Το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής

Το ΕΣΕΠ αποτελεί συμβουλευτικό όργανο της κυβέρνησης και είναι αρμόδιο για την επεξεργασία θεμάτων σχετικών με τον στρατηγικό σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής.

Το Συμβούλιο αποτελείται από τον υπουργό Εξωτερικών, ως πρόεδρό του, τον πρόεδρο της Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, τον υπηρεσιακό γενικό γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών, δύο εκπροσώπους των αναγνωρισμένων από τον Κανονισμό της Βουλής κομμάτων, από τον διευθυντή του Κέντρου Ανάλυσης και Σχεδιασμού του υπουργείου Εξωτερικών και πρόσωπα με ειδικές γνώσεις ή εμπειρία στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής.

Το Συμβούλιο συνεδριάζει τακτικώς κάθε τέσσερις μήνες, εκτάκτως δε όταν το συγκαλέσει ο πρόεδρός του. Εκτάκτως επίσης συνεδριάζει αν το ζητήσουν δύο τουλάχιστον κόμματα από τα αναγνωρισμένα από τον Κανονισμό της Βουλής, όχι όμως περισσότερο από δύο φορές τον χρόνο.

Οι συζητήσεις και κάθε είδους έγγραφα του Συμβουλίου είναι απόρρητα.

Την τελευταία φορά που συνεκλήθη το Συμβούλιο, ασχολήθηκε με το Κυπριακό και το χημικό οπλοστάσιο της Συρίας.

Έκτοτε, η κατάσταση άλλαξε άρδην. Και δεν αναφερόμαστε μόνον στην κρίση που διέρχεται η Μέση Ανατολή, στη Συρία στο Ιράκ, στις τρομοκρατικές δραστηριότητες του ISIS. Αναφερόμαστε και στις σημειούμενες τον τελευταίο καιρό παραβιάσεις της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και της υφαλοκρηπίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας, που συνιστούν μια ωμή και κατάφορη παραβίαση της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων ενός κράτους-μέλους του ΟΗΕ και της ΕΕ.

Κατόπιν τούτου, ήταν απόλυτα αναγκαίο να συγκληθεί, υπό την προεδρία του αντιπροέδρου της κυβέρνησης και υπουργού Εξωτερικών, για αύριο Δευτέρα 10 Νοεμβρίου, στο υπουργείο Εξωτερικών, το ΕΣΕΠ.

Ασφαλώς το Συμβούλιο θα εξετάσει, μεταξύ άλλων, κυρίως τις τρέχουσες εξελίξεις στο Κυπριακό, τις τουρκικές προκλήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενώ είναι φυσικό οι εκπρόσωποι των κομμάτων να ενημερωθούν από την κυβέρνηση για τα αποτελέσματα της επίσκεψης του έλληνα πρωθυπουργού στην Κύπρο στις 6 και 7 Νοεμβρίου και φυσικά για τα αποτελέσματα της τριμερούς Συνόδου Ελλάδος, Κύπρου και Αιγύπτου στις 8 και 9 τρέχοντος στο Κάιρο.

Για το ΕΣΕΠ έχουν εκφραστεί διάφορες γνώμες.

Η άποψή μας είναι ότι είναι ένα χρήσιμο όργανο που, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να συντελέσει καθοριστικά στη χάραξη της εξωτερικής μας πολιτικής.

Πιστεύουμε ότι η λειτουργία του Συμβουλίου δεν πρέπει να στοχεύει μόνο σε διακομματική ενημέρωση, όσο εμβαθής και αν είναι αυτή.

Το άρθρο 2 του συστατικού του νόμου σαφώς ορίζει ότι, εκτός από τον συμβουλευτικό του ρόλο προς την κυβέρνηση, το ΕΣΕΠ είναι αρμόδιο για την επεξεργασία θεμάτων σχετικών με τον στρατηγικό σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής.

Για τον συμβουλευτικό του ρόλο, δεν χρειάζεται να προσθέσουμε κάτι.

Θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας όμως στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου να επεξεργάζεται θέματα που άπτονται του «στρατηγικού σχεδιασμού» της εξωτερικής πολιτικής.

Ο σχεδιασμός αυτός προϋποθέτει παροχή επαρκούς ενημέρωσης από το υπουργείο Εξωτερικών προς τα μέλη του Συμβουλίου, αλλά και πλήρη γνώση και εμβάθυνση των εθνικών μας θεμάτων από τα συμμετέχοντα μέλη που αντιπροσωπεύουν τα κόμματα.

