Μέση Ανατολή και Ισλαμικό Κράτος
Τον Μάιο του 1916, δύο διπλωμάτες, ο βρετανός Σάικς και ο γάλλος Πικό, υπήρξαν οι αρχιτέκτονες μιας μυστικής συμφωνίας, της γνωστής, από τα ονόματά τους, συμφωνίας Σάικς-Πικό. Σύμφωνα με αυτή, τα πρώην μεσανατολικά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εντάχθηκαν στις σφαίρες επιρροής των κρατών που οι δύο διπλωμάτες εκπροσωπούσαν. Έτσι προέκυψαν οι γνωστές ζώνες της γαλλικής και βρετανικής επιρροής, σύμφωνα με τις οποίες οι υπό οθωμανική κατοχή περιοχές Συρίας, Λιβάνου, Ιράκ, Παλαιστίνης μετετράπησαν σε εδάφη υπό γαλλική και βρετανική διοίκηση.
Η ιστορική εξέλιξη των κρατών που προήλθαν από τη διαμόρφωση αυτή είναι γνωστή. Τα υπάρχοντα, δε, σήμερα σύνορα ασφαλώς δεν αντανακλούν τα φυλετικά, πολιτισμικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά των κρατών τα οποία περικλείουν. Έτσι, συνεχείς διενέξεις συντηρούν μια διαρκή εστία κρίσεων, που τροφοδοτούν μια μακροχρόνια αντιπαλότητα που απειλεί την ειρηνική συμβίωση των λαών της περιοχής.
Κύριο χαρακτηριστικό της κρίσης που μαστίζει σήμερα την περιοχή αποτελεί η εμφάνιση ακραίων στοιχείων που ασκούν ακραία βία και προκαλούν τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμών, με μοιραία συνέπεια τη δημιουργία ατελείωτων κυμάτων προσφύγων.
Η εμφάνιση του ISIS (Islamic State of Iraq and Syria), που ανακήρυξε τη δημιουργία Ισλαμικού Κράτους σε περιοχές της Συρίας και του Ιράκ, επιτείνει τον κίνδυνο επικράτησης χάους στην πολύπαθη αυτή περιοχή, με ό,τι τραγικές συνέπειες αυτό μπορεί να επιφέρει.
Η συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση κατέστησε πλέον αναγκαία την απόφαση δημιουργίας μετώπου προς εξάλειψη του επερχόμενου κινδύνου. Έτσι οι ΗΠΑ ανέλαβαν την πρωτοβουλία σύμπηξης μετώπου κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Πώς έφτασαν όμως τα πράγματα μέχρι εδώ;
Η δυναμική είσοδος των ΗΠΑ στα διαδραματιζόμενα στη Μέση Ανατολή σημειώθηκε με τη γνωστή Καταιγίδα της Ερήμου και την εισβολή στο Ιράκ το 2003.
Αργότερα, όμως, η αμερικανική πολιτική άλλαξε. Συνεπής στη δέσμευση του Προέδρου Ομπάμα για σταδιακή αποχώρηση των αμερικανικών χερσαίων δυνάμεων από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, η Ουάσινγκτον απεσύρθη και έτσι την ασφάλεια του Ιράκ ανέλαβε, αναποτελεσματικά όπως φάνηκε, ο ιρακινός στρατός.
Είναι γνωστό ότι, όπως υπολογίζεται, η εκπαίδευσή του στοίχισε πολλά δισεκατομμύρια δολάρια. Στο ποσό αυτό βέβαια πρέπει να προστεθεί και το κόστος της αμερικανικής εμπλοκής στο Ιράκ, που έφτασε σε δυσθεώρητο ύψος. Στο κόστος αυτό πρέπει να προστεθεί και εκείνο της απώλειας της ζωής τόσων αμερικανών πολιτών.
Δυστυχώς, η συμφιλίωση απέτυχε κι έτσι εστίες σουνιτών υπονόμευσαν την ακεραιότητα της χώρας με τη βοήθεια οπαδών του Σαντάμ.
Όπως ήταν φυσικό, η εμφάνιση του ISIS και η προέλαση των τζιχαντιστών ανησύχησε σοβαρά τους διεθνείς παράγοντες για ποικίλους και εύλογους λόγους.
Τα Ηνωμένα Έθνη τηρούν διστακτική θέση, στο μέτρο που δεν φαίνονται να κινούνται προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης κάποιας στρατιωτικής δράσης. Οι ΗΠΑ αδυνατούν πλέον να αναλάβουν μόνες τους το βάρος και την ευθύνη της συλλογικής ασφάλειας. Το αυτό και η Ευρώπη, η οποία είναι διστακτική, αναποφάσιστη να αναλάβει σοβαρό ρόλο στην επίτευξη μιας παγκόσμιας σταθερότητας. Η παρατηρούμενη, δε, εσωστρέφεια στους κόλπους της ΕΕ ασφαλώς και δεν προοιωνίζει ριζική αλλαγή της κατάστασης αυτής.
