Μια ανθρώπινη τραγωδία που συνεχίζεται

Οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις σε πολλά σημεία του πλανήτη ανάγκασαν μια τεράστια μερίδα του παγκόσμιου πληθυσμού να μετατοπισθεί μαζικά, αφήνοντας πίσω εστίες και μια ολόκληρη ζωή. Άμαχοι, γυναίκες, γέροι, παιδιά, ανήμποροι, με τα πόδια ή στις καλύτερες των περιπτώσεων στοιβαγμένοι σε κάρα ή σε κάποιο μέσο μεταφοράς, υπό τραγικές συνθήκες, μέσα σε κακουχίες, ακόμα και μέσα στους καπνούς της μάχης, εγκαταλείπουν τις εστίες τους προκειμένου να αποφύγουν τη λαίλαπα των βάρβαρων, αιματηρών συγκρούσεων και της καταστροφής. Σκηνές φρίκης καθημερινά μεταδίδονται από τα διεθνή ΜΜΕ, που αναφέρονται σε εκτοπισμούς αμάχου πληθυσμού και στον συστηματικό διωγμό Χριστιανών και άλλων θρησκευτικών ομάδων, καθώς και στις εις βάρος τους διαπραττόμενες θηριωδίες.

Τον περασμένο Ιούνιο, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (UNHCR) ανακοίνωσε ότι ο αριθμός των βίαια εκτοπισμένων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο έφθασε τον τρομακτικό αριθμό των 51.200.000!

Το μεγαλύτερο ποσοστό μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Βέβαια αυτά συμβαίνουν όχι μόνο στη σκληρά δοκιμαζόμενη Μέση Ανατολή, όπου καθημερινά παρακολουθούμε την εκεί διαδραματιζόμενη τραγωδία, αλλά και σε άλλες περιοχές του πλανήτη.

Αλλά και για τη θαλάσσια άμεση γειτονιά μας, τα στοιχεία είναι εξίσου ανησυχαστικά. Και αναφερόμαστε στη Μεσόγειο.

Η τάση των μεικτών μεταναστευτικών ομάδων να επιλέγουν, εξ ανάγκης, το επικίνδυνο θαλάσσιο πέρασμα δημιουργεί αυξημένες προκλήσεις για την προστασία της ανθρώπινης ζωής. Μεταξύ της 1ης Ιουλίου και 30ης Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους, περί τις 90.000 άνθρωποι διέσχισαν τη Μεσόγειο προς την Ευρώπη. Τουλάχιστον 2.200 από αυτούς πέθαναν στην προσπάθειά τους απλά να επιβιώσουν και να εξασφαλίσουν
ένα ασφαλέστερο αύριο.

Οι αρμόδιοι, μάλιστα, του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης -ο διακυβερνητικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1951 και ασχολείται με το πρόβλημα της μετανάστευσης- τονίζουν μια άλλη τραγική διάσταση του προβλήματος, ότι δηλαδή στη Μεσόγειο υπάρχουν
απώλειες ανθρώπινων ζωών που παραμένουν άγνωστες, δεδομένου ότι υπάρχει πρόβλημα με την αναγνώριση των πτωμάτων. Μέσα σε μια εναγώνια αναμονή, οι οικογένειες θυμάτων περιμένουν να τους γνωστοποιηθεί κατά πόσον τα αγαπημένα τους πρόσωπα συγκαταλέγονται ή όχι μεταξύ των ανασυρόμενων πτωμάτων.

Είναι επίσης χαρακτηριστικό, μετά μάλιστα τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις που έχει λάβει τους τελευταίους μήνες η προέλαση των τζιχαντιστών και οι εξ αυτής προκαλούμενες τραγικές συνέπειες, ότι μεσανατολικές χώρες, όπως ο Λίβανος, η Τουρκία, το Ιράκ, η Ιορδανία καθώς και η Αίγυπτος δέχονται αδιάκοπα κύματα προσφύγων που, μόνο από τη Συρία, ανέρχονται σε 2,1 εκατ. Τα στοιχεία αυτά δεν περιλαμβάνουν πολλές χιλιάδες άλλους που δεν έχουν καταχωρηθεί ή τους Σύρους οι οποίοι ήδη ζουν στις χώρες αυτές ως οικονομικοί μετανάστες.

Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί τα διαδραματιζόμενα, ευαισθητοποιείται, εκφράζει την συμπάθειά της και δεν παραλείπει να εκφράσει την αλληλεγγύη της. Δυστυχώς όμως, σε πολλές περιπτώσεις, οι σχετικές διακηρύξεις περί παροχής έμπρακτης συνδρομής, παραμένουν σε επίπεδο εκδήλωσης προθέσεων. Με εξαίρεση βέβαια το έργο των Οργανώσεων των ΗΕ και άλλων διεθνών ανθρωπιστικών οργανώσεων, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται η Υπάτη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες.

