Η τουρκική επιθετικότητα, η ανοχή της Δύσης και η ελληνική αδράνεια

Η ανοχή έναντι της Άγκυρας επιβεβαιώθηκε και πρόσφατα όταν η Τουρκία έμπρακτα αμφισβήτησε κυπριακά κυριαρχικά δικαιώματα επί οριοθετημένης ΑΟΖ με αυθαίρετη διενέργεια ερευνών για υδρογονάνθρακες από το «Barbaros» (που θα μπορούσε να διαβασθεί και με τον τόνο στην προπαραλήγουσα). Οι τουρκικές ενέργειες, εκτός της παραβίασης βασικών αρχών του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, συνιστούν και διατάραξη της ειρήνης στην ευαίσθητη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου, γεγονός που θα έπρεπε να προκαλέσει μια ενεργότερη παρέμβαση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κ. Ν. Αναστασιάδης, στον οποίο αποδίδουν διπλωματική ασθένεια, ανέθεσε στον έλληνα πρωθυπουργό να τον εκπροσωπήσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και να καταθέσει τις κυπριακές καταγγελίες κατά της Τουρκίας. Το Συμβούλιο, στα συμπεράσματα των εργασιών της 23ης Οκτωβρίου στο κεφάλαιο Κύπρος (παρ. 23), παρέχει μεν μια διπλωματική στήριξη στη Λευκωσία, αποφεύγει όμως μια ρητή καταδίκη των τουρκικών ενεργειών και έκκληση να αποσύρει άμεσα το ερευνητικό σκάφος από την κυπριακή ΑΟΖ. Εξάλλου, η αναφορά στην απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, που θέτει ως προϋπόθεση για μια υποψήφια προς ένταξη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση την προηγούμενη αναγνώριση των κρατών-μελών της, άρα και της Κυπριακής Δημοκρατίας, ουδόλως συγκινεί την Άγκυρα, η οποία δείχνει ότι ελάχιστα, πλέον, ενδιαφέρεται για την ευρωπαϊκή της προοπτική.

Επί των ανωτέρω γεγονότων αξίζει η επισήμανση δύο βασικών σημείων. Το πρώτο αφορά τη στάση των κοινοτικών εταίρων έναντι της τουρκικής παραβατικότητας. Αποδείχτηκε ότι δεν αποκλίνει από την παραδοσιακή γραμμή ανοχής προς την Άγκυρα για λόγους, κυρίως, γεωπολιτικούς αλλά και εξυπηρέτησης εθνικών οικονομικών συμφερόντων. Το δεύτερο αφορά τη στάση που τήρησε και εξακολουθεί να τηρεί η ελληνική κυβέρνηση, η οποία περιορίσθηκε σε μια ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών που καλεί την Άγκυρα να αποσύρει το ερευνητικό της σκάφος από την κυπριακή ΑΟΖ. Ούτε μία κινητοποίηση των ναυτικών μας δυνάμεων έστω to show the flag, όπως θα λέγανε οι Αγγλοσάξονες. Τα χρόνια του «Βυθίσατε το ΧΟΡΑ» φαίνεται να έχουν παρέλθει οριστικά. Ορισμένοι προσπάθησαν να μειώσουν τη σημασία τους, αποδίδοντας στον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Ανδρέα Παπανδρέου δημαγωγία, ενώ άλλοι ότι ήταν συμπεφωνημένο με τον τότε πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή. Και όμως. Όσοι την εποχή εκείνη υπηρετούσαν σε νευραλγικά διπλωματικά πόστα, γνωρίζουν καλά πόση νευρικότητα και ανησυχία είχαν προκαλέσει σε νατοϊκούς και κοινοτικούς εταίρους. Το «Barbaros» μπορεί να αποχωρήσει και πριν από τον καθορισμένο χρόνο διεξαγωγής παράνομων ερευνών από την κυπριακή ΑΟΖ. Αλλά δεν πρόκειται για απλή τυχοδιωκτική ενέργεια. Η Άγκυρα βαδίζει επί συγκεκριμένου σχεδίου. Αθήνα και Λευκωσία πρέπει να επαγρυπνούν. Η ελληνική κυβέρνηση να εγκαταλείψει την ενδοτική της πολιτική έναντι της Άγκυρας και να αποβάλλει τα φοβικά της σύνδρομα. Οι ψίθυροι ότι η χώρα βρίσκεται σε οικονομική κρίση δεν πείθουν.

Η αμυντική ικανότητα δεν πρέπει να υποχωρεί. Υπό το φως των όσων εκτίθενται παραπάνω και με πρόβλεψη ότι η στάση της Άγκυρας έναντι της Κύπρου αλλά και στο Αιγαίο δεν πρόκειται να αλλάξει στο προβλεπτό μέλλον, οι ελληνικές κυβερνήσεις οφείλουν να μεριμνούν προκειμένου: α) Να αποκτήσει η χώρα και να διατηρεί σε πλήρη ετοιμότητα αξιόμαχες Ένοπλες Δυνάμεις με ισχυρή αποτρεπτική ικανότητα. β) Να προβούν σε επαναπροσδιορισμό της εξωτερικής μας πολιτικής σε πατριωτική και πολυδιάστατη βάση με αναζήτηση ερεισμάτων και συμμαχιών με δυνάμεις της περιοχής μας ή εκτός και πέραν των συμβατικών μας σχέσεων. Το «ανήκομεν εις την Δύση» είναι μια παρωχημένη έννοια. γ) Να δραστηριοποιήσουν τις διπλωματικές εκπροσωπήσεις, σε διμερή και πολυμερή επίπεδα, με σταθερή και εμπεριστατωμένη ενημέρωση χωρίς μεμψιμοιρίες για την τουρκική παραβατικότητα σε Κύπρο και Αιγαίο. Η έλλειψη αποφασιστικότητας οδηγεί τις ξένες καγκελαρίες να αποδίδουν, εσφαλμένα, τις ελληνοτουρκικές διενέξεις στο ιστορικό παρελθόν των δύο χωρών.


Σχολιάστε εδώ