Η τριμερής συνάντηση του Καΐρου και η ΑΟΖ Ελλάδος και Κύπρου

Η Αμερικανική πολιτική, παρά τις επιφυλάξεις και τις αποστάσεις που παίρνει από την Ισλαμιστική πολιτική Ερντογάν, επιδιώκει ταυτόχρονα να μην αποξενωθεί από τον Τουρκικό παράγοντα. Τον θεωρεί κρίσιμο στη σημερινή σύγκρουση στη Μέση Ανατολή αλλά και σημαντικό στην ευρύτερη Αμερικανική στρατηγική που προσδιορίζεται καθοριστικά από τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό με τη Ρωσία.

Υπήρξε επιπλέον συγκεκριμένη συζήτηση μεταξύ Τούρκων και Αμερικανών για παροχή «ανταλλαγμάτων» στην Άγκυρα σε σχέση με τον ρόλο που θα διαδραματίσει κατά του ISIL και η Κυπριακή ΑΟΖ είναι ένα από αυτά.

Η περίεργη και απαράδεκτη θέση της Αμερικανικής πολιτικής για «συμμετοχή» της Τουρκίας στα ενεργειακά κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου, δημιουργεί το πλαίσιο για τέτοιου είδους παρασκηνιακές συμφωνίες μεταξύ ΗΠΑ και Άγκυρας. Εάν ρίξει κανείς μια ματιά στον χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου, οι υποψήφιες ΑΟΖ για τη «συμμετοχή» της Τουρκίας είναι η ΑΟΖ της Κύπρου και της Ελλάδος.

Η Ελληνική πλευρά στην Αθήνα και τη Λευκωσία πρέπει να απαλλαγούν άμεσα από κάθε ψευδαπάτη σχετικά με την Αμερικανική πολιτική και να αντιδράσουν έντονα απέναντι στην Ουάσινγκτον. Η τελευταία επαμφοτερίζει πάνω σε θέματα που είναι αναμφισβήτητα από πλευράς διεθνούς δικαίου και πλήττει βάναυσα τα Ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Στο πνεύμα αυτό, πρέπει να μην εγκλωβισθεί σε μια μονόπλευρη πολιτική που την εμποδίζει να αξιοποιήσει κάθε παράγοντα, περιλαμβανομένου του Ρωσικού παράγοντα, για την προάσπιση της κυριαρχίας και των εθνικών της συμφερόντων και τη διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής διπλωματικής αλλά και στρατιωτικής αποτροπής. Πολύ ιδιαίτερη σημασία έχει η πρόσκληση από τον Πρόεδρο Πούτιν στη Μόσχα του Προέδρου Αναστασιάδη.

Η Τουρκική εισβολή στην Κυπριακή ΑΟΖ έχει ως στόχο να εκβιάσει την Ελληνική πλευρά να δεχθεί εκ των προτέρων τη «διακοινοτική» διαχείριση του φυσικού αερίου, αφαιρώντας από τα χέρια της Κύπρου το στρατηγικό όπλο του φυσικού αερίου ή να επικρεμάσει, ως ξίφος Δαμοκλέους, πάνω από το κεφάλι της Ελληνικής πλευράς, την απειλή για αρπαγή των πλουσιοτέρων κοιτασμάτων της Κυπριακής ΑΟΖ από την Άγκυρα, με την ισχύ των όπλων.

Η Ελληνική πλευρά καλώς έπραξε και ανέστειλε τη συμμετοχή της στις διακοινοτικές συνομιλίες. Οι πιέσεις για επιστροφή στις συνομιλίες είναι απαράδεκτες χωρίς πραγματική επάνοδο στην προηγούμενη κατάσταση και παροχή εγγυήσεων ότι δεν θα επαναληφθούν οι παραβιάσεις της Κυπριακής κυριαρχίας και οι εκβιασμοί του είδους αυτού. Η σημερινή κρίση έδειξε την αξία του διεθνώς ανεγνωρισμένου ανεξάρτητου κράτους, που είναι η Κυπριακή Δημοκρατία, και πόση σημασία και προτεραιότητα πρέπει να έχει η διαφύλαξή της.

Πρέπει γι’ αυτό, η Ελληνική πλευρά να απορρίψει τις πιέσεις που ασκούνται από την πλευρά των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας και της υποχείριας σ’ αυτούς Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών για επιστροφή στις συνομιλίες.

