Λουξ φορολογικοί παράδεισοι στο πέλαγος της λιτότητας

Πολλές από τις πρακτικές αυτές είναι γνωστές εδώ και πολύ καιρό, αλλά σήμερα, εν μέσω κρίσης και μειωμένων φορολογικών εσόδων, αποκτούν νέα βαρύτητα. Για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης είναι ευπρόσδεκτα όλα τα έσοδα από φορολόγηση οικονομικών δραστηριοτήτων. Την ίδια στάση κρατούν φυσικά και οι Ηνωμένες Πολιτείες, αφού μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη, μέσω ειδικών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών του Λουξεμβούργου, αποφεύγουν ένα σημαντικό ποσό φορολογικών υποχρεώσεων.

Έγιναν βεβαίως γνωστά τα ονόματα των εταιρειών που με τον τρόπο αυτό διέφευγαν την καταβολή φόρων στις χώρες δραστηριοποίησής τους. Αυξήθηκε έτσι η πίεση προς τις κυβερνήσεις που προχωρούν σε περικοπές μισθών και συντάξεων, αποδόμηση του κοινωνικού κράτους και συμπίεση του βιοτικού επιπέδου των ευρωπαϊκών λαών με αλλεπάλληλους κύκλους νέων φόρων. Οι κυβερνήσεις οφείλουν να αντιμετωπίσουν το θέμα αυτό, που μέχρι σήμερα κρύβουν κάτω από το χαλί.

Το θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει διαμορφωθεί προοδευτικά με τρόπο που ευνοεί τις επιχειρήσεις, προωθώντας ένα τεράστιο πλέγμα ρυθμίσεων που διέπει και στηρίζει την ευρωπαϊκή επιχειρηματική δραστηριότητα. Για πολλούς άλλους σημαντικούς τομείς δεν υπάρχει πλέγμα συνεκτικών ρυθμίσεων που να συνιστά ευρωπαϊκή πολιτική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κοινωνική πολιτική.

Παραμένοντας όμως στον χώρο του ανταγωνισμού, αξίζει τον κόπο να παρατηρήσουμε ότι μία από τις βασικές αρχές της ευρωπαϊκής πολιτικής είναι αυτή της καταπολέμησης του αθέμιτου ανταγωνισμού. Και όμως, η απουσία κοινής φορολογικής πολιτικής καθιστά τις βασικές αρχές διατρητές καθώς επιτρέπει τη χρησιμοποίηση εκλεπτυσμένων πρακτικών καταστρατήγησης, όπως αυτές που αποκαλύφθηκε ότι ασκούσε για πολλά χρόνια η κυβέρνηση του κ. Γιούνκερ.

Στην περίπτωση της Ελλάδας το ζήτημα εμφανίζει και μια άλλη σημαντική διάσταση. Ενώ η χώρα οδηγήθηκε σε ανθρωπιστική κρίση με την εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας, το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο επιτρέπει τη φοροαποφυγή για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε υπερεθνικό επίπεδο, ενώ οι μικρομεσαίες οδηγούνται σε αφανισμό λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού.

Το θέμα που αναδεικνύεται είναι ότι διάφορες ευρωπαϊκές χώρες έχουν τη δυνατότητα να εισάγουν στα εθνικά φορολογικά τους συστήματα ρυθμίσεις που τους εξασφαλίζουν προνομιακή θέση για την προσέλκυση μεγάλων επιχειρήσεων. Έτσι, π.χ., το Λουξεμβούργο -και όχι μόνο- προσφέρει ειδικό καθεστώς σε επιχειρήσεις προκειμένου να αποφεύγουν τη φορολόγησή τους στις χώρες δραστηριοποίησής τους.

Το Λουξεμβούργο όμως δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Το Βέλγιο έχει υιοθετήσει μια άλλη καινοτομία. Αναγνωρίζει στα ίδια κεφάλαια εταιρειών που επενδύουν καθεστώς δανειακών κεφαλαίων, έτσι ώστε να απολαμβάνουν φορολογικές απαλλαγές. Για τον λόγο αυτό πολλές επιχειρήσεις προτιμούν τις Βρυξέλλες. Η Ολλανδία πάλι εμφανίζεται περισσότερο ευρηματική. Ειδικεύεται στη διευκόλυνση φοροαποφυγής των εταιρειών σε ό,τι αφορά δραστηριότητες ευρεσιτεχνίας και πνευματικών δικαιωμάτων. Μια στοιχειώδης έρευνα καταδεικνύει ότι μεγάλος αριθμός ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, έπειτα από δαιδαλώδεις διαδρομές, καταλήγει στο Άμστερνταμ.

