Η επιστροφή των ΗΠΑ σε μια δυναμική στρατηγική ηγεμονίας
Η συμφωνία για εκεχειρία που υπεγράφη ήταν το αποτέλεσμα της στρατιωτικής ήττας των Ουκρανών. Ο ίδιος ο Πρόεδρος Πέτρο Ποροσένκο έσπευσε να συμφωνήσει σε εκεχειρία για να προλάβει τα χειρότερα. Οι δυνάμεις των Ρωσοφώνων ήταν στα πρόθυρα της Μαριούπολης και μπορούσαν να προελάσουν γρήγορα ως την Οδησσό και τη Χερσώνα. Θα μπορούσαν επίσης να προελάσουν γρήγορα προς το Χάρκοβο. Το Κίεβο έσπευσε επίσης να αναγνωρίσει καθεστώς αυτονομίας για τις περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ.
Οι εξελίξεις αυτές έδωσαν την ελπίδα ότι αναπτύσσεται μια δυναμική συνεννοήσεως. Για να έχει όμως σταθερότητα και προοπτική η εκεχειρία πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν τους γενικότερους πολιτικούς όρους που εμπνέουν την κάθε πλευρά. Η πλευρά των Ρωσοφώνων και της Μόσχας δεν δέχεται με κανέναν τρόπο την αυτονομία των δύο επαρχιών που αναφέρθηκαν και την ένταξη όλης της άλλης Ουκρανίας στη Δυτική σφαίρα επιρροής. Θεωρεί την αυτονόμηση των δύο επαρχιών ως την απαρχή για μια επανεξέταση από το Κίεβο της πολιτικής του για την υπογραφή συμφωνίας ελευθέρου εμπορίου με την Ευρωπαϊκή Ένωση και ενδεχομένης εντάξεως της Ουκρανίας, σε δεύτερο στάδιο, στο ΝΑΤΟ.
Για τη Μόσχα η επιλογή τίθεται είτε με τη μορφή μιας ομόσπονδης Ουκρανίας, η οποία θα διέσωζε την ενότητά της με τον τρόπο αυτό, αλλά ο διεθνής προσανατολισμός και η πολιτική της θα συναποφασιζόταν από όλες τις ομόσπονδες περιοχές, είτε μιας μοιρασμένης Ουκρανίας, η οποία δεν θα περιελάμβανε στην πλευρά των Ρωσοφώνων μόνο το Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ αλλά επίσης την Οδησσό, τη Χερσώνα, το Χάρκοβο και θα ενωνόταν δυτικά με την Υπερδνειστερία.
Η υπονόμευση της εκεχειρίας από το Κίεβο, που εκδηλώνεται με νέους βομβαρδισμούς στο Ντονέτσκ με αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις για το φυσικό αέριο και με εμμονή στη συμφωνία ελευθέρου εμπορίου με την Ευρωπαϊκή Ένωση, οδηγεί τα πράγματα σε νέο αδιέξοδο και σε κίνδυνο επαναλήψεως και επιδεινώσεως της κρίσεως στην Ουκρανία.
Οι ΗΠΑ, αντί να εκμεταλλευθούν την ευκαιρία της εκεχειρίας, για να απαγκιστρωθούν από μια κρίση που κακώς υπεκίνησαν και από μια πολιτική που ενέχει τον κίνδυνο μιας παγκόσμιας συγκρούσεως, εμμένουν στην ίδια πολιτική και ασκούν πιέσεις στην Ευρώπη να εμμείνει στην πολιτική των κυρώσεων, ελπίζοντας ότι θα κατορθώσουν τελικά να τορπιλίσουν τις Ρωσικές εξαγωγές φυσικού αερίου στην Ευρώπη, που είναι ο στρατηγικός τους στόχος.
