Γιατί η Άγκυρα επιλέγει την οδό της αδιαλλαξίας

Η ακραία τουρκική ενέργεια δεν αποβλέπει βέβαια στη διενέργεια υποθαλάσσιων ερευνών, αλλά στη διεκδίκηση των ενεργειακών αποθεμάτων της Κύπρου και στην επαναβεβαίωση της άρνησής της να αποδεχθεί τη θεσμική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μετά την αρχική έκπληξη και αμηχανία, η ελληνοκυπριακή πλευρά αναγκάσθηκε να προβεί στην προσωρινή αναστολή των διακοινοτικών συνομιλιών και ακολούθως να λάβει -με ομόφωνη απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου- σειρά μέτρων, προκειμένου να ευαισθητοποιήσει και κινητοποιήσει τον διεθνή παράγοντα για την πρωτοφανή παραβίαση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων και να αναδείξει τον αποσταθεροποιητικό ρόλο, δίκην ταραχοποιού, που, κατʼ εξακολούθηση παίζει η Τουρκία στην περιοχή.

Η θρασύτατη τουρκική ενέργεια δεν αποτελεί «κεραυνό εν αιθρία». Είχε προηγηθεί η «επίσημη» επίσκεψη του Ερντογάν στα Κατεχόμενα, αμέσως μετά την εκλογή του στο ύπατο αξίωμα της χώρας του, με προφανή στόχο να διαμηνύσει στο εσωτερικό μέτωπο, αλλά και διεθνώς τις σκληρές και αδιάλλακτες θέσεις του περί συνεργασίας δύο «ισοτίμων ανεξαρτήτων κρατών», θέσεις που επανέλαβε λίγες ημέρες αργότερα και στον έλληνα πρωθυπουργό κατά τη συνάντησή τους στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ. Θέσεις που, σε τελική ανάλυση, ανατρέπουν και το συμφωνηθέν πλαίσιο διαπραγμάτευσης μεταξύ των δύο κοινοτήτων.

Η σκλήρυνση της τουρκικής πολιτικής στο Κυπριακό είχε αποτυπωθεί με σαφήνεια στις προβαλλόμενες τουρκικές θέσεις, ήδη από τις πρώτες συναντήσεις του Προέδρου Αναστασιάδη με τον Έρογλου, μετά το συμφωνηθέν Κοινό Ανακοινωθέν της 11ης Φεβρουαρίου 2014. Είχε καταστεί σαφές στην ελληνοτουρκική πλευρά ότι οι Τουρκοκύπριοι, καθ’ υπόδειξη της Άγκυρας, κωλυσιεργούν και υποβάλλουν προτάσεις που αποκλίνουν ουσιαστικά και από τη βάση και το πλαίσιο των συνομιλιών, αλλά και από το περιεχόμενο του Κοινού Ανακοινωθέντος. Συγκεκριμένα, όπως φαίνεται από δηλώσεις της τουρκικής πλευράς, μιλούν πλέον για ελάχιστες εδαφικές παραχωρήσεις και αποκαταστάσεις περιουσιών, για παραμονή όλων των εποίκων, για δικαίωμα αρνησικυρίας Προέδρου και αντιπροέδρου, για μόνιμες αποκλίσεις από το ευρωπαϊκό κεκτημένο και βεβαίως για μόνιμη ισχύ της Συνθήκης Εγγυήσεως, για ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ακόμη και στο, κατʼ αρχήν ακίνδυνο, για την Τουρκία άνοιγμα των Βαρωσίων, που θα είχε όμως θετικό πρόσημο στην επαναπροσέγγιση των δύο κοινοτήτων και στην περαιτέρω προώθηση Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, η τουρκική πλευρά είναι αρνητική, κατʼ εντολή πάντοτε της Τουρκίας.

Το ερώτημα είναι γιατί η Άγκυρα, με εκρηκτικά προβλήματα στα σύνορά της, αλλά και στο εσωτερικό μέτωπο, λόγω κυρίως του Κουρδικού, επιλέγει την οδό της αδιαλλαξίας και της συγκρουσιακής πολιτικής στο Κυπριακό. Είναι σαφές ότι προκαλώντας και εξοργίζοντας τη διεθνή κοινότητα με τις διπλωματικές και στρατιωτικές της ακροβασίες, αποβλέπει στην ενδυνάμωση και κατοχύρωση της θέσης της, ως περιφερειακής δύναμης και στην ενθυλάκωση των μέγιστων ανταλλαγμάτων, σε βάρος, σε πρώτη φάση, των πλέον αδύναμων γειτόνων της. Μετά την εκκωφαντική κατάρρευση της πολιτικής περί «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες, ήλθε προφανώς η ώρα των απειλών και των τυχοδιωκτικών ενεργειών.

Τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές και το τουρκικό ερευνητικό σκάφος πλέει ανοικτά του Κάβο Γκρέκο, ο διεθνής παράγοντας τηρεί αιδήμονα σιγή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, σε περίοδο βαθιάς πολιτικής και οικονομικής κρίσης, αδυνατεί να διαδραματίσει ενεργό ρόλο και η υπερατλαντική υπερδύναμη, με αδιάφορη και αποστασιοποιημένη ηγεσία, διαχειρίζεται την όλη κατάσταση στην περιοχή, στο πλαίσιο ενός απόλυτου διπλωματικού κενού. Η υποστηρικτική δήλωση του Προέδρου Πούτιν είναι μεν θετική, σε καμία όμως περίπτωση δεν προδικάζει ενεργότερη ανάμειξη της Μόσχας στο Κυπριακό.

Η ζοφερή και άκρως επικίνδυνη αυτή κατάσταση επιβάλλει την άμεση ενδυνάμωση και ενίσχυση του άξονα Αθηνών-Λευκωσίας σε όλους τους τομείς, περιλαμβανομένου και του αμυντικού. Την επαναδραστηριοποίηση -επιτέλους- της ελληνικής διπλωματίας, την αναβάθμιση της συνεργασίας με το ΚΥΠΕΞ και την επανεργοποίηση συμμαχιών. Η τριμερής συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου είναι ένα θετικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή, που όμως δεν είναι αρκετό για τη στήριξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και την επιβίωση του κυπριακού Ελληνισμού.

Το Κυπριακό, ως πρόβλημα «εισβολής και κατοχής», θα πρέπει να επανέλθει στη διεθνή επικαιρότητα σήμερα που φλέγεται η περιοχή και η Τουρκία πυροδοτεί άκριτα την αποσταθεροποίησή της, προκειμένου να υπογραμμιστεί και αναδειχθεί η αναγκαιότητα επίλυσής του, που θα αποτελέσει και παράδειγμα για ευρύτερες ειρηνευτικές διαδικασίες στη Μέση Ανατολή.


Σχολιάστε εδώ