Σκληρή κόντρα Ουάσινγκτον – Ερντογάν

Πλέον, τόσο οι Αμερικανοί όσο και πολλοί από τους δυτικούς τους συμμάχους θεωρούν τον Ερντογάν απρόβλεπτο και επικίνδυνο και την Τουρκία συστατικό μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης στη θριαμβευτική επέλαση του ΙΚ (Ισλαμικό Κράτος) σε Ιράκ και Συρία.

Μετά την άρνηση της Τουρκίας να υπογράψει το κοινό ανακοινωθέν της Τζέντας της 11ης Σεπτεμβρίου για τη συνεργασία ΗΠΑ και των σουνιτικών κρατών της Μέσης Ανατολής κατά των τζιχαντιστών (ήταν η μόνη χώρα που αρνήθηκε), στον αμερικανικό Τύπο κυριαρχούν οι διαρροές και τα δημοσιεύματα για το πώς η πολιτική της κυβέρνησης Ερντογάν έπαιξε κομβικό ρόλο στη γιγάντωση του ΙΚ: Για την απόφαση των τουρκικών αρχών να αφήσουν την τελευταία τριετία το σύνορο με τη Συρία ανοιχτό για τους εθελοντές τζιχαντιστές από όλο τον κόσμο και να τους παράσχουν εφόδια, υποστήριξη, περίθαλψη και ασφαλές καταφύγιο στην τουρκική μεθόριο. Για το γεγονός ότι πυρήνες του ΙΚ που δρουν ανεμπόδιστοι στις μεγαλύτερες τουρκικές πόλεις, στρατολογούν καθημερινά εκατοντάδες νέους τούρκους εθελοντές που οδηγούνται στη Συρία και το Ιράκ να πολεμήσουν στο πλευρό των χιλιάδων τζιχαντιστών ομοεθνών τους που βρίσκονται ήδη εκεί. Για το πώς, τέλος, το πετρέλαιο που παράγει το ΙΚ από πετρελαιοπηγές που έχει καταλάβει σε Συρία και Ιράκ πωλείται, διυλίζεται και διατίθεται μέσω της Τουρκίας αποτελώντας μια κρίσιμη πηγή εσόδων για το νεότευκτο «ισλαμικό χαλιφάτο» που πασχίζει να χρηματοδοτήσει με ίδιους πόρους τις πολεμικές επιχειρήσεις του και να δημιουργήσει αποτελεσματικές διοικητικές δομές στα εδάφη που έχει στην κατοχή του. Ανεβάζοντας την πίεση ακόμη περισσότερο, την Τετάρτη που μας πέρασε, κατά την κατάθεσή του στην επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων της αμερικανικής γερουσίας, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Κέρι δήλωσε ξεκάθαρα ότι το ΙΚ πουλά το πετρέλαιο που παράγει στο εξωτερικό μέσω της Τουρκίας και του Λιβάνου.

Οι πρώτες ενδείξεις για το κλίμα έντασης ανάμεσα στους δύο παραδοσιακούς συμμάχους ήρθε σχεδόν αμέσως μετά την επίσκεψη του τούρκου ηγέτη στην Ουάσινγκτον τον Μάιο του 2013, με διαρροές στον αμερικανικό Τύπο για τον ρόλο των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών και του επικεφαλής τους και εκλεκτού του Ερντογάν, Χακάν Φιντάν, στον συριακό εμφύλιο. Η έντονη αντίδραση της τουρκικής ηγεσίας στην άρνηση του Προέδρου Ομπάμα να προχωρήσει σε βομβαρδισμούς κατά των δυνάμεων του Άσαντ στη Συρία και η έκφραση της ανησυχίας την ΗΠΑ για τους χειρισμούς Ερντογάν κατά τη διάρκεια των ταραχών του καλοκαιριού που ξεκίνησαν από το πάρκο Γκεζί, ήρθαν να ολοκληρώσουν το κακό κλίμα. Και παρά το γεγονός ότι ο Ομπάμα ήταν εκείνος που τον Μάρτιο του 2013 ανάγκασε τον ισραηλινό πρωθυπουργό Νετανιάχου να επικοινωνήσει με τον τότε τούρκο πρωθυπουργό και να του ζητήσει συγγνώμη για τα γεγονότα του Μαβί Μαρμαρά, ο Ερντογάν, στα τέλη Ιουλίου, στα πλαίσιο της προεκλογικής του εκστρατείας για την τουρκική Προεδρία, δήλωσε ανενδοίαστα ότι «δεν μιλάει» πια στον Ομπάμα γιατί δεν εγκρίνει την πολιτική του στον συριακό εμφύλιο.

Οι Αμερικανοί σήμερα ζητούν τρία τουλάχιστον πράγματα από τους Τούρκους: Να σταματήσουν τη ροή των ξένων και τούρκων εθελοντών προς τη Συρία και το Ιράκ και να καταπολεμήσουν το δίκτυο που η οργάνωση έχει χτίσει στο εσωτερικό της Τουρκίας, να σταματήσουν την πώληση και διάθεση μέσω της Τουρκίας του πετρελαίου των τζιχαντιστών και τη ροή κεφαλαίων μέσω του τουρκικού τραπεζικού συστήματος και, τέλος, να επιτρέψουν τη χρήση της βάσης του Ιντσιρλίκ για τις αεροπορικές επιδρομές κατά του ΙΚ σε Ιράκ και Τουρκία.