Το ερώτημα όμως που προκύπτει είναι, υφίσταται αυτός ο σχεδιασμός και ποια είναι τα απτά δείγματά του;

Δεν αμφιβάλλουμε, ούτε εθελοτυφλούμε. Είναι πράγματι ένα δύσκολο εγχείρημα. Πιστεύουμε όμως ότι η κατάσταση και οι συνεχείς και δύσκολες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε ως χώρα, ειδικά μάλιστα στην παρούσα συγκυρία, καθιστά πλέον επιτακτική την ανάγκη ενίσχυσης της λειτουργίας του ΕΣΕΠ.

Παραθέτουμε ορισμένες σκέψεις επ’ αυτού.

Αναγνωρίζουμε ότι η βασική ευθύνη της χάραξης και της άσκησης της εξωτερικής πολιτικής ανήκει στην κυβέρνηση. Υπάρχουν όμως θέματα που κάλλιστα θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας από το Συμβούλιο. Αναφέρουμε ενδεικτικά:

1. Μετά την όντως χλιαρή αντίδραση φίλων και συμμάχων για τις συνεχιζόμενες παραβιάσεις των κυπριακών κυριαρχικών δικαιωμάτων, είδαμε πως αντέδρασε η ελληνοαμερικανική κοινότητα, η οποία διαθέτει διαύλους επικοινωνίας με κέντρα που επηρεάζουν αποφάσεις. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του προέδρου της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της Γερουσίας κ. Ρόμπερτ Μενέντεζ (ο οποίος δυστυχώς, μετά τις ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο, θα αντικατασταθεί από ρεπουμπλικάνο γερουσιαστή) προς τον αντιπρόεδρο κ. Μπάιντεν και τον υπουργό Εξωτερικών κ. Τζον Κέρι. Η επιστολή αυτή, υπενθυμίζουμε, αναφέρεται στην «παράνομη εισβολή της Τουρκίας στην ΑΟΖ της Κύπρου» και προτρέπει την αμερικανική κυβέρνηση όπως ζητήσει από την Άγκυρα «την άμεση απόσυρση» των τουρκικών πλοίων από την κυπριακή ΑΟΖ.

Η Αθήνα και η Λευκωσία οφείλουν να αναλάβουν συντονισμένες προσπάθειες να αξιοποιήσουν τον παράγοντα «ομογένεια» ο οποίος έχει ήδη δείξει τις δυνατότητές του να ασκεί πίεση στα κέντρα αποφάσεων. Το έργο αυτό, από ελληνικής πλευράς, θα μπορούσε να συντονιστεί από το ΕΣΕΠ, σε συνεννόηση βέβαια με το υπουργείο Εξωτερικών.

2. Το Συμβούλιο θα μπορούσε επίσης να συντονίζει, επί σταθεράς βάσης, διακομματικές κοινοβουλευτικές αποστολές, στα πλαίσια της κατά κόρον στο παρελθόν προβληθείσης «κοινοβουλευτικής διπλωματίας», από την οποία όμως δεν είδαμε πολλά συγκεκριμένα οφέλη να προκύπτουν. Στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει να συνεργάζεται με τη Βουλή.

3. Το ίδιο Συμβούλιο θα μπορούσε ακόμη να χρησιμοποιεί, άνευ βέβαια αμοιβής, εγνωσμένου κύρους πρώην, κυβερνητικά στελέχη, ανώτατους στρατιωτικούς, ακαδημαϊκούς, διπλωμάτες, όπως εξάλλου ακριβώς προβλέπεται και στο πρώτο άρθρο του ιδρυτικού του νόμου. Είμαστε σίγουροι ότι στο πρώτο κάλεσμα του Συμβουλίου, ευχαρίστως θα προσέτρεχαν οι παραπάνω να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, εμπλουτίζοντας με τις εμπειρίες τους τη σχετική χάραξη πολιτικής.

4. Μέσω του Συμβουλίου θα μπορούσαν να εκπονούνται, με τη συνδρομή των αρμοδίων Διευθύνσεων του υπουργείου Εξωτερικών, περιεκτικά σημειώματα, απηχούντα τις επίσημες θέσεις στα καίρια εθνικά μας θέματα, αποτυπώνοντας βασικά, πολύ κατανοητά και «εύπεπτα» προς τρίτους επιχειρήματα, υποστηρικτικά των θέσεών μας. Έτσι, τα μέλη της Βουλής, αλλά και τα κυβερνητικά στελέχη, μεταβαίνοντα στο εξωτερικό σε διάφορες αντιπροσωπευτικού χαρακτήρος αποστολές, θα ήσαν πάντοτε ενημερωμένα επί των κυριωτέρων θεμάτων της εξωτερικής μας πολιτικής, που θα απηχούσαν όλες τις θέσεις των κομμάτων, αφού στην επεξεργασία τους θα συμμετείχαν όλα τα κόμματα που εκπροσωπούνται στο Συμβούλιο.

