ΦΟΡΟΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΑΡΡΩΣΤΗ ΕΙΣΠΡΑΚΤΙΚΗ ΜΑΝΙΑ
Είς αναμάρτητος αστός
υπάλληλος γραφείου
περίμενε τήν σύνταξη
ώς νύχτα Επιταφίου.
•••
Νύχτα γεμάτη θάματα
νύχτα σπαρμένη μάγια
αυτός αμέριμνο πτηνό
κάτι σάν κουκουβάγια.
•••
Εργάστηκε ανελλιπώς
κάπου σαράντα χρόνια
ευελπιστώντας νά χαρεί
χωρίς βροχές καί χιόνια.
•••
Εξύπναγε πανευτυχής
κι έπινε τόν καφέ του
μαζί μέ τήν συμβία του
– μακράν ζωής επαίτου.
•••
Παιδία δέν απέκτησαν
ζούσαν οι δυό μονάχοι
μέ όνειρο μία ζωή
σάν αραπιάς φελάχοι.
•••
Ποτέ δέν συλλογίστηκε
βίον βασανισμένο
συνταξιοδοτούμενος
θά ‘χε τό πάν χεσμένο.
•••
Περήφανος ώς Έλληνας
μέγας προγονολάτρης
καί τήν ζωή του έδινε
άν ήτο περί πάτρις.
•••
Σχημάτιζε τά όνειρα
ώς έφηβος ωραίος
ώς άρρεν περιζήτητος
καί ώς αστήρ μοιραίος.
•••
Η σύνταξη, τό όπλο του
θά αποκαθιστούσε
εκείνα πού δέν έζησε
μέ κείνα πού θά ζούσε.
•••
Σαράντα χρόνια πλήρωνε
για νά ‘χει όταν γεράσει
νά πίνει καί τά τσίπουρα
στού φεγγαριού τήν χάση.
•••
Φοβόταν τήν Πανσέληνο
καί προτιμούσε τ’ άστρα
τόν αστροφόρο ουρανό
καί τής φυλής τά κάστρα.
•••
Τί μεγαλεία, τί χαρές
θά ζούσε επιτέλους
(ξεχνούσε ότι η ζωή
έχει πολλούς Οθέλους).
•••
Μέρα τή μέρα έλαμνε
είς όμορφα πελάγη
τήν σύνταξη αναμένοντας
πού θά ‘φερναν οι Μάγοι.
•••
Όμως τό χάος έφτασε
μά η σύνταξη καθόλου
καί τότε εκατάλαβε
πώς ήταν θύμα δόλου.
•••
Μπατίρης αυτοκτόνησε
καί η φτωχή γυνή του
τήν ερημιά της βίωνε
εντός τού ακινήτου.
•••
Κι ο ΕΝΦΙΑ κατέφτασε
καί τό χαράτσι βάνει.
Η σύνταξη ερχότανε
κι έρχεται, μά δέν φτάνει.
……………………………………………………..
Δέν γνωρίζω τί είπε ο Θεός στόν αδικημένο
συνταξιούχο. Εμείς, όμως, ξέρουμε πώς ζούμε
σέ μία χώρα πού δέν έχει τόν Θεό της.