Παράνομες οι δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών!

Αποφάσεις οι οποίες αποτελούν αδιαπέραστη ασπίδα προστασίας του λαού και έρχονται έπειτα από εκείνες που δικαίωσαν τους ενστόλους, επιβάλλοντας την αποκατάσταση των μισθών τους στο επίπεδο του 2012, όπως και τους δικαστικούς, προκαλώντας ταραχή στην κυβέρνηση. Και το μήνυμα που εκπέμπεται από την έδρα του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο Αρσάκειο -όπου ήταν παλιά τα Δικαστήρια, πριν μετακομίσουν στη Σχολή Ευελπίδων-, είναι ότι δεν πρόκειται να κλείσουν τα μάτια σε νόμους και Προεδρικά Διατάγματα που παραβιάζουν συνταγματικές διατάξεις.

Οι δύο νέες αποφάσεις-χαστούκι, τις οποίες αποκαλύπτει σήμερα το «ΠΑΡΟΝ», αφορούν τη δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών και την αναδρομική παράταση του χρόνου παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου κατά οφειλετών.

«Επέμβαση σοβαρή σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά του ελεγχόμενου προσώπου»!

Καταπέλτης για την κυβέρνηση είναι η ιστορική απόφαση υπ’ αριθ. 3316/2014 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία κρίνει ότι η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 5 περ. ε του ν. 3296/2004, ως έχει, αντίκειται στα άρθρα 5 παρ.1, 17 παρ.1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος.

Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση αφορά αίτηση ακύρωσης πράξεως του προϊσταμένου της Περιφερειακής Διεύθυνσης Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης του ΣΔΟΕ κατά ατομικής επιχείρησης με έδρα την Κομοτηνή και αντικείμενο εργασιών την εισαγωγή από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και την πώληση στην Ελλάδα βαμβακοσυλλεκτικών μηχανών.

Το σκεπτικό της απόφασης, με την οποία το ΣτΕ έκρινε ότι η δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών παραβιάζει συνταγματικές διατάξεις, έχει ως εξής:

«8. Επειδή το κατά τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 5 περ. ε΄ του ν. 3296 / 2004 μέτρο της δεσμεύσεως των τραπεζικών λογαριασμών και οιουδήποτε είδους περιουσιακών στοιχείων συνεπάγεται σοβαρή επέμβαση σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά του ελεγχομένου προσώπου. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι καθ’ όσον χρόνο διαρκεί η δέσμευση το ελεγχόμενο πρόσωπο στερείται της δυνατότητας χρήσεως και διαθέσεως των δεσμευθέντων περιουσιακών στοιχείων του (και δη ρευστού χρήματος και κινητών αξιών φυλασσομένων σε πιστωτικά ιδρύματα), το πρόσωπο αυτό υφίσταται σοβαρό περιορισμό των περιουσιακών δικαιωμάτων του και της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας του, ήτοι αγαθών των οποίων η προστασία κατοχυρώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ.1 και 5 παρ.1 του Συντάγματος. Και ναι μεν η θέσπιση του μέτρου αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος [ήτοι, στη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του ελεγχομένου προσώπου για να είναι δυνατή η ικανοποίηση των αξιώσεων του Δημοσίου κατ’ αυτού σε περίπτωση διαπιστώσεως -βάσει του πορίσματος της σχετικής έρευνας- της εκ μέρους του τελέσεως της πιθανολογηθείσης παραβάσεως, καθώς επίσης και στη διασφάλιση των αναγκαίων στοιχείων για την έρευνα], αλλά ο ως άνω σκοπός του νομοθέτη -και μόνον αυτός- δεν εξαρκεί για να καταστήσει συνταγματικώς ανεκτή τη ρύθμιση, εφ’ όσον μάλιστα αυτή δεν έτυχε περαιτέρω εξειδικεύσεως με το π.δ. 85 / 2005. Επεβάλλετο, επί πλέον, εν όψει επεμβάσεως του κοινού νομοθέτη σε συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα, αφ’ ενός μεν να διαγράφονται οι προϋποθέσεις της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων στον ίδιο τον νόμο κατά τρόπο σαφή και αντικειμενικό, σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής του κράτους δικαίου, αφ’ ετέρου δε η ρύθμιση να κινείται εντός των ορίων που τάσσει η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Όμως, η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 5 περ. ε’ του ν. 3296 / 2004 ορίζει ότι η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων επιβάλλεται “σε ειδικές περιπτώσεις διασφάλισης συμφερόντων του Δημοσίου ή περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου”. Με τη χρήση αυτών των αορίστων εννοιών καταλείπεται ευρύτατο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στη Διοίκηση, χωρίς να καθορίζονται από τον ίδιο τον νομοθέτη, κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο, οι προϋποθέσεις της επιβολής του μέτρου. Περαιτέρω, ο νομοθέτης δεν θέτει περιορισμό ως προς την έκταση των περιουσιακών στοιχείων τα οποία επιτρέπεται να τίθενται υπό δέσμευση από τη Διοίκηση, ούτε -κυρίως- ως προς τη χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως. Τέλος, δεν ρυθμίζεται ειδικότερα η διαδικασία της επιβολής και της άρσεως της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων, με σχετική νομοθετική πρόβλεψη διαδικαστικών εγγυήσεων, ανάλογων προς τη σοβαρότητα του κατά περίπτωση λαμβανόμενου μέτρου. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 5 περ. ε’ του ν. 3296 / 2004, ως έχει, αντίκειται στα άρθρα 5 παρ.1, 17 παρ.1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος και δεν δύναται να προσλάβει άλλο περιεχόμενο, ώστε να καταστεί συνταγματικώς ανεκτή, με ερμηνεία της από τον δικαστή, διότι το έργο τούτο θα υπερέβαινε τα όρια της ερμηνείας και θα ισοδυναμούσε με θέσπιση νέας διατάξεως, ήτοι με άσκηση νομοθετικής εξουσίας. Για τους εκτεθέντες δε λόγους η διάταξη αντίκειται και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ». Η απόφαση επιβάλλει στο Δημόσιο την καταβολή 1.380 ευρώ ως δικαστική δαπάνη του αιτούντος και 640 ευρώ ως δικαστική δαπάνη της παρεμβαίνουσας.

