Γερμανικές Αποζημιώσεις: Η Ιταλία δείχνει τον δρόμο

Το θέμα για την ελληνική πλευρά σχετίζεται με τον μακρό δικαστικό αγώνα των Διστομιτών, τον οποίο είχε ανοίξει ο αείμνηστος Ι. Σταμούλης. Οι Διστομίτες την 27.11.1995 ενήγαγαν την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, αξιώνοντας αποζημιώσεις εξαιτίας των όσων υπέστησαν από γερμανικά στρατεύματα κατά τη Σφαγή του Διστόμου (10.6.1944). Το Πρωτοδικείο με την υπ’ αριθ.137/1997 τελεσίδικη απόφασή του δικαίωσε τους Διστομίτες. Κατόπιν με την υπ’ αριθ. 11/2000 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου η αίτηση αναιρέσεως του Γερμανικού Δημοσίου απερρίφθη. Οι Διστομίτες με αμετάκλητη απόφαση επιχείρησαν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Μιχ. Σταθόπουλος, όμως, δεν έδωσε την άδεια, από την οποία εξαρτά το άρθρο 923 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος αλλοδαπού Δημοσίου.

Ο Ι. Σταμούλης, εκμεταλλευόμενος την ευρωπαϊκή νομοθεσία, διεθνοποίησε τη διαφορά. Με βάση την απόφαση του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, ως ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο, πέτυχε να κατάσχει περιουσία του Γερμανικού Δημοσίου. Τη Villa Vigoni στο Menaggio της Ιταλίας.

Η Γερμανία άσκησε όλα τα ένδικα μέσα και βοηθήματα που της παρείχε η ιταλική δικονομία, μέχρι και το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιταλίας, που απέρριψε τις αντιρρήσεις της το 2009.

Η Γερμανία προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης παραπονούμενη για την παράκαμψη της αρχής της ετεροδικίας από τα ιταλικά δικαστήρια. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης επιβεβαίωσε το απόλυτο απαραβίαστο της αρχής της ετεροδικίας. Συνέστησε, όμως, στα διάδικα κράτη να επιλύσουν το ζήτημα με διαπραγματεύσεις, εντός ευλόγου χρόνου.

Η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι εναρμόνισε με την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου την ιταλική νομοθεσία. Αναγνώρισε στη Γερμανία νέο ένδικο μέσο προκειμένου να ακυρώσει την κατάσχεση. Η Γερμανία επέσπευσε και πάλι την υπόθεση ενώπιον του Εφετείου της Φλωρεντίας, ζητώντας να αρθεί η κατάσχεση στη Villa Vigoni.

To Εφετείο της Φλωρεντίας, όμως, έθεσε προδικαστικό ερώτημα στο Συνταγματικό Δικαστήριο εάν ο νόμος αυτός ήταν συμβατός με το ιταλικό Σύνταγμα.

Ο ιταλός συνταγματικός δικαστής ανέδειξε τον διακριτό ρόλο του Εθνικού Δικαστή σε θέματα ερμηνείας του διεθνούς δικαίου. Ανέδειξε την ουσία και την αποστολή του διεθνούς δικαίου, εις βάρος του τύπου. Δέχθηκε ότι έχει αρμοδιότητα, που κάμπτει την αρχή της ετεροδικίας, αξιολογώντας ως υπέρτερη την ανάγκη κολασμού των εγκλημάτων πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.

Το Εφετείο της Φλωρεντίας θα απορρίψει το έκτακτο ένδικο βοήθημα της γερμανικής κυβέρνησης, που κρίθηκε αντισυνταγματικό. Το Γερμανικό Δημόσιο θα κληθεί να πληρώσει ή θα επιδιώξει να δώσει λύση στο ζήτημα με διαπραγματεύσεις. Εκτός αν η Γερμανία ανεχθεί να εκπλειστηριαστεί ακίνητό της.

Κατά τις διαπραγματεύσεις πρέπει να τεθεί και το ζήτημα χιλιάδων άλλων αγωγών που εκκρεμούν στα ελληνικά δικαστήρια και έχουν ματαιωθεί στον πρώτο ή στον δεύτερο βαθμό μετά την υπʼ αριθ. 6/2002 απόφαση του ελληνικού Ανωτάτου Δικαστηρίου που αναγνώρισε το προνόμιο της ετεροδικίας του Γερμανικού Δημοσίου. Οι λοιποί ζημιωθέντες δεν πρόκειται να δεχθούν τον αποκλεισμό τους εάν η ελληνική κυβέρνηση κάνει αντίθετη επιλογή, αφού θα υπέγραφε την πολιτική της.

Η Γερμανία πρέπει να συζητήσει το ζήτημα της αποζημιώσεως των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας, το θέμα του κατοχικού δανείου, την επιστροφή των αρχαιοτήτων και των πολιτιστικών θησαυρών και τις έντεχνα ξεχασμένες οφειλές της, όπως εκείνες από το καπνικό clearing του Μεσοπολέμου.

Ίσως να έφθασε η στιγμή, πλέον, να επαναπροσδιοριστούν οι ματαιωμένες υποθέσεις. Υπάρχουν νέα περιστατικά που δικαιολογούν αυτή την άποψη. Όταν εξεδόθη η υπ’ αριθ. 6/2002 του ΑΕΔ, δεν είχε εκδοθεί η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, που εξαρτούσε το προνόμιο της ετεροδικίας της Γερμανίας από την έναρξη, μέσα σε εύλογο χρόνο, διαπραγματεύσεων.

Ο διαδραμών χρόνος των, σχεδόν, τριών ετών είναι παραπάνω από εύλογος, άρα η Γερμανία δεν μπορεί, πλέον, να επικαλείται και να
απολαμβάνει την ετεροδικία.

Ο έλληνας Εθνικός Δικαστής πρέπει να τεθεί ενώπιον των ευθυνών του, ενώπιον του όρκου του, ενώπιον της συνειδήσεώς του, ενώπιον του Συντάγματος και των νόμων, αλλά κυρίως ενώπιον του δικαίου και να λάβει θέση. Η απόφαση του ιταλικού Ανωτάτου Δικαστηρίου όχι μόνο είναι δυνατόν αλλά και πρέπει να αποτελέσει δείκτη και ερμηνευτικό προηγούμενο.


Σχολιάστε εδώ