Έτσι, οι ΗΠΑ, διά του Προέδρου Ομπάμα, επιμερίζοντας την ευθύνη, περιορίστηκαν να αναλάβουν το έργο της οργάνωσης μιας διεθνούς εκστρατείας κατά του Ισλαμικού Κράτους των τζιχαντιστών. Ο Πρόεδρος Ομπάμα, κατά τη διάρκεια της τελευταίας συνάντησης κορυφής του NATO στην Ουαλία, ανήγγειλε ότι σκοπός της αμερικανικής πολιτικής είναι η εξάρθρωση των τζιχαντιστών που ελέγχουν ένα σημαντικό μέρος του Βορείου Ιράκ και επιχειρούν και στη Συρία. Για να επιτύχουν τον σκοπό αυτό, οι ΗΠΑ αποβλέπουν στον σχηματισμό μιας ευρείας διεθνούς συμμαχίας.
Η Ουάσινγκτον θέλει να υπολογίζει τη σύμπηξη με τώπου 10 κρατών, που περιλαμβάνει, εκτός από την ίδια, τις Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία, Τουρκία, Καναδά, Αυστραλία, Πολωνία και Δανία.
Δέκα επίσης αραβικές χώρες δεσμεύτηκαν ότι θα συμπαραταχθούν στο πλευρό των ΗΠΑ: Σαουδική Αραβία, Μπαχρέιν, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Κουβέιτ, Κατάρ, Ομάν, Αίγυπτος, Ιράκ, Ιορδανία και Λίβανος. Ο Αραβικός Σύνδεσμος, που έχει 22 μέλη (στα οποία περιλαμβάνονται οι δέκα προαναφερθείσες χώρες), δήλωσε ότι θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα κατά του ISIS. Άλλες χώρες, όπως το Ιράν, υποστηρίζουν, κατʼ αρχάς, την εκστρατεία κατά του ISIS.
Ιδιαίτερη δραστηριότητα ανέπτυξε και ο γάλλος Πρόεδρος, η δημοτικότητα του οποίου προσφάτως δοκιμάζεται. Την περασμένη Δευτέρα, 15η τρέχοντος, ο κ. Ολάντ συγκάλεσε διεθνή διάσκεψη με τον ιρακινό ομόλογό του κ. Μασίμ για την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους. Ανάμεσα στους εκπροσώπους των 27 δυτικών και αραβικών χωρών που συμμετείχαν, ήταν και οι υπουργοί Εξωτερικών ΗΠΑ και Ρωσίας, απουσίαζε όμως ο εκπρόσωπος της Τεχεράνης. Οι συμμετέχοντες εξέφρασαν την υποστήριξή τους στο Ιράκ, υποσχέθηκαν, δε, να υποστηρίξουν «με όλα τα απαραίτητα μέσα», συμπεριλαμβανομένων και των στρατιωτικών, την πάλη της Βαγδάτης κατά των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους, χωρίς όμως να αναγγείλουν Μέση Ανατολή και «Ισλαμικό Κράτος» συγκεκριμένα μέτρα. Επανέλαβαν, δε, ότι το «Ισλαμικό Κράτος» αποτελεί απειλή όχι μόνο για το Ιράκ, αλλά και για τη διεθνή κοινωνία.
Παράλληλα, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών κ. Κέρι ανέλαβε αγώνα δρόμου που τον οδήγησε σε Βαγδάτη, Αμάν, Τζέντα, Άγκυρα και Κάιρο προκειμένου να αποσπάσει τη συμπαράταξη των χωρών αυτών κατά των τζιχαντιστών του «Ισλαμικού Κράτους».
Βασικό χαρακτηριστικό, πάντως, της επιχειρούμενης στρατηγικής είναι η αποφυγή ανάληψης από τις ΗΠΑ χερσαίων επιχειρήσεων. Οι ΗΠΑ θα αρκεστούν στις αεροπορικές επιχειρήσεις. Ήδη, δε, την εβδομάδα που πέρασε προέβησαν σε αεροπορική επιδρομή κατά στόχων του «Ισλαμικού Κράτους» σε περιοχή νοτιοδυτικά της Βαγδάτης.
Κάτι όμως που πρέπει να συγκρατηθεί και που ουδενός διαφεύγει την προσοχή, είναι η απρόσμενη συνεργασία πρώην αντιπάλων χωρών που εδήλωσαν την πρόθεσή τους να συμμετάσχουν στην καταπολέμηση των τζιχαντιστών. Χθεσινοί -και μέχρι πρότινος αντίπαλοι- δηλώνουν πρόθυμοι να συνεργαστούν.
Προς υλοποίηση, όμως, του αμερικανικού σχεδίου απαιτείται συντονισμένη επιχείρηση πολλών επιτόπιων παραγόντων και κυρίως των σημαντικών στην περιοχή κρατών, δηλαδή της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ, του Ιράν και της Τουρκίας.
