Ο μεγαλύτερος κίνδυνος στα εθνικά μας θέματα, η αυτοκαταστροφική πολιτική μας

Η υπόδειξη ότι πίσω από αυτή την εξέλιξη υπάρχει κάτι αναπόφευκτο, λόγω της ασυμμετρίας μεταξύ του μεγέθους και της οικονομίας των δύο χωρών, είναι μόνο εν μέρει ακριβές. Ο παράγων αυτός θα γίνει καταλυτικός σε μακροπρόθεσμη βάση, εάν δεν υπάρξει εθνική ανόρθωση από την Ελληνική πλευρά και συνεχισθεί η σημερινή πορεία της φθίνουσας εθνικής παραγωγής και της ελλείψεως εθνικής στρατηγικής και ανεξάρτητης πολιτικής. Εάν συνεχισθεί, με άλλα λόγια, η σημερινή πορεία του εθνικού μαρασμού και της εθνικής παρακμής.

Η μικρότερη Ελλάδα είχε, μέχρι προσφάτως, ως σημαντικά πλεονεκτήματα το υψηλότερο οικονομικό επίπεδο, την παιδεία και την τεχνολογία. Η ανατροπή που έχει συντελεσθεί κατά τα τελευταία χρόνια στους τομείς αυτούς έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από την αριθμητική υπεροχή που έχει επιτύχει η Άγκυρα στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς.

Η Άγκυρα, σε αντίθεση με την Ελλάδα, πέτυχε να αξιοποιήσει τις μεγάλες αμυντικές δαπάνες για την ανάπτυξη μιας εντυπωσιακής αμυντικής βιομηχανίας. Η τελευταία τής παρέχει πολύ μεγάλο βαθμό αμυντικής αυτάρκειας, αλλά ταυτόχρονα βιομηχανική και τεχνολογική πρόοδο.

Το ίδιο, με κάποιες παραλλαγές, ισχύει για την οικονομία, την εθνική παραγωγή και την εθνική αναπτυξιακή στρατηγική. Οι πολιτικοί ιθύνοντες της Ελλάδος δεν αντελήφθησαν εγκαίρως πόσο δύσκολο αγώνισμα ήταν η ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, ιδίως αργότερα, στην Ευρωζώνη. Η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ απαίτησε και επέβαλε τα Μεσογειακά Προγράμματα ως δείγμα μιας Ευρωπαϊκής πολιτικής συγκλίσεως και συνοχής. Οι επόμενες κυβερνήσεις, αγόμενες πολλές φορές από έναν νεόκοπο και κακώς νοούμενο Ευρωπαϊσμό, εγκατέλειψαν σταδιακά την πολιτική αυτή. Συνέπλευσαν με πολιτικές που αντιμάχονταν ουσιαστικά τα Ελληνικά συμφέροντα. Τα πράγματα επιδεινώθηκαν με την παράλληλη προώθηση του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης ως θεσμικού οικονομικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Το καθεστώς αυτό είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια την ουσιαστική κατάργηση της Αρχής της Κοινοτικής προτιμήσεως.

Η εξέλιξη αυτή είχε και έχει ολέθριες συνέπειες στις λιγότερο αναπτυγμένες και λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες-μέλη, όπως η Ελλάδα.

Ο ανταγωνισμός δεν περιορίζεται πλέον μεταξύ των χωρών-μελών. Εξελίσσεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πληγεί καίρια η εθνική παραγωγή της χώρας και να καταστούν ανέφικτες αρχές, όπως η προστασία της Ευρωπαϊκής παραγωγής, η σύγκλιση και η συνοχή αλλά ακόμη και η ίδια η πολιτική ενοποίηση, παρά την εισαγωγή του ευρώ, που είχε επισήμως ως στόχο να επιταχύνει την πολιτική ενοποίηση.

Πώς μπορεί μια Ευρωπαϊκή χώρα να είναι αλληλέγγυα με τις άλλες, όταν είναι ανταγωνιστική με αυτές σε παγκόσμιο επίπεδο; Πώς μπορεί, με την ίδια λογική, να προωθήσει την κοινή ανάπτυξη;

Δεν είναι απορίας άξιον όταν βλέπουμε, επομένως, στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση την υπερίσχυση των πολιτικών λιτότητας, που εκφράζουν την έλλειψη μιας κοινής αναπτυξιακής πολιτικής και αλληλεγγύης.

