικές οδηγίες και τη λήψη αντιδιαβητικών δισκίων.
Η συνήθης πρακτική περιλαμβάνει τη διατήρηση των αντιδιαβητικών δισκίων και την προσθήκη σε αυτά μίας δόσης ινσουλίνης (χορήγηση βασικής ινσουλίνης). Καθώς αυξάνεται η διάρκεια του διαβήτη και μειώνεται η ικανότητα των β-κυττάρων του παγκρέατος να εκκρίνουν ινσουλίνη, είναι δυνατόν να απαιτηθούν πολλαπλές ενέσεις ινσουλίνης για τη διατήρηση της ευγλυκαιμίας.
10. Ποιες είναι οι χρόνιες επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη;
Οι χρόνιες επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη μπορούν να μειωθούν μέσω της καλής ρύθμισης των σακχάρων αίματος. Τα όργανα στόχοι που προσβάλλονται από το σακχαρώδη διαβήτη είναι οι οφθαλμοί, οι νεφροί, το νευρικό σύστημα και τα αγγεία της καρδιάς, του εγκεφάλου και των περιφερικών αρτηριών. Όσον αφορά τους οφθαλμούς, η λεγόμενη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια είναι η βλάβη των μικρών αγγείων των οφθαλμών και χωρίς θεραπεία μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε τύφλωση.
Ο έλεγχος σε οφθαλμίατρο οφείλει να αρχίζει νωρίς, με τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη, και πολύ πριν ο ασθενής αποκτήσει συμπτώματα. Πρέπει να επαναλαμβάνεται τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο. Η προσβολή των νεφρών ονομάζεται διαβητική νεφροπάθεια και είναι μία από τις σημαντικότερες αιτίες αιμοκάθαρσης παγκοσμίως. Είναι ασυμπτωματική στα αρχικά στάδια της νόσου και για το λόγο αυτό οι διαβητικοί ασθενείς πρέπει να υποβάλλονται σε τουλάχιστον ετήσια εξέταση των ούρων για απέκκριση λεύκωματος.
Η διαβητική νευροπάθεια διακρίνεται σε περιφερική νευροπάθεια, η οποία εκδηλώνεται συνήθως με συμπτώματα από τα κάτω άκρα, όπως αιμωδίες, άλγος, αίσθημα καύσους κ.ά και στη νευροπάθεια του αυτονόμου νευρικού συστήματος, στην οποία μπορεί να παρατηρηθούν συμπτώματα από το στομάχι (γαστροπάρεση), διαταραχή της ούρησης και των κενώσεων (διάρροιες ή δυσκοιλιότητα), ορθοστατική υπόταση, στυτική δυσλειτουργία κ.ά.
Η προσβολή των μεγάλων αγγείων αφορά κυρίως στα στεφανιαία αγγεία της καρδιάς, στις καρωτίδες και στα αγγεία των κάτω άκρων, γνωστή και ως μακροαγγειοπάθεια, και μπορεί να εκδηλωθεί ως στηθάγχη ή ακόμα και οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλικά επεισόδια ή διαλείπουσα χωλότητα (άλγος στα κάτω άκρα κατά τη βάδιση).
Τέλος, το «διαβόητο» διαβητικό πόδι οφείλεται στην περιφερική νευροπάθεια ή/και περιφερική αρτηριοπάθεια, ενώ πολλές φορές συνυπάρχει κάποιος τραυματισμός του ποδιού που δεν έγινε αντιληπτός, αφού μέσω της περιφερικής νευροπάθειας καταργείται/μειώνεται η αίσθηση του πόνου στους ασθενείς αυτούς και εάν δεν υπάρξει έγκαιρη παρέμβαση μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε ακρωτηριασμό.
ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ:
Τα όργανα στόχοι που προσβάλλονται από τον σακχαρώδη διαβήτη είναι οι οφθαλμοί, οι νεφροί, το νευρικό σύστημα και τα αγγεία της καρδιάς, του εγκεφάλου και των περιφερικών αρτηριών