Κρίση και εθνική συναίνεση
Παράλληλα, οι γείτονες συνεχίζουν την τακτική αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας, στέλνοντας, την παραμονή της επετείου της 28ης Οκτωβρίου, αεροσκάφη της να πετάξουν επάνω από τα νησιά μας, φτάνοντας μάλιστα να πετάξουν και σε ύψος 150 μέτρων.
Φραστικές αντιπαραθέσεις ανταλλάσσονται σε υψηλούς τόνους. Οι κίνδυνοι για περαιτέρω κλιμάκωση είναι σαφώς πλέον ορατοί και δεν αποτελεί υπερβολή να λεχθεί ότι κίνδυνος δημιουργίας σκηνικού σύγκρουσης δεν μπορεί να αποκλεισθεί.
Η ευθύνη της δημιουργηθείσας κρίσης ασφαλώς και δεν μπορεί να επιρριφθεί ούτε στην Αθήνα ούτε στη Λευκωσία. Αποτελεί επιλογή της Άγκυρας, η οποία, ακολουθώντας τη «διπλωματία των κανονιοφόρων», εκβιάζει λύσεις.
Οι χλιαρές παραινέσεις φίλων και συμμάχων δεν αρκούν φυσικά για να ακυρώσουν τις απαράδεκτες και απόλυτα παράνομες τουρκικές ενέργειες. Δηλώσεις δήθεν «υποστηρικτικές» προς τη Λευκωσία, που εξισώνουν θύτη και θύμα και μιλούν για «ισομερή» και «δίκαιο» διαμοιρασμό των κυπριακών υδρογονανθράκων, ασφαλώς και δεν αποτρέπουν την Άγκυρα από την προκλητική της τακτική.
Κοινός παρονομαστής όλων αυτών των δηλώσεων είναι η αναγνώριση μεν του δικαιώματος της Κυπριακής Δημοκρατίας να εκμεταλλεύεται τον ενεργειακό της πλούτο, αλλά ουδεμία καταγγελία διατυπώνεται κατά της Τουρκίας.
Παράλληλα, οι ίδιες δηλώσεις ομιλούν για «δίκαιη» διανομή των εσόδων από το φυσικό αέριο προς τις δύο κοινότητες, προς τις οποίες απευθύνουν έκκληση για την αποφυγή των μεταξύ τους εντάσεων.
Χαρακτηριστικές ήταν και οι δηλώσεις του νέου γενικού γραμματέα του NATO κ. Στόλτενμπεργκ κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Αθήνα την εβδομάδα που πέρασε, ο οποίος, απαντώντας σε σχετική ερώτηση για τις τουρκικές προκλήσεις κατά της Κύπρου, δεν απέστη της παγίας στάσης του NATO, τονίζοντας ότι πρέπει «όλες οι πλευρές να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση» και «να αποφευχθούν οι εντάσεις μεταξύ των κρατών-μελών του NATO…»
Πιο κοντά όμως στις κυπριακές θέσεις ήταν η απαντητική επιστολή που έστειλε προς τον Πρόεδρο Αναστασιάδη ο γάλλος Πρόεδρος Ολάντ. Στην επιστολή αυτή τονίζεται ότι «η θέση της Γαλλίας αναφορικά με το δικαίωμα της Κύπρου να εκμεταλλεύεται ελεύθερα τους φυσικούς της πόρους εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής της Ζώνης, είναι σαφής και σταθερή», ενώ επισημαίνεται ότι «το Διεθνές Δίκαιο, και συγκεκριμένα το Δίκαιο της Θάλασσας, πρέπει να γίνεται σεβαστό από όλα τα κράτη, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας».
Επίσης, στην ίδια επιστολή προστίθεται ότι «η Γαλλία θα υπενθυμίσει τη σημασία αποφυγής οποιασδήποτε κίνησης αντίθετης με το Δίκαιο, από τον οποιονδήποτε». Αν τη θέση αυτή της Γαλλίας υιοθετούσαν και άλλες χώρες, ασφαλώς το μήνυμα προς την Τουρκία θα ήταν ισχυρότερο προς την κατεύθυνση της ανάγκης σεβασμού της κυριαρχίας και των κυριαρχικών
δικαιωμάτων της Κύπρου. Τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους. Η τουρκική επιθετικότητα είναι έκδηλη. Η ηπίων τόνων αντιμετώπισή της από τους τρίτους δεν είναι ικανή να αποτρέψει την Άγκυρα από τις παράλογες και παράνομες προθέσεις της. Μήπως λοιπόν ευρισκόμεθα στα πρόθυρα μιας σιωπηρής αποδοχής μιας νέας εισβολής;
Αναμφίβολα η κατάσταση απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση, σύνεση, θάρρος, συνέπεια, μη υποχωρητικότητα, αποφυγή εκπομπής φοβικών συνδρόμων, κυρίως όμως απαιτεί ψυχραιμία.