Οι τραγικές αυτές μετακινήσεις πληθυσμών δεν αφήνουν φυσικά αδιάφορη τη χώρα μας, που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αποτελεί σταυροδρόμι των μεταναστευτικών ροών. Καθημερινά παρακολουθούμε τα συμβαίνοντα με την αθρόα παράνομη είσοδο μεταναστών στη χώρα μας, που δεν είναι δυνατόν να αντέξει, στην παρούσα μάλιστα ζοφερή οικονομική συγκυρία, τις χιλιάδες των εξαθλιωμένων και δύστυχων αυτών ανθρώπων που εισέρχονται με τους γνωστούς τρόπους.

Είναι αλήθεια πάντως ότι τελευταία καταβάλλεται προσπάθεια βελτίωσης στο θέμα της αντιμετώπισης των προσφύγων. Η Υπηρεσία Ασύλου, που θεσπίστηκε στη χώρα μας, αποτελεί την πρώτη αυτόνομη δομή που
ασχολείται με την εξέταση των αιτημάτων παροχής ασύλου και ευρύτερα διεθνούς προστασίας.

Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η χώρα μας δεν αντιμετώπισε αποτελεσματικά το διαρκώς, από το 1990, αυξανόμενο κύμα της παράνομης μετανάστευσης. Η αύξηση αυτή οφείλετο στην τότε πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη, ενώ αργότερα προστέθηκαν στους ήδη τότε παράνομους μετανάστες και εκείνοι από την Αφρική και την Ασία, πολλοί εκ των οποίων διακινούνται κυρίως μέσω Τουρκίας. Γι’ αυτό και στην 5ετία 2005-2010 λέγανε ότι η χώρα μας εθεωρείτο η «πύλη» της Ευρώπης για την παράνομη μετανάστευση.

Οι τελευταίες ανησυχαστικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή τροφοδοτούν και ενθαρρύνουν την προς τη χώρα μας αυξημένη ροή του προσφυγικού ρεύματος. Υπενθυμίζουμε παλαιότερη συνέντευξη στην «Washington Post» του πρωθυπουργού, που υπογράμμιζε χαρακτηριστικά ότι κάθε πρωί που ξυπνούσε διερωτάτο αν είχε συμβεί κάτι στη Συρία, γιατί το πρόβλημα που θα αντιμετώπιζε η χώρα μας θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο από αυτό που αντιμετώπιζε με τους παράνομους μετανάστες. «Φανταστείτε αν ο αριθμός αυτός πολλαπλασιαστεί επί δέκα», είχε διερωτηθεί τότε ο κ. Σαμαράς.

Γι’ αυτόν τον λόγο είναι χρέος των κυβερνώντων και όλων των πολιτικών παρατάξεων της χώρας να καταβάλουν σθεναρές και συντονισμένες προσπάθειες για την εξεύρεση λύσης στο κρίσιμο αυτό πρόβλημα.

Εύλογο προκύπτει το ερώτημα, πώς η χώρα μας πρέπει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της αυξημένης αυτής ροής προσφύγων και γενικά το μεταναστευτικό.

Η απάντηση νομίζουμε είναι μία. Δεν αρκούν οι κάθε είδους διυπουργικές ή άλλες συντονιστικές συσκέψεις. Είναι απολύτως αναγκαία η υιοθέτηση μιας μακρόπνοης πολιτικής με βάθος χρόνου. Προς τούτο, απαιτείται πολιτική βούληση, λήψη δύσκολων αποφάσεων και συντονισμένες ενέργειες. Δεν χρειάζονται σπασμωδικά μέτρα και αποφάσεις εν θερμώ… Η διαχείριση του προβλήματος αποτελεί ευαίσθητη και δύσκολη άσκηση. Για τον λόγο αυτό επιβάλλεται η άμεση χάραξη κοινής γραμμής που θα συμφωνούσαν οι κύριες πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Στο θέμα έχουμε αναφερθεί στο παρελθόν και έχουμε υπογραμμίσει, για μια άλλη ακόμη φορά, την ανάγκη επίτευξης εθνικής συναίνεσης. Το πρόβλημα θα το έχουμε πάντα μπροστά μας και πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου ότι, εάν η κατάσταση στον γειτονικό μας περίγυρο λάβει ακόμη πιο εκρηκτικές διαστάσεις, οι συνέπειες μπορούν να αποβούν ανεξέλεγκτες, αφού οι ήδη αυξημένες ροές προσφύγων θα καταστούν μη ανατάξιμες.