Η σύνθεση της Ολομέλειας που συνεδρίασε στις 6 Δεκεμβρίου 2013 ήταν η εξής: Σωτ. Ρίζος, πρόεδρος, Νικ. Ρόζος, αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Βηλαράς, Δ. Αλεξανδρής, Γ. Ποταμιάς, Ι. Γράβαρης, Γ. Τσιμέκας, Φ. Ντζίμας, Ηρ. Τσακόπουλος, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Α. Καλογεροπούλου, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Δ. Μακρής, σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Κ. Μαρίνου, Μ. Αθανασοπούλου, πάρεδροι.

Παράνομη και η παράταση της παραγραφής

Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας βάζει στοπ και στο… κόλπο των υπουργών -οι οποίοι θεωρούν ότι το κράτος είναι μαγαζάκι τους και γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια Σύνταγμα και νόμους- για την αναδρομική παράταση του χρόνου παραγραφής οφειλών προς το Δημόσιο οι οποίες ήταν ήδη παραγεγραμμένες!

Το σκεπτικό, όπως αναφέρεται στην υπ’ αριθ. 3174/2014 απόφαση, με την οποία κρίνεται ότι η διάταξη του άρθρου 85 (παρ. 1 και 4) του νόμου 2676 / 1999 αντίκειται στο Σύνταγμα, έχει ως εξής:

«5. Επειδή η πρόβλεψη στον νόμο ότι με την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος παραγράφεται η αξίωση του Δημοσίου για τη βεβαίωση και επιβολή συγκεκριμένου φόρου συνιστά, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του πιο πάνω άρθρου 78 του Συντάγματος, ουσιαστικό στοιχείο της οικείας φορολογικής ενοχής. Μετά τη συμπλήρωση, επομένως, του εν λόγω διαστήματος και τη συνακόλουθη παραγραφή των αντίστοιχων φορολογικών αξιώσεων, νομοθετική ρύθμιση η οποία θα “παρέτεινε”, ως προς τις αξιώσεις αυτές, τον χρόνο της παραγραφής, τροποποιώντας έτσι αναδρομικά, εις βάρος των φορολογουμένων, το νομοθετικό καθεστώς βάσει του οποίου είχε λήξει η υποχρέωσή τους, θα ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου του Συντάγματος, διότι, με την τελευταία αυτή διάταξη, ο συνταγματικός νομοθέτης, θεσπίζοντας για την επιβολή εν γένει των φορολογικών βαρών καθεστώς ιδιαίτερης ασφάλειας δικαίου και προστασίας της εμπιστοσύνης, απαγορεύει την αναδρομική νομοθετική διαμόρφωση του ουσιαστικού περιεχομένου των φορολογικών σχέσεων, εφ’ όσον άγει σε επιβάρυνση της θέσης των φορολογουμένων, η δε ισχύς της οικείας αναδρομικής διατάξεως εκτείνεται πέραν του οικονομικού έτους που προηγείται της δημοσιεύσεώς της. Κατά συνέπεια, διάταξη νόμου περί “παρατάσεως”, κατά τ’ ανωτέρω, του χρόνου παραγραφής φορολογικών αξιώσεων οι οποίες ήταν ήδη παραγεγραμμένες κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού και των οποίων η έναρξη της παραγραφής είναι προγενέστερη του προηγούμενου της δημοσιεύσεως οικονομικού έτους, θα ήταν ανίσχυρη ως αντικείμενη στις πιο πάνω συνταγματικές διατάξεις».

Η απόφαση καταλήγει ως εξής: «Η κρίση περί αντισυνταγματικότητας είναι ορθή, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση (του Δημοσίου) είναι αβάσιμα και απορριπτέα».

Η σύνθεση της Ολομέλειας που συνεδρίασε στις 7 Μαρτίου 2014 ήταν η εξής: Σωτ. Ρίζος, πρόεδρος, Ν. Σακελλαρίου, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Χρ. Ράμμος, Γ. Παπαγεωργίου, Ι. Μαντζουράνης, Δ. Σκαλτσούνης, Α. – Γ. Βώρος, Ι. Γράβαρης, Σπ. Μαρκάτης, Φ. Ντζίμας, Β. Καλαντζή, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, Ηλ. Μάζος, Χρ. Ντουχάνης, Β. Κίντζιου, σύμβουλοι, Δ. Βασιλειάδης, Ο. Βασιλάκη, Π. Χαλιούλιας, πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι σύμβουλοι Φ. Ντζίμας και Α. Καλογεροπούλου, καθώς και ο πάρεδρος Δ. Βασιλειάδης μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη.


Σχολιάστε εδώ