Η Κύπρος δεν πρέπει να προβεί σε καμία υποχώρηση στο θέμα του φυσικού αερίου
Αποδοχή μιας τέτοιας προτάσεως θα σήμαινε παραχώρηση στην Τουρκική πλευρά αυτών που διεκδικεί με την εισβολή στην Κυπριακή ΑΟΖ. Η Τουρκική πλευρά, προσποιούμενη ότι δεν υπάρχει καμιά κατοχή στην Κύπρο και ότι τα κατεχόμενα είναι δήθεν η επικράτεια των Τουρκοκυπρίων, που είναι «ίσο» μέρος με τους Ελληνοκυπρίους, θέτει τώρα ως νέο στόχο την αρπαγή από τους Ελληνοκυπρίους και του φυσικού αερίου, στο όνομα της «συμμετοχής» των Τουρκοκυπρίων αλλά και αξιώσεων που εγείρει η ίδια η Τουρκία στην Κυπριακή ΑΟΖ.
Η συγκρατημένη ικανοποίηση που εκφράζεται για την απόρριψη από τον Κύπριο Πρόεδρο της προτάσεως Άιντα, δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου Γιαννάκης Κασουλίδης είχε προβεί, κατά τις προηγούμενες ημέρες, σε περίεργες δηλώσεις για τη δημιουργία Ταμείου στο οποίο θα κατατίθενται τα έσοδα από το φυσικό αέριο. Είχε δηλώσει επίσης ότι μετά τη λύση του Κυπριακού δεν απορρίπτει το ενδεχόμενο να συμφωνηθεί η εξαγωγή του φυσικού αερίου της Κύπρου στην Ευρώπη μέσω Τουρκίας. Οι δηλώσεις του προκάλεσαν αίσθηση και ανησυχία. Με μεταγενέστερες διευκρινίσεις, έσπευσε να καθησυχάσει την κοινή γνώμη, υποστηρίζοντας ότι η αναφορά του σε Ταμείο αφορά ένα μέρος των εσόδων, τα οποία δεν θα προορίζονται μόνο για τους Τουρκοκυπρίους αλλά θα χρησιμοποιούνται για την παροχή υποτροφιών σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, μετά τη λύση.
Ένας πρόσθετος λόγος για ανησυχία είναι η εκστρατεία που ανέλαβε στο εσωτερικό μέτωπο ο πρώην Πρόεδρος Δημήτρης Χριστόφιας, ρυμουλκώντας στη γραμμή αυτή και το κόμμα του, το ΑΚΕΛ. Το τελευταίο μερίμνησε να το ελέγχει στενά με δικούς του αφοσιωμένους ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους διετέλεσαν στενοί συνεργάτες του κατά την Προεδρική του θητεία.
Ο πρώην Πρόεδρος, με δηλώσεις του, επιστολή προς τον σημερινό Πρόεδρο και συνάντηση μαζί του, ζητά η Ελληνική πλευρά «να πάρει γενναίες αποφάσεις» και να δεχθεί τη σύγκλιση που είχε ο ίδιος δεχθεί με τους Τουρκοκυπρίους ηγέτες Ταλάτ και Έρογλου στο θέμα του φυσικού αερίου. Ο πρώην Πρόεδρος, που φέρει βαρύτατη ευθύνη για την εμπλοκή των Τουρκοκυπρίων στο θέμα του φυσικού αερίου της ελεύθερης Κύπρου, εμφανίζεται και σήμερα να μην κατανοεί το ολίσθημα στο οποίο υπέπεσε, διακηρύσσοντας από το βήμα της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ ότι οι Τουρκοκύπριοι θα επωφεληθούν από το φυσικό αέριο και πριν τη λύση! Υποστηρίζει ότι πρέπει η Ελληνική πλευρά, έστω με τη μορφή της συγκλίσεως που είχε «επιτύχει», να δεχθεί τη συζήτηση του φυσικού αερίου ως διακοινοτικού θέματος… Υποδεικνύει μάλιστα ότι, με τον τρόπο αυτό, η Ελληνική πλευρά θα βρεθεί δήθεν σε πλεονεκτική διπλωματική θέση!