Παρότι η τουρκική ηγεσία αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι η γιγάντωση του ΙΚ και η ριζοσπαστικοποίηση χιλιάδων τούρκων ισλαμιστών αποτελεί στρατηγικό κίνδυνο για τη χώρα, δεν είναι διατεθειμένη να αναλάβει κανέναν ενεργό ρόλο κατά των τζιχαντιστών. Ο Ερντογάν σε όλες του τις δημόσιες δηλώσεις αρνείται να χαρακτηρίσει του τζιχαντιστές ως τρομοκράτες και, αντίθετα, τους απευθύνει «αδελφικές» προτροπές για την απελευθέρωση των 49 τούρκων ομήρων που κρατούν στη Μοσούλη. Και αν και σήμερα υπάρχει το δεδομένο των ομήρων, το οποίο η τουρκική ηγεσία χρησιμοποιεί για να δικαιολογήσει τη χαλαρή της στάση, τα προηγούμενα δύο χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων ο Ερντογάν κινούνταν στο ίδιο κλίμα απέναντι στο ΙΚ, οι τζιχαντιστές δεν είχαν στα χέρια τους κανέναν τούρκο πολίτη. Όλα τα δείγματα επομένως συνηγορούν ότι οι Τούρκοι θα επιδιώξουν με κάθε τρόπο να μείνουν έξω από το παιχνίδι προσπαθώντας να διασφαλίσουν τα μέγιστα για τους ίδιους και πουλώντας ακριβά την όποια υποστήριξη παράσχουν. Και αυτό μεταφράζεται στην πάγια επιδίωξη του τουρκικού στρατού για τη δημιουργία ουδέτερων ζωνών στη μεθόριο της Συρίας και του Ιράκ έτσι ώστε οι τζιχαντιστές μαχητές και τα εκατομμύρια των προσφύγων να κρατηθούν μακριά από τα τουρκικά σύνορα και στην αποτροπή της προσέγγισης των Κούρδων Τουρκίας, Συρίας και Ιράκ και της όποιας πιθανότητας δημιουργίας ανεξάρτητου κουρδικού κράτους.

Η στήριξη στους ισλαμιστές και η τουρκική πολιτική στο Ιράκ γυρίζουν μπούμερανγκ

Η Άγκυρα τα τελευταία χρόνια επεδίωξε μια σύνθετη πολιτική απέναντι στον κουρδικό παράγοντα. Στο εσωτερικό της προχώρησε σε παραχωρήσεις στον κουρδικό πληθυσμό της χώρας στα επίπεδα της παιδείας, της γλώσσας και του πολιτισμού και της πολιτικής εκπροσώπησης και ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον Οτσαλάν για την κήρυξη μόνιμης ανακωχής με την προϋπόθεση ότι οι μαχητές του ΡΚΚ θα παρέδιδαν τα όπλα τους και θα μεταφέρονταν μόνιμα στην ανεξάρτητη περιοχή των Κούρδων του Βορείου Ιράκ. Ταυτόχρονα στήριξε την ανεξάρτητη κουρδική περιοχή του Ιράκ και τον παραδοσιακό «αντίπαλο» του Οτσαλάν και του ΡΚΚ, Μπαρζανί, κόντρα στην κεντρική κυβέρνηση του Ιράκ, κάνοντας μεγάλες επενδύσεις στην Ιρμπίλ και χτίζοντας αγωγό προς τα τουρκικά παράλια μέσω του οποίου οι ιρακινοί Κούρδοι μπορούν να διαθέτουν ανεξάρτητα την πετρελαϊκή τους παραγωγή στη διεθνή αγορά. Η κίνηση αυτή είχε διπλό στόχο: Να διαιωνίσει τη διαίρεση των κουρδικών πληθυσμών και να «αγοράσει» τεράστια επιρροή στο ιρακινό Κουρδιστάν ενώ ταυτόχρονα αποδυνάμωνε την ισχύ Μαλίκι και σιιτών στο εσωτερικό του Ιράκ.

Σήμερα όμως, που η κατάρρευση του καθεστώτος της Βαγδάτης οδήγησε στην επέλαση των τζιχαντιστών στο Ιράκ και όπου, μετά την αποτυχία των πεσμέργκα της Αρμπίλ απέναντι στις δυνάμεις του ΙΚ, χρειάστηκε η συμβολή των μαχητών του ΡΚΚ και των συμμάχων του, Κούρδων της Συρίας, όχι μόνο για να απελευθερωθούν οι χιλιάδες Γεζίντι που οι τζιχαντιστές πολιορκούσαν στο όρος Σιντζάντ αλλά και για να μην απειληθεί και η ίδια πρωτεύουσα του ιρακινού Κουρδιστάν, Ιρμπίλ, τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι τουλάχιστον αμφισβητήσιμα. Το δημοκρατικό κόμμα του Μπαρζανί συνεργάζεται πλέον σταθερά με το ΡΚΚ και τους Κούρδους της Συρίας και Αμερικανοί και Ευρωπαίοι συνειδητοποιούν ότι χωρίς τη συνεργασία των δυνάμεων των αδελφών οργανώσεων των Κούρδων της Τουρκίας και της Συρίας, νίκη κατά του ΙΚ δεν μπορεί να επιτευχθεί. Γεγονός που, πλέον, αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά για το μέλλον του κουρδικού παράγοντα στην περιοχή.


Σχολιάστε εδώ