Το μεγάλο βέβαια ερώτημα που προκύπτει είναι πόσες από τις συμμετέχουσες στο υπό σύμπηξη μέτωπο χώρες θα είναι τελικά αποφασισμένες να αναλάβουν αποτελεσματική και συντονισμένη δράση. Το σημείο αυτό αποτελεί και την κρισιμότερη παράμετρο στην απόφαση ανάληψης δράσης. Επιπροσθέτως, δε, δεν πρέπει να λησμονείται ότι τα προαναφερθέντα κράτη δεν έχουν κοινό παρονομαστή συμφερόντων, ανάληψη, δε, οποιασδήποτε ενέργειας-πρωτοβουλίας θα υπαγορεύεται από διαφορετικά, για καθένα από αυτά, συμφέροντα.
Ενδεικτικό της μη σύμπτωσης συμφερόντων των δρώντων στην περιοχή αποτελεί η Τουρκία. Η τελευταία, που αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στην περιοχή, επιθυμεί διακαώς την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, προκειμένου η σουνιτική πλειοψηφία να αναλάβει την εξουσία στη Συρία. Τούτο θα διευκόλυνε την επίτευξη του στόχου της Άγκυρας να επανεδραιώσει την επιρροή της στην περιοχή, μετά μάλιστα την προσπάθειά της να επιτύχει αυτό κατά την περίοδο της λεγομένης Αραβικής Άνοιξης, που είδαμε όμως πώς εξελίχθηκε. Η προσπάθεια όμως αυτή της Τουρκίας να προκαλέσει πτώση του Άσαντ αντιστρατεύεται την πολιτική του Ιράν, που σθεναρά υποστηρίζει τη Δαμασκό.
Ειδικότερα μάλιστα όσον αφορά την Τουρκία υπάρχει και ένας πρόσθετος λόγος για τον οποίο εκφράζεται αβεβαιότητα ως προς το εύρος και την αποφασιστικότητα της τουρκικής συμμετοχής στο υπό σύμπηξη μέτωπο κατά του «Ισλαμικού Κράτους». Είναι γνωστό ότι οι τζιχαντιστές έχουν απαγάγει και κρατούν ομήρους 49 άτομα από το προσωπικό του τουρκικού προξενείου στη Μοσούλη. Οι Τούρκοι δεν θα ήθελαν να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή και την ασφάλειά τους.
Το ερώτημα λοιπόν που εύλογα προκύπτει είναι κατά πόσον θα αποβεί ιδιαίτερα συμπαγής και αποφασιστική η σύμπραξη τόσων κρατών υπό τον κεντρικό ρόλο των ΗΠΑ. Η σύμπραξη όμως αυτή θα αντέξει ή θα αποκτήσει εύθραυστο χαρακτήρα;
Επιπλέον, πρόσθετη ανησυχία θα προκύψει και μετά το πέρας της επιχείρησης. Σε περίπτωση που η σύμπραξη αυτή των προθύμων επιτύχει τον σκοπό της, ποιος θα αναλάβει να πληρώσει το κενό της εξουσίας που θα προκύψει στις περιοχές που κατέχει τώρα το ISIS; Γιατί είναι γνωστό ιστορικά πού οδηγούν τα προκύπτοντα κενά εξουσίας.
Τέλος, όσον αφορά τη χώρα μας, τα περιθώρια δραστηριοποίησής μας είναι στενά. Ανάληψη κάποιας πρωτοβουλίας καθίσταται αδύνατη, όπως και η ενεργός συμμετοχή μας σε επιχειρήσεις, λόγω της ευνόητης αντικειμενικής δυσκολίας που προκύπτει από την τωρινή συγκυρία. Εξάλλου, η χώρα μας είναι απούσα από τα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή, περιοχή στην οποία κάποτε η Ελλάδα έπαιζε σημαντικό ρόλο και η ελληνική διπλωματία εισακουγόταν.
Πέραν λοιπόν της «πολιτικής» μας υποστήριξης στη δημιουργία διεθνούς μετώπου και την έκφραση «αλληλεγγύης στην ιρακινή κυβέρνηση, στους χριστιανούς και σε όλες τις δοκιμαζόμενες εθνικές και θρησκευτικές κοινότητες της περιοχής», δεν βλέπουμε να υπάρχουν περιθώρια ευρύτερης δραστηριοποίησής μας. Αυτό εξάλλου συνιστά και την επίσημη θέση μας, όπως εκφράστηκε διά στόματος του υπουργού Εξωτερικών.
Τούτο όμως δεν αρκεί. Συμφέρον μας είναι να μην υπάρξει διατάραξη των γεωστρατηγικών ισορροπιών. Με όποια δύναμη και μέσα διαθέτουμε, οφείλουμε να συμβάλουμε στη διατήρηση ισορροπίας.
Γιατί τυχόν επικράτηση γενικότερου χάους, που θα μπορούσε να προκύψει από επικράτηση ακραίων ομάδων και στοιχείων, θα είχε τρομερές συνέπειες για τη χώρα μας. Δύσκολα θα μπορούσαμε να αναχαιτίσουμε τα αλλεπάλληλα κύματα προσφύγων και να ανατρέψουμε τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις που θα προέκυπταν.