Το Ηνωμένο Βασίλειο συνειδητά αρνήθηκε τη συμμετοχή του στην Ευρωζώνη προκειμένου να διατηρήσει τα πλεονεκτήματα που διαθέτει στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Έτσι, σήμερα οι επενδυτικές δραστηριότητες, ακόμη και των μεγάλων γερμανικών τραπεζών, έχουν έδρα το Λονδίνο. Ένα άλλο παράδειγμα αποτελεί η Ιρλανδία, που υιοθετώντας το χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή στην Ευρώπη, κάνοντας στην ουσία φορολογικό ντάμπινγκ, αποτέλεσε την πλατφόρμα δραστηριοποίησης αμερικανικών επιχειρήσεων στην ευρωπαϊκή αγορά.

Ο κατάλογος των νόμιμων, αλλά όχι ηθικών, εξειδικεύσεων θα μπορούσε να συνεχιστεί. Αυτό που καταδεικνύει είναι η ανάγκη εξισορρόπησης των ευρωπαϊκών θεσμικών ρυθμίσεων, έτσι ώστε το σύστημα να μη γέρνει προς όφελος μόνο των ισχυρών οικονομιών που διαθέτουν μεγάλες διεθνικές επιχειρήσεις.

Το Λουξεμβούργο «βγήκε στη σέντρα» λόγω της απώλειας φορολογικών εσόδων που προκαλεί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Κάπως έτσι στοχοποιήθηκε και η Κύπρος, όπου τα διαφυγόντα κέρδη ήταν ευρωπαϊκά.

Το Λουξεμβούργο βέβαια δεν έχει Μνημόνιο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όμως, έχει πρόεδρο τον πρώην πρωθυπουργό του Λουξεμβούργου.

Η παραπάνω ιστορία έχει ένα ηθικό δίδαγμα. Προκειμένου να αξιοποιηθούν κερδοσκοπικά τα ελλείμματα του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου, επιστρατεύονται οι υπηρεσίες εξειδικευμένων συμβούλων του γιγαντωμένου χρηματοοικονομικού τομέα. Στο κρίσιμο πεδίο της φοροαποφυγής λειτουργεί ένας μικρός αριθμός ελεγκτικών εταιρειών, που από τη μια πλευρά συμβουλεύει τις κοινοτικές υπηρεσίες προκειμένου να διαμορφώσουν το πλαίσιο ρυθμίσεων πολιτικής και από την άλλη συμβουλεύουν τις μεγάλες επιχειρήσεις για τρόπους και μεθόδους αποφυγής των ίδιων ρυθμίσεων που βοήθησαν να διαμορφωθούν…

Ένας άλλος τομέας που αφορά άμεσα τη χώρα μας είναι αυτός που αναπτύχθηκε αμέσως μετά την ίδρυση της νομισματικής ένωσης από εξειδικευμένα ιδρύματα παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Είναι ακριβώς οι χρηματοοικονομικές εταιρείες που από τη μια συμβούλευαν τις κυβερνήσεις για τον τρόπο παράκαμψης των κριτηρίων του Μάαστριχτ ενώ αμέσως μετά ενορχήστρωσαν τα κερδοσκοπικά παιχνίδια με τις διαφορές απόδοσης δεκαετών ομολόγων (spreads) που εγκλώβισαν στην παγίδα του χρέους τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, με πρώτη την Ελλάδα.

Σήμερα είναι οι ίδιοι που εισηγούνται τα χρηματοοικονομικά εργαλεία για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους. Και όμως, αυτά τα εργαλεία χρηματοπιστωτικής μόχλευσης οδήγησαν στην κρίση του 2008, που γρήγορα μετατράπηκε σε κρίση κρατικού χρέους. Η ανάπτυξη όμως δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνο με δημοσιονομικά μέτρα για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας. Αλλιώς η ανθρωπιστική κρίση θα πάρει εκρηκτικές διαστάσεις.


Σχολιάστε εδώ