Διά χειρός…

Μη σηκώνεις το κεφάλι…

«Αν όμως ο κ. Σαμαράς πήρε το μάθημά του, όπως φάνηκε με την άμεση αποδοχή της διαπραγμάτευσης για τη λεγόμενη “προληπτική γραμμή πίστωσης” και ο κ. Τσίπρας κατανόησε πόσο δύσκολο έργο τον περιμένει, είναι και ο ελληνικός λαός που οφείλει να αντιληφθεί ότι τα ψέματα τέλειωσαν, ότι δεν μπορεί να ζει με αυταπάτες και παραμύθια.

Περιούσιοι λαοί δεν υπάρχουν στην εποχή μας, ούτε κανείς είναι διατεθειμένος να χαρίσει χωρίς κόπους και θυσίες πεδιάδες ευημερίας.

Θα υπάρξουν προσεχώς και άλλες εξελίξεις που θα βεβαιώσουν του λόγου το αληθές.

Ας το πάρουμε απόφαση. Η ασφάλεια του ευρώ και η κατάκτηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου της οικονομικής σταθερότητας απαιτούν άλλου τύπου προσπάθεια και άλλου τύπου πολιτική συμπεριφορά».

…του Τάσου Παππά από το άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» με τίτλο: «Η γέφυρα του Ποταμού Κβάι».

Η υποταγή είναι το… φυσικό μας περιβάλλον!

«Εξακολουθώ να εκπλήσσομαι με τη στάση πολλών δημοσιολόγων. Σχεδόν πανηγύρισαν που η αγαπημένη τους κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει ατάκτως στο θέμα της απεμπλοκής της χώρας από το ΔΝΤ και την “τρόικα”. Όχι, δεν έγιναν ξαφνικά ΣΥΡΙΖΑ. Έγιναν ”βασιλικότεροι του βασιλέως”.

Πιστεύουν ότι η πολιτική που εφαρμόζεται είναι η μόνη ικανή να βγάλει τη χώρα και την Ευρωζώνη από την κρίση και όποιος υποστηρίζει πως υπάρχουν εναλλακτικοί δρόμοι είναι απατεώνας ή τυχοδιώκτης. Επιμένουν σ’ αυτήν την άποψη ακόμη και σήμερα που πυκνώνουν στο εσωτερικό της Ευρώπης οι αμφιβολίες για τη στρατηγική της Γερμανίας. Χαίρονται κάθε φορά που η Μέρκελ, ο Σόιμπλε και οι πρόθυμοι σύμμαχοί τους χλευάζουν τις αντιρρήσεις διαφόρων κυβερνήσεων και χαρακτηρίζουν μάταιη κάθε προσπάθεια να σχηματιστεί ένα μέτωπο χωρών κόντρα στις επιδιώξεις της γερμανικής ελίτ. Το χειρότερο απ’ όλα όμως (δεν ομολογείται ρητά, αλλά διατρέχει την επιχειρηματολογία τους και προκύπτει από τα συμφραζόμενα) είναι η πεποίθησή τους πως η Ελλάδα, λόγω του κακόφημου παρελθόντος της στη διαχείριση των οικονομικών της, είναι ανίκανη να αυτοκυβερνηθεί. Αφού το ελληνικό πολιτικό προσωπικό (εδώ βάζουν τους πάντες και όχι μόνο τους πραγματικά υπεύθυνους) αποδείχτηκε κατώτερο των περιστάσεων, ας επιτρέψουμε στους ξένους να κάνουν κουμάντο. Ξέρουν καλύτερα. Μας λένε δηλαδή, παίρνοντας βεβαίως τις απαραίτητες θλιμμένες πόζες, ότι οφείλουμε να αποδεχτούμε πως στην παρούσα φάση η υποταγή είναι το φυσικό μας περιβάλλον. Αφού λοιπόν δεν μπορούμε να δραπετεύσουμε, ας δείξουμε το μεγαλείο του έθνους επιλέγοντας μια στάση υπερήφανης αιχμαλωσίας. Φαντάζομαι ότι η αγαπημένη τους ταινία είναι ”Η γέφυρα του ποταμού Κβάι”».

…του καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αντώνη Λιάκου από το άρθρο του στο «Βήμα» «Ένα πρόγραμμα χωρίς έμπνευση», που αναφέρεται στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τον πολιτισμό.

Χωρίς έμπνευση…

«Αντί λοιπόν το πρόγραμμα πολιτισμού της Αριστεράς που φιλοδοξεί να θέσει τη χώρα σε καινούργια τροχιά να αναμετρηθεί με αυτές τις προκλήσεις, να έχει συνολική οπτική, είναι μια συρραφή από συντεχνιακά αιτήματα όπως οι 19 τοπικοί κρατικοί ραδιοσταθμοί και η ενιαία τιμή του βιβλίου! Απουσιάζουν οι μεγάλες κατευθυντήριες γραμμές, που θα αποτυπώσουν την ταυτότητά του. Χωρίς έμπνευση.

Σε ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα το βασικό ζήτημα θα ήταν η πρόσβαση στους πολιτισμικούς πόρους. Η ανισότητα και η ανισοκατανομή πολιτισμικών πόρων και συμβολικού κεφαλαίου παράγει και διαιωνίζει την κοινωνική ανισότητα. Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα και δεν έχει την πολυτέλεια μιας ελιτίστικης δόμησης της παιδείας και των πολιτισμικών δραστηριοτήτων. Η έγνοια για τον πολιτισμό πρέπει να διεισδύσει βαθιά στην εκπαίδευση, στη διά βίου μάθηση, στην επαφή με τις κοινότητες των μεταναστών, στη μεταφορά πολιτισμικών πόρων στις υποβαθμισμένες περιοχές. Καιρός να θέσει η Αριστερά το ζήτημα της πολιτισμικής δημοκρατίας ως έναν από τους βασικούς άξονες του προγράμματός της. Η πολιτική δημοκρατία είναι ανάπηρη και ανυπεράσπιστη χωρίς πολιτισμική δημοκρατία, και μάλιστα σε μια εποχή στην οποία το σώμα πάνω στο οποίο άνθησε η δημοκρατία έπαψε να είναι εθνικά και πολιτισμικά ομοιογενές».

«Όπως η πολιτισμική Αριστερά χωρίς την κριτική των κοινωνικών ανισοτήτων γίνεται παιχνιδάκι της τεχνοκρατικής και νεοφιλελεύθερης Δεξιάς, έτσι και η κοινωνική Αριστερά χωρίς την κριτική της πολιτισμικής Αριστεράς κινδυνεύει να μοιάσει της εθνολαϊκιστικής Δεξιάς».


Σχολιάστε εδώ