Παρόμοια είναι η Αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή. Γιατί θα έπρεπε να στοχοποιηθεί η Συρία και το καθεστώς του Μπασάρ Αλ Άσαντ, που, τηρουμένων των αναλογιών, δεν είναι και από τα χειρότερα καθεστώτα στον Αραβικό κόσμο; Γιατί θα έπρεπε οι ΗΠΑ, με πρόσχημα τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, να συμμαχήσουν με τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και την Τουρκία κατά της Συρίας του Άσαντ; Μήπως οι χώρες αυτές έχουν καθεστώτα που αποτελούν πρότυπα δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων;
Γιατί θα έπρεπε οι ΗΠΑ να συμμαχήσουν με τους ακραίους Ισλαμιστές, μετά το πικρό μάθημα της Αλ Κάιντα, που βγήκε μέσα από τη συμμαχία των ΗΠΑ με το ακραίο Ισλάμ στο Αφγανιστάν; Τόσο μεγάλη και για τόσο καιρό ήταν η μυωπία των Αμερικανικών Υπηρεσιών και των συμμάχων τους, που δεν έβλεπαν ποιους εκπαίδευαν, ποιους εξόπλιζαν και ποιους χρηματοδοτούσαν;
Γιατί θα έρεπε η Αμερικανική πολιτική να υποθάλψει τη σύγκρουση Σουνιτών και Σιιτών στη Μέση Ανατολή και να συμμετάσχει εμμέσως σε μια τέτοια σύγκρουση; Γιατί θα έπρεπε να υποθάλψει την αναγέννηση και την ανάπτυξη του ακραίου Ισλαμισμού, που αποδεικνύει με τα έργα του πως ωχριά μπροστά του ακόμη και ο Μεσαίωνας;
Η απάντηση, βεβαίως, σε όλ’ αυτά είναι η γεωπολιτική αντιπαράθεση των ΗΠΑ με τη Ρωσία, από την Ουκρανία ως τη Μέση Ανατολή και οπουδήποτε άλλου θα μπορούσε να εκδηλωθεί.
Η πολιτική αυτή προδίδει έναν πολύ επικίνδυνο προσανατολισμό. Ο Πρόεδρος Ομπάμα, παρά τις διακηρύξεις του για μια άλλη Αμερικανική πολιτική, απέτυχε παταγωδώς να χαλιναγωγήσει τις πιο ακραίες τάσεις στο Αμερικανικό πολιτικό κατεστημένο. Παρέδωσε ουσιαστικά την άσκηση της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής στα ίδια πρόσωπα που διεμόρφωναν την Αμερικανική πολιτική και επί του προκατόχου του Προέδρου Μπους.
Οι ΗΠΑ έχουν παγιδευθεί στην πολιτική της παγκοσμιοποίησης, την οποία υπολαμβάνουν ως όχημα παγκόσμιας Αμερικανικής ηγεμονίας. Η πολιτική αυτή καθοδηγείται, στην πραγματικότητα, από τη χρηματιστική ολιγαρχία, που έχει υποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τον παραγωγικό, βιομηχανικό καπιταλισμό των ΗΠΑ και επιδιώκει αδιανόητα κέρδη και τον έλεγχο του πλούτου του κόσμου μέσα από τη χρηματιστική παγκοσμιοποίηση.
Η Ρωσία του Πούτιν είναι εμπόδιο σ’ αυτή την επιδιωκόμενη ηγεμονία και χρηματιστική παγκοσμιοποίηση. Η Κίνα, εκμεταλλευόμενη το συγκεντρωτικό πολιτικό και οικονομικό της σύστημα, έφερε στα μέτρα της και προς όφελός της την Αμερικανόπνευστη παγκοσμιοποίηση.
Η πορεία που ακολουθούν σήμερα οι ΗΠΑ και η ανεπιφύλακτη υποστήριξη που παρέχουν σ’ αυτήν Ευρωπαϊκές ηγεσίες, πολύ κατώτερες των περιστάσεων, οδηγούν πάλι τον κόσμο σε ψυχροπολεμική αντιπαράθεση και σε κινδύνους συγκρούσεων που μπορούν να γίνουν ανεξέλεγκτες. Η υπερφίαλη αξίωση των ΗΠΑ για παγκόσμια ηγεμονία δεν έχει κανένα έρεισμα, όσο και αν καλλιεργείται γι’ αυτό, από Αμερικανούς ιθύνοντες και αναλυτές, το αντίθετο.
Ο κόσμος θα είναι πολυπολικός και η Ευρώπη αντί να συντάσσεται παθητικά με τις ΗΠΑ, θα έπρεπε να επιδιώξει να καταστεί ένας ανεξάρτητος πόλος, ο οποίος να ασκεί θετική και εποικοδομητική επίδραση στα παγκόσμια πράγματα.
Ο κόσμος αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα συγκρούσεων, πείνας, περιβάλλοντος, αναπτύξεως και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Προς αυτή την κατεύθυνση θα έπρεπε να κατευθυνθεί μια πραγματική παγκοσμιοποίηση, η οποία θα προέλθει από τη συνείδηση της παγκοσμιότητας των προβλημάτων και από την αυξημένη συνεργασία μεταξύ όλων των κρατών και των μεγάλων δυνάμεων.