Η Ελλάδα, κοντά στα άλλα ενδογενή προβλήματα που λειτουργούν ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη και την πρόοδό της, βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη και με μια κατάσταση στην οποία δεν έχει τον έλεγχο της οικονομίας και της αγοράς της και είναι υποχρεωμένη να συμπλέει με κανόνες ακραίου νεοφιλελευθερισμού και παγκοσμιοποίησης.

Πώς θα διαμορφώσει, υπό τις συνθήκες αυτές, ένα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο και μια εθνική αναπτυξιακή στρατηγική, που όλοι αναγνωρίζουν ότι έχει ανάγκη για να βγει από τη σημερινή καταχνιά και να ανοίξει μια νέα προοπτική;

Είναι ένα από τα βασικά ερωτήματα που αφορούν το σημερινό οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η χώρα και από το οποίο πρέπει να βγει το ταχύτερο δυνατόν, γιατί η βαθιά οικονομική κρίση είναι παράθυρο ευκαιρίας για την Άγκυρα, που καραδοκεί για να την εκμεταλλευθεί.

Η παιδεία και η τεχνολογία είναι ένα άλλο πεδίο, στο οποίο η Ελλάδα υποσκελίζεται επίσης επικίνδυνα από την Τουρκία κατά τα τελευταία χρόνια. Και στο πεδίο αυτό, η κακοδαιμονία που επικρατεί κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες είναι αυτοδημιούργητη και έχει εκλεκτική συγγένεια με την κομματοκρατία της περιόδου αυτής. Είναι θλιβερό και εξοργιστικό να βλέπει κανείς έπειτα από τόσα χρόνια να συνεχίζεται η ίδια κατάσταση και η παιδεία να παραμένει υποβαθμισμένη και αποτελματωμένη.

Οι δομικοί αυτοί παράγοντες συντρέχουν στη διαμόρφωση των συσχετισμών, που αφορούν τα εθνικά θέματα της χώρας και της προοπτικής της, παράλληλα με τις ειδικότερες πολιτικές που αφορούν τα εξοπλιστικά προγράμματα, την ισορροπία δυνάμεων και την ανάπτυξη της εθνικής πολεμικής βιομηχανίας.

Κοντά σ’ αυτές, προσμετρούν, βεβαίως, καθοριστικά επίσης η ανεξαρτησία της εξωτερικής πολιτικής, η έγκαιρη πρόνοια και η άσκηση μιας αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής. Προφανώς, η στρατηγική αυτή δεν ασκείται στο κενό. Λαμβάνει υπ’ όψιν συσχετισμούς, συμμαχίες και γεωπολιτικούς παράγοντες.

Τι πολιτική όμως είναι αυτή που φέρνει στην Αθήνα τον Τούρκο πρωθυπουργό και τη συνοδεία του, όταν η Άγκυρα επιδίδεται απροκάλυπτα σ’ έναν νέο Αττίλα στην Κυπριακή ΑΟΖ και απειλεί με casus belli εάν ανακηρυχθεί ΑΟΖ στο Αιγαίο;

Πώς θα παγιωθούν με αξιοπιστία οι περιφερειακές συμμαχίες της Ελλάδος, όταν υποσκάπτονται, από τη μια μέρα στην άλλη, αντιφατικές πολιτικές; Ποιο μήνυμα στέλνει η Ελλάδα προς έναν βασικό σύμμαχό της, τις ΗΠΑ, που υποστηρίζουν ότι η Τουρκία θα πρέπει να έχει «συμμετοχή» στα ενεργειακά κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου; Σε ποιων την ΑΟΖ θα έχει συμμετοχή;

Η ακολουθούμενη από την Ελλάδα κατευναστική πολιτική δεν οδηγεί, δυστυχώς, σε αποτροπή. Αποθρασύνει, αντιθέτως, την Άγκυρα. Η Ελλάδα έχει ανάγκη από μια ανεξάρτητη και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική.

Πώς θα γίνει όμως αυτό από μια κυβέρνηση που βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση και ασκεί μια τέτοια πολιτική; Αυτό είναι το ερώτημα που θέτει με αγωνία κάθε πολίτης που παρακολουθεί τους κινδύνους που διαγράφονται.


Σχολιάστε εδώ