Αλλά και από πλευράς ΕΕ, οι εταίροι μας αντιλαμβάνονται ήδη την ανάγκη ανάληψης κοινής δράσης, αφού κατανοούν πλέον ότι παράταση της κατάστασης θα μπορούσε να
απειλήσει την κοινωνική συνοχή των κρατών-μελών της ΕΕ γενικότερα και όχι μόνον των κρατών που αποτελούν τόπο προορισμού των παρανόμως εισερχομένων στην εδαφική
επικράτεια της Ένωσης.

Η μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση του προβλήματος από τη χώρα μας -και φυσικά από όλα τα κράτη που δέχονται μεταναστευτικές ροές- έγκειται στην ανάγκη να υιοθετηθεί μια κοινή πολιτική που να συνδυάζει την προάσπιση του εθνικού συμφέροντος των χωρών υποδοχής, παράλληλα με τον σεβασμό των σχετικών διεθνών συμβάσεων, του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και γενικότερα του διεθνούς δικαίου. Εγχείρημα ιδιαίτερα λεπτό και άκρως ευαίσθητο. Και εδώ
έγκειται το πρόβλημα.

Μια πρόσθετη δυσκολία αποτελεί το θέμα της ευρωπαϊκής πολιτικής για το άσυλο και το καθεστώς της συμφωνίας του Σένγκεν, θέματα αμφιλεγόμενα που μπορούν να δημιουργήσουν εντάσεις όχι μόνον μεταξύ των χωρών-μελών, αλλά και μεταξύ κρατών-μελών της ΕΕ των Βρυξελλών. Ειδικά μάλιστα στο θέμα του ασύλου, οι αιτούντες τούτο συνεχίζουν να καταφθάνουν μαζικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία δεν αντιμετωπίζει άμεση αλλαγή της μεταναστευτικής πολιτικής. Δεν πρέπει όμως να παροράται το γεγονός της ύπαρξης μιας τάσης για πιο αυστηρή υιοθέτηση μεταναστευτικής πολιτικής. Η παρατηρούμενη δε έξαρση της ρατσιστικής βίας οφείλει να ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά της κάθε νομοταγούς Πολιτείας, επίπεδο θεσμικής αντιμετώπισης του φαινομένου.

Η ανάληψη από τον Δημήτρη Αβραμόπουλο του χαρτοφυλακίου της Μετανάστευσης και των Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ μπορεί ν’ αποτελέσει θετική εξέλιξη για όλα τα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου που δέχονται τεράστιες πιέσεις από τις μεταναστευτικές ροές. Αλλά δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι, σύμφωνα με την θεσμοθετημένη κοινοτική
αντίληψη, οι ευρωπαίοι Επίτροποι δεν είναι ταγμένοι για την αποκλειστική προάσπιση των συμφερόντων της χώρας αποστολής τους. Καθήκον τους αποτελεί η γενικότερη προάσπιση των συμφερόντων της ΕΕ και των μελών της.

Η χώρα μας έχει στο παρελθόν αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα στη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών και κυρίως στο τεράστιο θέμα των προσφύγων. Ειδικότερα για το τελευταίο, είναι νωπές ακόμη οι αναμνήσεις στη συλλογική μνήμη του έθνους από τη Μικρασιατική Καταστροφή, τη μεγαλύτερη τραγωδία της σύγχρονης Ιστορίας μας. Όταν τότε εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας περί τους 1.500.000 πρόσφυγες. Βέβαια, η προσφυγική αυτή ροή δεν αφορούσε ξένους πληθυσμούς, αφορούσε τους μικρασιάτες πρόσφυγες, κομμάτι του κορμού του έθνους. Δυστυχώς όμως πρέπει να παραδεχτούμε ότι η άφιξη των προσφύγων προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις στις τοπικές κοινωνίες, μεταξύ των οποίων και η δημιουργία εχθρότητας, με αποτέλεσμα οι χιλιάδες των δυστυχισμένων συμπατριωτών μας να αποτελέσουν πολλές φορές αντικείμενο εξευτελιστικής συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία Κοινωνίας των Εθνών, κατά τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους, πέθανε από κακουχίες το 20% των προσφύγων.

Στην εποχή μας οι βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών εύκολα προκαλούν ανθρωπιστικές κρίσεις. Οι δραματικές αυξήσεις των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών αναδεικνύουν το ανθρωπιστικό καθήκον όλων των πολιτισμένων κρατών να ενσκήψουν στο πρόβλημα και να βρουν μια λύση που να αντέχει στον χρόνο.

Γιατί δυστυχώς, μόλις τα φώτα της διεθνούς επικαιρότητας σβήνουν, το πρόβλημα ξεχνιέται και η ανάγκη άμεσης επίλυσής του επανέρχεται μόλις τα φώτα της δημοσιότητας διεγείρουν και πάλι το δημόσιο αίσθημα, με την ευκαιρία κάποιας νεότερης εν τω μεταξύ ανθρωπιστικής καταστροφής.


Σχολιάστε εδώ