5. Είναι γνωστό ότι εθνική άμυνα και διπλωματία συμπλέουν. Η συμμετοχή λοιπόν στο ΕΣΕΠ ηγετικών στελεχών των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, δεν θα ήταν μόνο χρήσιμη, αλλά και αναγκαία. Ενδεικτικά, στο Συμβούλιο θα μπορούσαν να συμμετέχουν ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ ή οι Αρχηγοί των Επιτελείων, όταν μάλιστα συζητούνται θέματα που άπτονται και της άμυνας της χώρας.

6. Θα μπορούσε το ΕΣΕΠ, ανά τακτά διαστήματα, να συντάσσει υπό μορφή εκθέσεως, με απόρρητο χαρακτήρα, συνολική εκτίμηση επί των άμεσων προτεραιοτήτων της εξωτερικής μας πολιτικής, με αιχμή τα θέματα εκείνα που θα μπορούσαν να απειλήσουν τα εθνικά μας συμφέροντα. Και δεν αναφερόμαστε μόνον στα γνωστά και μείζονα θέματα της εξωτερικής μας πολιτικής, αλλά και σε μια σειρά άλλων, η εξέλιξη των οποίων μπορεί να αποτελέσει άμεση ή και έμμεση εναντίον μας απειλή (π.χ. δραματική αύξηση μεταναστευτικών ροών και είσοδο στη χώρα λόγω εκρύθμων καταστάσεων κ.λπ.).

7. Ακόμη, θα μπορούσε να προβλεφθεί θέση εκπροσώπου-συνδέσμου ΕΣΕΠ που θα ευρίσκετο στη διαρκή διαθεσιμότητα Βουλής και κομμάτων, μη υποκαθιστώντας βέβαια τις υπηρεσίες του υπουργείου Εξωτερικών, για οτιδήποτε έκτακτο θα προέκυπτε (π.χ. αιφνίδια και μη αναμενόμενη έγερση κάποιου θέματος, στα πλαίσια διεθνών κοινοβουλευτικών συνεδρίων ή επαφών, που απαιτούν άμεσο και λεπτό χειρισμό).

8. Εννοείται βέβαια ότι η παροχή διαρκούς ενημέρωσης από το υπουργείο Εξωτερικών προς τα μέλη του Συμβουλίου θα αποτελούσε βασική αρχή. Η ροή όμως και το περιεχόμενο της πληροφόρησης θα πρέπει να συγκεντρώνει όλα τα εχέγγυα εμπιστευτικότητας, όπως επιβάλλουν όλες οι αρχές που διέπουν όλους τους χειρισμούς των εθνικών θεμάτων.

9. Το Συμβούλιο επίσης θα μπορούσε να καταθέτει, υπό μορφή εναλλακτικών σεναρίων, σχέδια-προτάσεις για προφανείς σκοπούς, για την αντιμετώπιση κρίσεων στα εθνικά μας θέματα. Διατύπωση παρομοίων εναλλακτικών προτάσεων αποτελούν προϊόν μακράς και ενδελεχούς επεξεργασίας, χρήσιμα εργαλεία σχεδιασμού και άσκησης εξωτερικής πολιτικής.

10. Τέλος, λόγω μη ύπαρξης Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, θα μπορούσε να εξεταστεί σοβαρά το ενδεχόμενο όπως ανατεθεί στο ΕΣΕΠ μέρος τουλάχιστον του έργου που επιτελούν τα Συμβούλια Εθνικής Ασφαλείας σε άλλα κράτη που διαθέτουν παρόμοια όργανα. Τούτο όμως προϋποθέτει παράλληλη ενίσχυση του ΕΣΕΠ και σχετική βέβαια νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης.

Εφαρμογή των παραπάνω εκτεθέντων, εκτιμούμε ότι θα επέφερε μια προστιθέμενη αξία στη διαχείριση της εξωτερικής μας πολιτικής. Γιατί η επί μονίμου βάσης λειτουργία του Συμβουλίου, θα συνέβαλε τα μέγιστα και στην επίτευξη κάποιας εθνικής συναίνεσης, αφού τα μέλη του θα ήσαν αναγκασμένα να παράγουν έργο, κινούμενα σε ένα, έστω και περιορισμένο, πλαίσιο συνεννόησης.

Όλες εξάλλου οι συντεταγμένες πολιτικές δυνάμεις της χώρας οφείλουν να ακολουθούν μια κοινή γραμμή στην υπεράσπιση των πιο κρίσιμων ζητημάτων της εξωτερικής μας πολιτικής.


Σχολιάστε εδώ