Το επιχείρημα αυτό είναι εντελώς αβάσιμο. Η περιβόητη «σύγκλιση» που επικαλείται ο πρώην Πρόεδρος βρίθει ασαφειών. Αναφέρεται, π.χ., σε διανομή μέρους των εσόδων με βάση την αριθμητική αναλογία των δύο κοινοτήτων. Ποια αναλογία; Αυτή που υπήρχε πριν από το 1974 ή αυτή που έχει διαμορφωθεί με τον μαζικό εποικισμό των κατεχομένων; Είναι γνωστή η θέση της Τουρκικής πλευράς και ιδίως του σημερινού Τ/Κ ηγέτη Έρογλου ότι δεν κάνει καμιά «διάκριση» μεταξύ των «πολιτών» του Ψευδοκράτους.
Κατά τον ίδιο τρόπο, ο διαμοιρασμός ενός άλλου μέρους των εσόδων προβλέπεται να αποφασισθεί αργότερα, προφανώς μετά τη «λύση» του Κυπριακού, όταν οι αποφάσεις θα παίρνονται με «ισότιμη» ψήφο. Η Τουρκική πλευρά θα είναι τότε σε θέση να επιβάλει ό,τι θέλει, γιατί θα είναι αδύνατη η λήψη οποιασδήποτε αποφάσεως χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Τουρκικής πλευράς.
Αγόμενος από ανεδαφικά και έωλα ιδεολογήματα, ο πρώην Πρόεδρος δεν θέλει να αντιληφθεί ούτε εκ των υστέρων την ολέθρια πολιτική του στο εθνικό θέμα. Υπερακοντίζει σήμερα ακόμη και αυτούς που ήταν απροκάλυπτα υπέρ του Σχεδίου Ανάν και ζητά ουσιαστικά να δεχθεί η Ελληνική πλευρά να τεθεί το θέμα του φυσικού αερίου, ως διακοινοτικό θέμα, στο τραπέζι των διακοινοτικών συνομιλιών!
Αυτό όμως ακριβώς ζητά και η Τουρκική πλευρά. Αυτό επίσης ζητά ο ξένος Αμερικανός και Βρετανικός παράγων. Η διακοινοτικοποίηση του φυσικού αερίου της Κύπρου θα άνοιγε τον δρόμο για την εξουδετέρωση του μόνου ουσιαστικά στρατηγικού όπλου που διαθέτει η Ελληνική πλευρά για να διαπραγματευθεί μια στοιχειωδώς αποδεκτή λύση. Θα άνοιγε τον δρόμο για τον υποβιβασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας σε «ισότιμο μέρος» του Ψευδοκράτους. Θα άνοιγε τον δρόμο για τον διεμβολισμό των στρατηγικών συμμαχιών της Κύπρου και την υπονόμευση των συμφωνιών που έχει υπογράψει για την οριοθέτηση της Κυπριακής ΑΟΖ και των συμφωνιών για την αξιοποίηση των ενεργειακών της κοιτασμάτων.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μάντης για να αντιληφθεί πού θα οδηγούσε μια τέτοια πολιτική.
Ελλάδα και Κύπρος έχουν ισχυρά περιφερειακά ερείσματα. Το σύνολο των χωρών της περιοχής, με εξαίρεση την Τουρκία, συμφωνεί στην αρχή ότι βάση για την οριοθέτηση της ΑΟΖ πρέπει να είναι το Διεθνές Θαλάσσιο Δίκαιο. Ισχυρές χώρες της περιοχής, όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ, αντιτίθενται σφόδρα στις ηγεμονικές φιλοδοξίες της Άγκυρας. Η Ρωσία, που ενοχλείται αφάνταστα από την Τουρκική πολιτική έναντι της Συρίας, είναι επίσης εν δυνάμει σύμμαχος.
Αυτό που απαιτείται επειγόντως είναι η Αθήνα να εγκαταλείψει την ταπεινωτική και αντιπαραγωγική κατευναστική πολιτική έναντι της Άγκυρας και συμπαρατασσόμενη με την Κύπρο, να αναπτύξουν από κοινού ενεργά τις περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες τους, όπως επίσης τις σχέσεις με τη φιλική Ρωσία, που είναι αναγκαίο αντίβαρο και αποτρεπτικός παράγων κατά των Τουρκικών απειλών. Δεν πρέπει επίσης, με την αυταπάτη μιας δήθεν «λύσεως» του Κυπριακού, να τεθεί σε κίνδυνο η Κυπριακή Δημοκρατία. Θα ισοδυναμούσε με Τουρκικό θρίαμβο.