Ο ενδοτισμός των ελληνικών κυβερνήσεων ενθαρρύνει την τουρκική επιθετικότητα
Από το κείμενο της Κοινής Δήλωσης της Κωνσταντινούπολης, που υπογράφανε ο τότε πρωθυπουργός και σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν και ο έλληνας ομόλογός του Αντ. Σαμαράς, δίνεται η εντύπωση ότι μεταξύ των δύο χωρών ουδέν πρόβλημα υπάρχει, παρά μόνο προοπτικές αγαστής συνεργασίας. Εκπλήττει η αναφορά ότι «οι δύο πλευρές παραμένουν πεπεισμένες ότι το μέχρι σήμερα διαμορφωμένο πλαίσιο στις σχέσεις τους, το οποίο βασίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό, την εμπιστοσύνη, το διεθνές δίκαιο και τις σχέσεις καλής γειτονίας, θα προωθήσει περαιτέρω τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών….» (α’ παράγραφος, σελίδα 3).
Πόσο ανταποκρίνονταν και ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα οι παραπάνω κενές περιεχομένου φράσεις; Απορίας άξιον αν στη διατύπωση της Κοινής Δήλωσης συμμετείχε και εκπρόσωπος της ελληνικής αντιπροσωπείας. Ουδεμία αναφορά γινόταν στις ελληνοτουρκικές διαφορές, π.χ., οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, ΑΟΖ κ.λπ., το Κυπριακό, την αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης κ.ά. Σε αντίθεση η ελληνική πλευρά υπερθεμάτιζε για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, που, όπως αναγράφεται, «έχει σημασία και για τις δύο χώρες και τις αφορά…». Ποιος ήταν ο λόγος για να δοθεί μια τόσο ρόδινη εικόνα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Πρόθεση και πολιτική βούληση να τεθούν οι βάσεις για μια ρεαλιστικότερη προσέγγιση των διμερών σχέσεων στο μέλλον; Ή μήπως οφειλόταν στην ενδοτικότητα της ελληνικής πλευράς;
Ενδοτική συμπεριφορά ή κατευνασμός της Άγκυρας δεν χαρακτηρίζει μόνο την παρούσα ελληνική κυβέρνηση αλλά και τις αμέσως προηγούμενες. Οι λόγοι ποικίλοι. Από δεκαετίες τώρα έχουν δημιουργηθεί στις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις φοβικά σύνδρομα, τα αίτια των οποίων θα μπορούσαν να αποδοθούν στην επιθυμία να μη διαταραχθεί η σχετική κοινωνική ευημερία του ελληνικού λαού από ένα θερμό επεισόδιο ή και πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία. Ένας δεύτερος λόγος πιθανόν να οφείλεται σε υπερβολική εμπιστοσύνη ή και την ψευδαίσθηση για παρέμβαση των συμμάχων (ΝΑΤΟ, ΕΕ) ή των διεθνών οργανισμών (ΟΗΕ). Η εμπιστοσύνη στο ΝΑΤΟ πρέπει μάλλον να αποκλειστεί. Έχει πλήρως εξανεμιστεί μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, επιβεβαιώθηκε δε και από τις πρόσφατες δηλώσεις στην Αθήνα του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ Στόλτενμπεγκ, ο οποίος, κατά παράβαση των πλέον στοιχειωδών κανόνων φιλοξενίας, τήρησε ίσες αποστάσεις μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας εξομοιώνοντας την παραβατικότητα της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην ΑΟΖ της Κύπρου με εκείνους που την υφίστανται. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αντίθετα, διαθέτει περισσότερα διπλωματικά όπλα κατά της Άγκυρας. Είναι όμως αμφίβολο αν θα υπάρξει συναίνεση ώστε να τα χρησιμοποιήσει. Η ενδοτικότητα ίσως να οφείλεται και σε ελλιπή ετοιμότητα και αποτρεπτική δυνατότητα των Ενόπλων μας Δυνάμεων. Αν αυτό αληθεύει, έστω και εν μέρει, την ευθύνη φέρουν όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών. Πρώτιστο μέλημα και καθήκον είναι η άμεση αποκατάσταση της ισορροπίας με την Τουρκία, με ανάπτυξη μιας αποτελεσματικής Εθνικής Άμυνας.
Και ενώ αυτά συμβαίνουν σε Κύπρο και Αιγαίο, ανακοινώνεται η μετάβαση στην Άγκυρα και στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη (29-30 Νοεμβρίου) του υπουργού Εξωτερικών Ευ. Βενιζέλου και η έλευση στην Αθήνα του τούρκου πρωθυπουργού Αχμ. Νταβούτογλου για να μετάσχει στο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας (5-6 Δεκεμβρίου). Υπό το φως της τουρκικής συμπεριφοράς σε Κύπρο και Αιγαίο, η ελληνική κυβέρνηση όφειλε να αναβάλει τη συνάντηση κορυφής sine die μέχρις ότου η Άγκυρα δώσει σαφή δείγματα ότι σέβεται τον διεθνή νόμο. Ο κ. Βενιζέλος σε πρόσφατες δηλώσεις του υπαινίχθη ότι σε μια περίοδο που η Άγκυρα έχει κακές σχέσεις με Ισραήλ, Κύπρο, Αίγυπτο, Συρία κ.ά., είναι σκόπιμο να διατηρηθούν ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας μαζί της. Αυτό μεταφράζεται στο ότι η απειλούμενη Ελλάδα αναλαμβάνει τον ρόλο να ημερώσει το θηρίο. Όπως λέει μια ιταλική λαϊκή ρήση: «se non e’ vero e’ ben trovato»! Σε διπλωματική γλώσσα θα μπορούσε να μεταφραστεί ως πολιτική κατευνασμού.