Για την Ελληνική πλευρά, πρέπει, αντιθέτως, η σημερινή αναστολή της συμμετοχής της στις διακοινοτικές συνομιλίες να γίνει αφετηρία για την επανεξέταση της πολιτικής και της διπλωματικής στρατηγικής της και την επανατοποθέτηση του Κυπριακού ως θέματος εισβολής και κατοχής.

Η Τριμερής συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδος, της Κύπρου και της Αιγύπτου στη Λευκωσία, έπειτα από εκείνη της Ν. Υόρκης, και η προσεχής συνάντηση κορυφής των ηγετών των τριών χωρών στο Κάιρο, είναι μια σωστή κίνηση που αναβαθμίζει τα στρατηγικά ερείσματα και τις συμμαχίες της Ελλάδος και της Κύπρου στην περιοχή. Η προσέγγιση αυτή πρέπει να αξιοποιηθεί για ουσιαστικά αποτελέσματα, που θα περιλαμβάνουν και την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδος και Αιγύπτου, παρά τις γνωστές αντιδράσεις της Άγκυρας, που προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η δική της ΑΟΖ φθάνει μέχρι την Αιγυπτιακή ΑΟΖ, αρνούμενη την επήρεια του νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελλορίζου.

Οι στρατηγικές αυτές σχέσεις, ιδιαίτερα στην περίπτωση της Κύπρου, θα ήταν ανέφικτες, εάν έσπευδε, με τη φενάκη μιας δήθεν «λύσεως», να τορπιλίσει η ίδια την Κυπριακή Δημοκρατία και να υποβιβασθεί σε συνιστών «κράτος», ισότιμο του ψευδοκράτους και ελεγχόμενο ουσιαστικά από την Άγκυρα, μέσω της «ισότητας» και του βέτο των Τουρκοκυπρίων.

Το ίδιο ισχύει για το Ισραήλ, που έχει κάθε λόγο, όπως και η Αίγυπτος, να ανησυχεί από τον Τουρκικό ηγεμονισμό και τις φιλοδοξίες στην ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου. Παρεμπιπτόντως, η Άγκυρα δεν έχει φιλοδοξίες στην περιοχή μόνο για την ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου. Επιδιώκοντας την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ και την ενίσχυση της επιρροής της στη Γάζα και μέσω της Συρίας στον Λίβανο, ονειρεύεται ηγεμονική θέση στην ΑΟΖ ολόκληρης της Ανατολικής Μεσογείου.

Το Ισραήλ αντιμετωπίζει ως απειλή στα δικά του συμφέροντα και στη δική του ασφάλεια τις Τουρκικές φιλοδοξίες. Υπάρχουν για τον λόγο αυτό πραγματικές προϋποθέσεις για στρατηγική σύγκλιση και συνεργασία μεταξύ Ελλάδος, Κύπρου και Ισραήλ. Η συνεργασία όμως αυτή δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι υπό τις φοβικές αναστολές των Τουρκικών αντιδράσεων. Πρέπει, όπως και στην περίπτωση της Αιγύπτου, να πάρει ουσιαστικό περιεχόμενο ώστε να παραγάγει αποτελέσματα και να έχει ουσιαστικές αποτρεπτικές επιπτώσεις.

Η προσεχής επίσκεψη του Προέδρου της Κύπρου στο Ισραήλ και του Ισραηλινού υπουργού Εξωτερικών στη Λευκωσία, είναι από την άποψη αυτή πολύ σημαντικές και πρέπει να αξιοποιηθούν κατά τον καλύτερο τρόπο.

Η Άγκυρα, ακουμπώντας στην Αμερικανική ανοχή, συμπεριφέρεται προκλητικά στην Κυπριακή ΑΟΖ. Είναι όμως ήδη εμφανής η αλλαγή της Αμερικανικής πολιτικής στο Κουρδικό και, παρά τους Μακιαβελικούς ελιγμούς Ερντογάν στο Κομπάνι και στην πολιτική απέναντι στο ISIL, η Αμερικανική επένδυση στον Κουρδικό παράγοντα είναι πραγματική και μπορεί να εξελιχθεί σ’ εφιάλτη για την Άγκυρα στο εγγύς μέλλον.


Σχολιάστε εδώ