Πιστεύουμε ότι η μετάβαση του υπουργού Εξωτερικών στην Κύπρο ανήμερα την 28η Οκτωβρίου, προκειμένου να συμμετάσχει στην τριμερή συνάντηση με τους υπουργούς Εξωτερικών της Κύπρου και της Αιγύπτου για την προετοιμασία της συνάντησης κορυφής Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου στις 8 Νοεμβρίου στο Κάιρο, αποτελεί μια σωστή κίνηση, που ελπίζουμε να συμβάλει στην αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης. Το δε εκδοθέν κοινό ανακοινωθέν των τριών υπουργών Εξωτερικών στη Λευκωσία αποτελεί ισχυρό μήνυμα προς την Τουρκία να σεβαστεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου και να θέσει τέλος στις παράνομες ενέργειές της στην κυπριακή ΑΟΖ.
Πολλοί στην Αθήνα πιστεύουν ότι η Άγκυρα δεν θα προχωρήσει σε θερμό επεισόδιο. Η παρουσία, όμως, σε μια δεδομένη στιγμή, στην περιοχή περί των 50 πολεμικών πλοίων, διαφόρων εθνικοτήτων, στα πλαίσια διεθνών υποχρεώσεών τους ή ασκήσεων, δίνει και το μέτρο της σοβαρότητας της κατάστασης. Η παρουσία τόσων ναυτικών δυνάμεων, με την παράλληλη παράνομη τουρκική ναυτική παρουσία στην κυπριακή ΑΟΖ, δημιουργούν προϋποθέσεις για μετάλλαξη της κρίσης επί τα χείρω.
Ποια, λοιπόν, πρέπει να είναι η θέση της Ελλάδος στην κρίσιμη αυτή στιγμή;
Από τη στήλη αυτή πολλές φορές αναφερθήκαμε στην ανάγκη επίτευξης εθνικής συναίνεσης στα κρίσιμα θέματα της εξωτερικής μας πολιτικής.
Τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, σε ομαλές περιόδους, δεν φαίνεται να ελκύουν ιδιαίτερα, δεν «πουλάνε» πολύ στα ΜΜΕ.
Σε στιγμές όμως κρίσεων, οι διαστάσεις που αυτές μπορούν να λάβουν, είναι απρόβλεπτες. Και τότε, η διαχείριση της κρίσης αποβαίνει εξαιρετικά δυσχερής.
Τούτο ουδείς μπορεί να αρνηθεί. Για τον λόγο, λοιπόν, αυτό πρέπει όλοι οι παράγοντες της πολιτικής ζωής της χώρας να συνειδητοποιήσουν ότι χωρίς εθνική ομοψυχία και συναίνεση δεν θα μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε στις απαιτητικές προκλήσεις των καιρών. Ειδικότερα μάλιστα τώρα, που τα σύννεφα έχουν συσσωρευθεί επικίνδυνα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν πολλές διαφορές μεταξύ των κομμάτων στη χώρα μας. Δεν νομίζουμε όμως ότι υπάρχουν βασικές διαφορές στα καίρια εθνικά μας θέματα. Ίσως διαφορετικοί τρόποι προσέγγισης και διαφορετικοί χειρισμοί στην αντιμετώπισή τους.
Δεν θα κουραστούμε ποτέ να επαναλαμβάνουμε την ανάγκη χάραξης κόκκινων γραμμών. Αυτές που όλοι επικαλούνται, αλλά κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη να χαράξει.
Ποτέ δεν είναι αργά. Ας αναλάβει η κυβέρνηση τη σχετική πρωτοβουλία. Η ευθύνη, βέβαια, των χειρισμών της ανήκει. Ας προσπαθήσει όμως να καταγράψει τις θέσεις των κομμάτων απέναντι στα κρίσιμα αυτά θέματα και ας επιχειρήσει να εξασφαλίσει έναν κοινό παρονομαστή που θα οδηγήσει στην υιοθέτηση μιας κοινής θέσης για τους απαιτούμενους χειρισμούς. Και να αποτύχει στην προσπάθειά της αυτή, ουδείς θα της καταλογίσει λάθος.
Όσο πιο γρήγορα αναληφθεί η σχετική προσπάθεια, τόσο καλύτερα και αποτελεσματικότερα θα εξυπηρετηθούν τα εθνικά μας συμφέροντα.
Τα χρονικά περιθώρια στενεύουν. Είναι προτιμότερο να υπάρχουν έγκαιρα αποφασισμένα και από κοινού εναλλακτικά σενάρια ενεργειών, παρά βεβιασμένες αποφάσεις εκ των υστέρων.