Πρόσφυγες, μετανάστευση και εξωτερική πολιτική
Οι Έλληνες υπήρξαν, σε όλη τη διάρκεια της Ιστορίας, από τους πλέον μεταναστευτικούς λαούς. Ο ιταλός ιστορικός Valerio Manfredi, στο βιβλίο του «Οι Έλληνες της Δύσης» ιστορεί πώς αποίκησαν την Κάτω Ιταλία (Μεγάλη Ελλάδα), τις γαλλικές και ισπανικές ακτές και πέραν αυτών. Η μετανάστευση τότε, όπως και σήμερα, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι Ευβοείς π.χ. έπρεπε να περιπλεύσουν την Πελοπόννησο, να ανέλθουν το Ιόνιο και από τα στενά της Κέρκυρας να περάσουν στις απέναντι ιταλικές ακτές. Οι πειρατές, οι ασθένειες, οι αυτόχθονοι πληθυσμοί, ήταν οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι που αντιμετώπιζαν. Αναλογικά και σήμερα οι ασιάτες και αφρικανοί λαθρομετανάστες πνίγονται στα νερά της Μεσογείου με τα σαπιοκάραβα που τους μεταφέρουν προς την Ευρώπη. Οι Έλληνες δεν έπαυσαν να μεταναστεύουν και κατά τους νεότερους χρόνους. Ο κύριος προορισμός τους ήταν η τσαρική Ρωσία και οι παραδουνάβιες ηγεμονίες. Στην πλέον σύγχρονη εποχή πηγαίνουν στην Αμερική, στον Καναδά, στην Αυστραλία, αλλά και στη Γερμανία. Και όχι πάντοτε οργανωμένοι και νόμιμοι. Οι τοπικές αρχές προορισμού δέχονταν τους παράνομους επειδή οι περισσότεροι από αυτούς χρησιμοποιούνταν στις πλέον δύσκολες και υποβαθμισμένες εργασίες. Τα παραπάνω γράφονται όχι για ιστορική της μετανάστευσης, αλλά για να υπενθυμίσουν ότι οι Έλληνες, λόγω ιστορικής εμπειρίας, πρέπει να επιδεικνύουν μεγαλύτερη κατανόηση έναντι των μεταναστών, νόμιμων ή παράνομων, και ιδιαίτερα των προσφύγων. Οι λόγοι που αναγκάζουν τον άνθρωπο να μεταναστεύει δεν έχουν αλλάξει και πολύ. Σχεδόν παραμένουν οι ίδιοι. Εκείνο που έχει αλλάξει είναι ότι η Διεθνής Κοινότητα με πολυμερείς συμβάσεις, διμερείς συμφωνίες και πρωτόκολλα συνεργασίας μεριμνά για την προστασία των προσφύγων, μεταναστών, νόμιμων ή μη. Βασική παραμένει η συμφωνία των Ηνωμένων Εθνών (UN Refugee Convention) του 1951 και, από πλευράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η συμφωνία για τη συνεργασία και προστασία των εξωτερικών συνόρων των χωρών-μελών (FRONTEX) και η αντίστοιχη για την επιστροφή των παράνομων μεταναστών και προσφύγων (Return directive). Εκτός αυτών υπάρχουν και συμφωνίες σε διμερές επίπεδο ή εξειδικευμένων οργανισμών. Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η κοινοτική συμφωνία Δουβλίνο ΙΙ οι προβλέψεις της οποίας, για την επιστροφή των παράνομων μεταναστών στη χώρα εισόδου, είναι άκρως δυσμενείς για την Ελλάδα. Η αντιμετώπιση της εισόδου παραμονής στη χώρα μας των προσφύγων, μεταναστών (νόμιμων-παράνομων) είναι μέλημα κυρίως των εσωτερικών υπηρεσιών του κράτους. Ευρύτερα, η μεταναστευτική πολιτική είναι, πρωτίστως, θέμα εξωτερικής πολιτικής. Και τούτο επειδή αφορά στη μεταχείριση ξένων πολιτών και στις σχέσεις μεταξύ κρατών. Δυστυχώς, στην Ελλάδα καταγράφεται χαμηλό ενδιαφέρον του υπουργείου Εξωτερικών σε ό,τι αφορά τη μεταναστευτική πολιτική. Η χαμηλή συνεργασία της Τουρκίας στη λήψη μέτρων μη χρησιμοποίησης του τουρκικού εδάφους από τους λαθρομετανάστες και όσων εμπορεύονται τη λαθρομετανάστευση είναι θέμα σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας αλλά και θέμα Ελλάδας – Τουρκίας. Οι αντιδράσεις της Αθήνας προς την Άγκυρα είναι συνήθως σε ήπιους τόνους. Αλλά και σε πολυμερές επίπεδο, όπου γίνεται η διαπραγμάτευση των διεθνών συμβάσεων που αφορούν στους πρόσφυγες, η ελληνική διπλωματία καταγράφεται ως απλός αποδέκτης των κειμένων παρά με ενεργό συμμετοχή στη σύνταξή των. Είναι δύσκολο πράγματι να γίνει κατανοητό πως έγιναν αποδεκτές οι διατάξεις της συμφωνίας Δουβλίνου ΙΙ οι οποίες, είναι οφθαλμοφανές ότι, δεν προστατεύουν τα ελληνικά συμφέροντα. Αναγκαία είναι μια ουσιαστικότερη εμπλοκή των υπηρεσιών του ΥΠΕΞ στα θέματα μετανάστευσης. Αποτελεί θετική εξέλιξη για την Ελλάδα ότι τα μεταναστευτικά θέματα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανατέθηκαν στον κ. Δημήτρη Αβραμόπουλο. Είναι, ίσως, η πρώτη φορά που σε έλληνα Επίτροπο ανατίθεται ένα σημαντικό χαρτοφυλάκιο και μάλιστα ειδικού ενδιαφέροντος για τη χώρα μας. Ο κ. Αβραμόπουλος ως προερχόμενος από τη διπλωματική υπηρεσία, αλλά έχοντας θητεύσει και ως υπουργός των Εξωτερικών, γνωρίζει τις αποχρώσεις της διεθνούς διπλωματίας, τις συγκρούσεις συμφερόντων αλλά και τους μηχανισμούς συνεργασίας με άλλους κοινοτικούς ή μη φορείς. Ασφαλώς, θα ενεργεί ως ευρωπαίος Επίτροπος και για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι γνώσεις του όμως για τις ελληνικές ιδιαιτερότητες και η φρόνηση που τον διακρίνει παρέχουν τα καλύτερα εχέγγυα για μια επιτυχή θητεία.